Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του ως προς την αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε ανωτέρα βία.
Ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία όταν ο μισθωτός προσφέρει πραγματικά και προσηκόντως την εργασία του και αυτός δεν τη δέχεται ή δηλώνει ότι δεν τη δέχεται, με συνέπεια να εξακολουθεί να υποχρεούται στην καταβολή του μισθού
Υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει τον μισθό υπάρχει και σε περίπτωση δικής του αδυναμίας να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε δικό του πταίσμα, αλλά και σε ανυπαίτια περιστατικά, που συνδέονται είτε με περιστάσεις που ο ίδιος οφείλει και μπορεί να ελέγχει είτε με κινδύνους από τη λειτουργία της επιχειρήσεως που ασκεί.
Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του ως προς την αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε ανωτέρα βία.
Η εκ του άρθρου 656 Α.Κ. αξίωση του μισθωτού για μισθούς υπερημερίας πηγάζει από τη σύμβαση εργασίας του και, συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν η κατάρτιση της συμβάσεως εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός του μισθωτού και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του.
Προσφορά της εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου δεν απαιτείται όταν ο εργοδότης δήλωσε, ή τούτο προκύπτει από την όλη στάση του, ότι δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού, οπότε δεν είναι αναγκαία η, μάταιη πια, προσφορά των υπηρεσιών από τον μισθωτό. |
Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά τον νόμο «αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας», προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους, προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας.
Έτσι, ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας αν είναι εντελώς ασήμαντος.
Το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής.
Πέραν των άλλων προϋποθέσεων, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας προϋποτίθεται η ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο του προσωπικού
Η διαβούλευση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητάς της, και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της απομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν οι θέσεις εργασίας.
Εν όψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του μέτρου, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σ’ αυτές, και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο στο π.δ. 240/2006, αφού η σχετική παραπομπή του νόμου στο εν λόγω π.δ. αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η ενημέρωση και διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης (απόφαση Αρείου Πάγου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2021, σ. 293).