Με τη νέα εγκύκλιο 2125/2021 της ΑΑΔΕ κοινοποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 110, 112, 113, 114, 118, 119, 120, 121 και 122 του ν. 4799/2021 «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (L 150), ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 98/26/ΕΚ (L 150), μέσω της τροποποίησης του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, και λοιπές επείγουσες διατάξεις» (Α’78), ως ακολούθως:
Άρθρο 110 «Επέκταση της απαλλαγής μισθώματος επαγγελματικών μισθώσεων – Τροποποίηση της παρ. 10 του άρθρου δεύτερου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου»
Με τις διατάξεις του άρθρου 110 τροποποιήθηκε η παρ. 10 του άρθρου δευτέρου της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.4683/2020 (Α’ 83), έτσι ώστε, ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης προς εγκατάσταση επιχείρησης, για την οποία έχουν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 ή η οποία πλήττεται οικονομικά λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 και ανήκει σε συγκεκριμένους κλάδους επιχειρήσεων, να απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού μισθώματος και για τον μήνα Μάιο 2021, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων περί εμπορικών μισθώσεων.
Άρθρο 112 «Ρυθμίσεις σχετικά με τον φόρο πώλησης επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών – Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 2579/1998»
Με τις διατάξεις του άρθρου 112 αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν.2579/1998 (ΦΕΚ Α’31), όπως αυτές ίσχυσαν μετά την αντικατάστασή τους με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 30 του ν.4569/2018 (ΦΕΚ Α’179), αναφορικά με την επιβολή φόρου 2‰ επί των πωλήσεων εισηγμένων μετοχών. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές ισχύουν για συναλλαγές με ημερομηνία διακανονισμού από την έναρξη ισχύος της άδειας της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν.4569/2018, με εξαίρεση την περ. ε’ που αφορά στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που λειτουργούν στην αλλοδαπή, ή σε άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς οι οποίες ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι την 18.05.2021 (περ. ζ’ άρθρου 112). Πιο συγκεκριμένα:
α. Με τις διατάξεις των περ. α’ και β’ της νέας παρ. 2 του ν.2579/1998 διατηρείται η επιβολή και ο υπολογισμός φόρου («Φόρος Πώλησης») με συντελεστή δύο τοις χιλίοις (2‰) στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται εντός ή εκτός των ως άνω αναφερόμενων τόπων διαπραγμάτευσης και επιπλέον, ορίζεται ότι ο εν λόγω φόρος δεν επιβάλλεται, κατά περίπτωση, εφόσον προβλέπεται εξαίρεση σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
β. Με τις διατάξεις της περ. γ’ της νέας παρ.2 του ν.2579/1998 ορίζεται ότι ο Φόρος Πώλησης επί των συναλλαγών που διακανονίζονται από το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων (Κ.Α.Τ.), όπως αυτό ορίζεται με βάση την παρ. 1 του άρθρου 1 του v. 4569/2018 (Α’ 179), υπολογίζεται από το Κ.Α.Τ., το οποίο γνωστοποιεί σε ημερήσια βάση τον Φόρο Πώλησης στους συμμετέχοντες σε αυτό, για λογαριασμό των πωλητών. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο συμμετέχων μέσω του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων. Ο φόρος που υπολογίζεται και γνωστοποιείται σε κάθε συμμετέχοντα σύμφωνα με την παρούσα καταβάλλεται από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., μέχρι τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα και αφορά τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν τον προηγούμενο μήνα. Το Κ.Α.Τ. υποχρεούται, σύμφωνα με τις διαδικασίες του, να αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία του, Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), τον φόρο που εισέπραξε από τον συμμετέχοντα για τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν μέσα σε κάθε μήνα με δήλωση στην οποία αναγράφονται διακεκριμένα ο οφειλόμενος φόρος και το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ.. Η δήλωση αυτή υπέχει θέση δήλωσης και για τον συμμετέχοντα ως προς την υποχρέωση καταβολής της διαφοράς του οφειλόμενου από αυτόν φόρου και του φόρου που κατέβαλε στο Κ.Α.Τ. Η δήλωση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον μήνα που διακανονίστηκαν οι ανωτέρω συναλλαγές. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής ή μη καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. και της συνακόλουθης εκπρόθεσμης απόδοσης ή μη απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., εφαρμόζεται για τον συμμετέχοντα το άρθρο 53 του v. 4174/2013 (Α’ 170). Ειδικότερα στην περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ. το άρθρο 53 για τον συμμετέχοντα εφαρμόζεται, μέχρι και την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ. Από την ημερομηνία αυτή και μετά, το άρθρο 53 εφαρμόζεται για το Κ.Α.Τ. Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής της δήλωσης απόδοσης του φόρου, που εισέπραξε το Κ.Α.Τ. από τους συμμετέχοντες, εφαρμόζονται για το Κ.Α.Τ. το άρθρο 53 και τα άρθρα 54 ή 58 του ν. 4174/2013, κατά περίπτωση.
Με τις νέες διατάξεις γίνεται σαφές ότι με την δήλωση απόδοσης φόρου καθίσταται ο συμμετέχων υπόχρεος για την διαφορά του οφειλόμενου από αυτόν φόρου και του φόρου που κατέβαλε στο Κ.Α.Τ.. Στην δήλωση αυτή θα αναγράφεται διακεκριμένα τόσο το ποσό του οφειλόμενου φόρου που προκύπτει από τη συναλλαγή όσο και το ποσό που κατέβαλε ο συμμετέχων και το οποίο καλείται να αποδώσει το Κ.Α.Τ..
Με τις ίδιες διατάξεις δίδεται εξουσιοδότηση για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., με την οποία καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων προς την αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης του φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης.
γ. Με τις διατάξεις της περ. δ’ της νέας παρ.2 του ν.2579/1998 ρυθμίζονται οι περιπτώσεις συναλλαγών που διακανονίζονται εκτός Κ.Α.Τ. και τηρούνται από εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή σε συλλογικό λογαριασμό αξιών. Στην περίπτωση αυτή ο Φόρος Πώλησης επί των συναλλαγών μετοχών που διακανονίζονται εκτός του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων υπολογίζεται σε ημερήσια βάση από τον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του ν. 4569/2018, ή άλλο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών, για λογαριασμό των πωλητών. Στην περίπτωση αυτή ο Φόρος Πώλησης καταβάλλεται από έκαστο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών στον επόμενο διαμεσολαβητή ή στον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή ή τον συμμετέχοντα στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων, κατά περίπτωση. Ωστόσο, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου πώλησης στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων είναι ο συμμετέχων στο Κ.Α.Τ.. Ο φόρος καταβάλλεται με δήλωση καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα, προς το κεντρικό αποθετήριο τίτλων, μέχρι τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα και αφορά τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν τον προηγούμενο μήνα. Το κεντρικό αποθετήριο τίτλων με βάση τη δήλωση καταβολής του φόρου που έλαβε από τον συμμετέχοντα, αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. τον φόρο που εισέπραξε για τις πωλήσεις μετοχών με δήλωση που υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το μήνα που διακανονίστηκαν οι σχετικές συναλλαγές.
Όσον αφορά στην περίπτωση καταβολής του φόρου πώλησης από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., αν δεν υποβληθεί δήλωση ή υποβληθεί εκπρόθεσμη ή ανακριβής δήλωση με ανάλογα αποτελέσματα επί της απόδοσης του φόρου από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., επιβάλλεται στον συμμετέχοντα πρόστιμο ισόποσο του τόκου του άρθρου 53 και των κυρώσεων των άρθρων 54 ή 58 του ν.4174/2013, κατά περίπτωση. Περαιτέρω με τις διατάξεις αυτές ορίζεται ότι αν η εκπρόθεσμη ή ανακριβής υποβολή της δήλωσης καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα προς το κεντρικό αποθετήριο τίτλων οφείλεται σε καθυστέρηση καταβολής του φόρου από άλλον διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών ή από τον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή, ο συμμετέχων διατηρεί το δικαίωμα να επιρρίψει στους υπαίτιους διαμεσολαβητές τις κυρώσεις που του έχουν επιβληθεί, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην οικεία πράξη επιβολής προστίμου που εκδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε.. Τέλος, ορίζεται ότι στην περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς υποβολής της δήλωσης καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. βεβαιώνεται σε βάρος του και ο φόρος πώλησης που δεν κατέβαλε στο Κ.Α.Τ.. Σε περίπτωση που μετά από έλεγχο διαπιστωθεί ότι οποιοσδήποτε διαμεσολαβητής της αλυσίδας διαμεσολαβητών δεν έχει καταβάλει τον φόρο πώλησης σε επόμενο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών ή στον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή ή στον συμμετέχοντα κατά περίπτωση, ο φόρος πώλησης που δεν καταβλήθηκε βεβαιώνεται σε βάρος του υπαίτιου διαμεσολαβητή και του επιβάλλεται πρόστιμο που ισούται με το ποσό του φόρου που δεν κατέβαλε. Τέλος, ορίζεται ότι για την επιβολή των προστίμων αυτών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 62 του ν.4174/2013, ενώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής το πρόστιμο που ισούται με τον τόκο του άρθρου 53 του ν. 4174/2013, για τον συμμετέχοντα υπολογίζεται μέχρι και την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων. Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης απόδοσης του φόρου που δεν οφείλεται σε μη υποβολή δήλωσης ή εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ή ανακριβή υποβολή δήλωσης αντίστοιχα από τον συμμετέχοντα, οι διατάξεις του άρθρου 53 και των άρθρων 54 ή 58 του ν.4174/2013, κατά περίπτωση εφαρμόζονται για το κεντρικό αποθετήριο τίτλων.
Με τις ίδιες διατάξεις δίδεται εξουσιοδότηση για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης καταβολής φόρου προς το κεντρικό αποθετήριο τίτλων, η διαδικασία συλλογής του φόρου και εκκαθάρισής του από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και των πράξεων επιβολής προστίμων, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
δ. Με τις διατάξεις της περ. ε’ της νέας παρ. 2 του ν.2579/1998 ορίζεται ότι ο Φόρος Πώλησης επιβάλλεται επίσης και στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που λειτουργούν στην αλλοδαπή, ή σε άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς, ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές συναλλαγές διακανονίζονται εντός ή εκτός των ως άνω αναφερόμενων τόπων διαπραγμάτευσης, εφόσον οι πωλητές είναι φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα ή ημεδαπές ή αλλοδαπές επιχειρήσεις που έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών, η οποία αναγράφεται στα εκδιδόμενα αποδεικτικά στοιχεία και αποδίδεται από τον πωλητή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη φορολογία του εισοδήματός του μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν μέσα στον οποίο πωλήθηκαν οι μετοχές.
Περαιτέρω, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του με τον πωλητή, ο φόρος δύναται να αποδίδεται από τον εποπτευόμενο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή στη συναλλαγή. Οι διατάξεις του άρθρου 53 και των άρθρων 54 ή 58 του ν.4174/2013, κατά περίπτωση, εφαρμόζονται ανάλογα σε βάρος του πωλητή για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής.
Ο φόρος της παρούσας περίπτωσης δεν επιβάλλεται όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνται σε αλλοδαπό χρηματιστήριο με το οποίο το χρηματιστήριο Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και με την προϋπόθεση ότι για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται καταβολή ανάλογου φόρου στην αλλοδαπή.
Με τις ίδιες διατάξεις δίδεται εξουσιοδότηση για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. με την οποία καθορίζονται ειδικότερα ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου του πωλητή προς την αρμόδια φορολογική αρχή στην οποία αυτός υπάγεται και τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης φόρου.
ε. Με τις διατάξεις της περ. στ ‘ της νέας παρ. 2 του ν.2579/1998 ορίζεται ότι σε περίπτωση ύπαρξης οφειλών από το Φόρο Πώλησης που οφείλονται αποκλειστικά σε μη καταβολή του φόρου από τον συμμετέχοντα στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων σύμφωνα με την ως άνω περίπτωση γ’ και συνακόλουθης μη απόδοσης του φόρου από το κεντρικό αποθετήριο τίτλων στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., η Φορολογική Διοίκηση χορηγεί, με την προσκόμιση των κατάλληλων αποδεικτικών εγγράφων, στο κεντρικό αποθετήριο τίτλων αποδεικτικό ενημερότητας, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 4174/2013.
Με τις ίδιες διατάξεις δίδεται εξουσιοδότηση για την έκδοση απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. με την οποία καθορίζονται τα δικαιολογητικά που προσκομίζονται για την έκδοση του αποδεικτικού ενημερότητας, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης.
Άρθρο 113 «Μεταγραφή πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων -Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2166/1993.»
Με τις διατάξεις του άρθρου 113, στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2166/1993 (Α’ 137) προστέθηκαν δύο εδάφια και ορίστηκε ότι για τη μεταγραφή ή την εγγραφή των πράξεων μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων καταβάλλονται μόνο πάγια δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων και προϊσταμένων κτηματολογικών γραφείων, ποσού ύψους τριακοσίων (300) ευρώ, χωρίς οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση, αμοιβή, επίδομα ή τέλος, ανεξαρτήτως του χρόνου πραγματοποίησης του μετασχηματισμού και συντέλεσης των σχετικών πράξεων μεταβίβασης και για τη μεταγραφή των ακινήτων και εμπραγμάτων δικαιωμάτων που μεταβιβάζονται εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 8 του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 (Α’ 154).
Σημειώνεται ότι με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2166/1993, όπως ήδη ισχύει, προβλέπεται απαλλαγή μεταξύ άλλων και από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, όχι όμως και από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης.
Άρθρο 114 «Καταχώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων συγχωνευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων – Τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 16 του ν. 2515/1997»
Με τις διατάξεις του άρθρου 114, με τις οποίες τροποποιείται η παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997 (Α’ 154), ορίζεται μεταξύ άλλων ότι στις περιπτώσεις συγχώνευσης πιστωτικών ιδρυμάτων, όταν τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα των συγχωνευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων περιγράφονται στη σύμβαση ή στην πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης, τα πιστοποιητικά του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτου (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 (Α’ 170) αυτών, επισυνάπτονται στις ανωτέρω πράξεις, άλλως επισυνάπτονται στην έκθεση που επισυνάπτεται κατά την καταχώριση στα οικεία βιβλία μεταγραφών αποσπάσματος της σύμβασης ή του καταστατικού, στο οποίο εμφαίνεται ότι το απορροφών ή το νέο πιστωτικό ίδρυμα είναι καθολικός διάδοχος των συγχωνευομένων.
Άρθρο 118 «Φόρος σε πωλήσεις μετοχών – Κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 27 του ν.2703/1999 και του άρθρου 21 του ν.3697/2008»
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 118 ορίζεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν.2703/1999 (ΦΕΚ Α’72) και του άρθρου 21 του ν.3697/2008 (ΦΕΚ Α’194) καταργούνται για νομοτεχνικούς λόγους.
Άρθρο 119 «Μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων και φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων – Τροποποίηση της παρ. 1 των άρθρων 69 και 71 ως προς τα ποσά βεβαίωσης του φόρου, αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 71, προσθήκη παρ. 72 και 73 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.»
Με τις διατάξεις του άρθρου 119 τροποποιήθηκαν τα ποσοστά της προκαταβολής φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων/νομικών οντοτήτων.
Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 119 τροποποιήθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 69 του Κ.Φ.Ε. και ειδικότερα, μειώνεται από εκατό τοις εκατό (100%) σε ποσοστό πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) η προκαταβολή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα και βεβαιώνεται με βάση τη δήλωση που υποβάλλει ο φορολογούμενος και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 119 τροποποιήθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 του Κ.Φ.Ε. και ειδικότερα, μειώνεται από εκατό τοις εκατό (100%) σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) η προκαταβολή του φόρου εισοδήματος που βεβαιώνεται με βάση τη δήλωση που υποβάλλει το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Επίσης, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 71 του Κ.Φ.Ε., σύμφωνα με την οποία βεβαιώνεται σε ποσό ίσο με το εκατό τοις εκατό (100%) η προκαταβολή του φόρου εισοδήματος ειδικά για τις τραπεζικές ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα. Ακολούθως, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 119 προστέθηκαν στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε. οι παράγραφοι 72 και 73, με τις οποίες ρυθμίζεται ειδικά το ποσοστό της προκαταβολής φόρου των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων για το φορολογικό έτος 2020 και η έναρξη ισχύος των άρθρων 69 και 71 του Κ.Φ.Ε., αντίστοιχα.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 72 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται ειδικά για το φορολογικό έτος 2020 σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) το ποσοστό που βεβαιώνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71, περί προκαταβολής του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.
Με την περίπτωση α’ της παραγράφου 73 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται ότι το μειωμένο ποσοστό προκαταβολής φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020 και επόμενων.
Με την περίπτωση β’ της παραγράφου 73 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες ότι η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 4172/2013 ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2021 και επόμενων.
Τέλος, με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 73 του Κ.Φ.Ε. ρυθμίζεται η ισχύς της παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 4172/2013, η οποία εφαρμόζεται για την προκαταβολή φόρου των τραπεζικών ιδρυμάτων που βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020 και επόμενων.
Άρθρο 120 «Μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων – Τροποποίηση της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε.»
Με τις διατάξεις του άρθρου 120 τροποποιήθηκε ως προς τον φορολογικό συντελεστή η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε. προκειμένου τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, καθώς και οι υπόχρεοι των περ. β’, γ’, δ’, ε’, στ’ και ζ’ του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά βιβλία να φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%) μόνο για τα εισοδήματα των φορολογικών ετών 2019 και 2020, ενώ για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2021 και εφεξής ο συντελεστής μειώνεται σε είκοσι δύο τοις εκατό (22%). Ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα της περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014, παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε., περί φορολόγησης με συντελεστή είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).
Άρθρο 121 «Απαλλαγή από την επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης σε συγκεκριμένα εισοδήματα του άρθρου 43Α του Κ.Φ.Ε. για τα φορολογικά έτη 2021 και 2022 – Τροποποίηση της παρ. 50 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 – Προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.»
Με τις διατάξεις του άρθρου 121 τροποποιήθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 50 του άρθρου 72 του ν.4172/2013 ως προς τα εισοδήματα που απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και προστέθηκε η παρ. 74 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε..
Με τις νέες διατάξεις της παρ. 50 του άρθρου 72 ορίσθηκε ότι ειδικά για το φορολογικό έτος 2021, απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του Κ.Φ.Ε. όλα τα εισοδήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, με μόνη εξαίρεση τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία στο δημόσιο τομέα και τις συντάξεις.
Διευκρινίζεται ότι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είναι όσοι εργάζονται σε φορείς δημοσίων υπηρεσιών, αποκεντρωμένων διοικήσεων, ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού και νομικών προσώπων αυτών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου εντός Γενικής Κυβέρνησης (βλ. άρθρο 31 παρ. 1 ν. 4756/2020-Α’ 235).
Στις κάθε είδους συντάξεις από όποιον φορέα και αν καταβάλλονται διενεργείται παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Διευκρινίζεται, περαιτέρω, ότι το ασφάλισμα που καταβάλλεται στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων (περ. ζ’ παρ. 3 άρθρου 12 Κ.Φ.Ε.), είτε καταβάλλεται εφάπαξ είτε με τη μορφή περιοδικής παροχής, αποτελεί εισόδημα από σύνταξη και όχι από μισθωτή εργασία και ως εκ τούτου δεν απαλλάσσεται της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για το φορολογικό έτος 2021.
Αν στο φορολογικό έτος 2021 προσδιορίζεται εισόδημα σύμφωνα με το άρθρο 34, η απαλλαγή της παρούσας παρέχεται στο εισόδημα αυτό, εφόσον για τα δύο (2) προηγούμενα φορολογικά έτη (2019 και 2020) δεν έτυχε εφαρμογής ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33 και 34, δηλαδή είτε να μην υπάρχει προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων είτε αυτή να έχει καλυφθεί έστω και με εκπρόθεσμη τροποποιητική δήλωση. Στην περίπτωση που η προστιθέμενη διαφορά φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία (περ. α’ παρ. 1 άρθρου 34 ΚΦΕ), η απαλλαγή στην προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων χορηγείται μόνο εφόσον ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία από τον ιδιωτικό τομέα. Με τις διατάξεις της νέας παρ. 74 του άρθρου 72 του Κ.Φ.Ε. για το φορολογικό έτος 2022 ορίσθηκε ότι απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α Κ.Φ.Ε. αποκλειστικά και μόνο τα εισοδήματα που αποκτώνται από μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Ομοίως, δε θα επιβληθεί ειδική εισφορά αλληλεγγύης στις αμοιβές μελών Δ.Σ. της περ. δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 12, καθώς και στο εισόδημα της περ. στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ΚΦΕ.
Επίσης, αντιστοίχως με τα οριζόμενα για το φορολογικό έτος 2021, ορίζεται ότι αν στο φορολογικό έτος 2022 προκύψει προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων που φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία (περ. α’ παρ. 1 άρθρο 34 ), προκειμένου να μην επιβληθεί η ειδική εισφορά αλληλεγγύης στο εισόδημα αυτό, πρέπει τα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη (2020 και 2021), είτε να μην υπάρχει προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων είτε αυτή να έχει καλυφθεί έστω και με εκπρόθεσμη τροποποιητική δήλωση. Στην περίπτωση αυτή, η απαλλαγή στην προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων χορηγείται μόνο εφόσον ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία από τον ιδιωτικό τομέα.
Άρθρο 122 «Κατανομή της ωφέλειας της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4052/2012-Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 21 και παρ. 75 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.»
Με τις διατάξεις του άρθρου 122 προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 21 του Κ.Φ.Ε. παράγραφος 7, με την οποία ορίζεται ότι η ωφέλεια επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 4052/2012 (Α’ 41), δηλαδή η δυνατότητα συμψηφισμού του συνολικού ποσού της αυτόματης επιστροφής (clawback) της φαρμακευτικής δαπάνης του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης με ποσοστό επί των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης και επί των δαπανών που αντιστοιχούν σε επενδυτικά σχέδια ανάπτυξης προϊόντων ή υπηρεσιών ή γραμμών παραγωγής, κατανέμεται ισόποσα εντός πέντε (5) φορολογικών ετών αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος εντός του οποίου θα προκύψει η ωφέλεια. Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται από το φορολογικό έτος 2020 και επόμενα.
Δείτε την εγκύκλιο 2125/2021 στο φορολογικό αρχείο του κόμβου