Λόγος αναίρεσης γίνεται καθ’ ερμηνεία του δικογράφου αντιληπτός ως λόγος αναθεώρησης και παραπέμπεται προς εξέταση στο αρμόδιο για την εκδίκαση της αναθεώρησης Τμήμα
Την αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης, με την οποία επικυρώθηκε ο σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμός συνολικού ποσού 78.603,74 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος της δημόσιας δαπάνης που καταβλήθηκε σε αυτόν για την εκτέλεση του επενδυτικού σχεδίου «Συγκρότημα τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών με παράλληλες δραστηριότητες αγροτουρισμού», επιλήφθηκε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (523/2021).
Ειδικότερα, το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση με ανάκτηση του ως άνω συνολικού ποσού ήταν νόμιμη, διότι ο αναιρεσείων υποβάλλοντας ψευδή και ανακριβή στοιχεία (πλαστά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών) για την είσπραξη της ενίσχυσης, παραβίασε τις υποχρεώσεις, τις οποίες ανέλαβε με την απόφαση περί έγκρισης του επενδυτικού του σχεδίου και ένταξής του στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, η μη νόμιμη καταβολή της χρηματοδότησης, συνεπεία απατηλής συμπεριφοράς του λήπτη αυτής, συνεπάγεται τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων αποκαταστατικού χαρακτήρα, ήτοι την ακύρωση της δημόσιας δαπάνης (δημοσιονομική διόρθωση) και τον καταλογισμό του λήπτη αυτής με το οικείο ποσό. Η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης και ανάκτησης πρέπει να φέρει ως αναγκαίο στοιχείο του κύρους της πλήρη και ειδική αιτιολογία, υπό την έννοια ότι πρέπει να περιλαμβάνεται σε αυτήν αφενός μεν η νομική αιτία που δικαιολογεί την επιβολή της, δηλαδή το νομικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται, αφετέρου δε τα ακριβή πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παραβίαση των κρίσιμων κανόνων και δικαιολογούν τη μερική ή ολική ακύρωση της δημόσιας συνεισφοράς.
Απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου πρώτο λόγο αναίρεσης, το δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης είναι αιτιολογημένη, καθόσον φέρει επί του σώματος αυτής την αναγκαία ιστορική και νομική αιτία θεμελίωσης του καταλογισμού, συμπληρώνεται δε περαιτέρω με παραπομπή στην οικεία έκθεση ελέγχου.
Ως αβάσιμος απορρίφθηκε ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο η πληττόμενη απόφαση δεν διελάμβανε επαρκή αιτιολογία κατά το μέρος που υιοθέτησε τα πορίσματα του ελέγχου της φορολογικής αρχής, θεωρώντας δεδομένη την εικονικότητα των επίδικων τιμολογίων, τόσο ως προς το πρόσωπο του εκδότη όσο και ως προς την αξία, χωρίς να εκφέρει ίδια κρίση και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, το δικάσαν Τμήμα εξέφερε ίδια κρίση περί της εικονικότητας, συνεκτιμώντας το σύνολο των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον τρίτο προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, το Δικαστήριο δεσμεύεται, κατά τη διάταξη του άρ. 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, από την αμετάκλητη ποινική απόφαση που κήρυξε αθώο τον αναιρεσείοντα του εγκλήματος της τέλεσης απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν το πραγματικό της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, το τεκμήριο αθωότητας αξιώνει όπως η αθώωση κατηγορουμένου με αμετάκλητη απόφαση γίνει σεβαστή σε κάθε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία, ποινική ή μη, η οποία είναι συναφής ή παρεπόμενη της ποινικής δίκης. Συνεπώς, αιτιολογίες μεταγενέστερης δικαστικής απόφασης με τις οποίες τίθεται εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα, παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας. Η έκφραση απλώς και μόνον υποψίας στην παρεπόμενη δίκη σχετικά με την ενοχή του αμετακλήτως αθωωθέντος παραβιάζει το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, η αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου πρέπει να προσκομίζεται ενώπιον του Τμήματος, στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει η εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας. Απόφαση ποινικού δικαστηρίου που προσκομίζεται το πρώτον στην κατ’ αναίρεση δίκη δεν λαμβάνεται υπόψη, καθόσον δι’ αυτής δεν προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση νομική πλημμέλεια περιλαμβανόμενη σε αυτές που μπορεί να στοιχειοθετήσουν λόγο παραδεκτώς προβαλλόμενο με το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης αναιρέσεως.
Το δικαστήριο εξέφρασε αρχικά την άποψη πως ο λόγος αυτός, με τον οποίο ζητείται η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στην επίδικη υπόθεση, προβάλλεται απαραδέκτως στην κατ’ αναίρεση δίκη.
Ωστόσο, παρατηρώντας ότι εν προκειμένω η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δημοσιεύθηκε και κατέστη αμετάκλητη μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικάσαν Τμήμα, διαπίστωσε πως η διαμορφωθείσα δικονομική κατάσταση οδηγεί σε λύση μη συμβατή προς την υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας.
Κατόπιν τούτων, κρίθηκε ότι επιβάλλεται ο τρίτος λόγος αναίρεσης να γίνει καθ’ ερμηνεία του δικογράφου αντιληπτός ως λόγος αναθεώρησης, πρέπει δε να κριθεί ότι στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, στο οποίο διατυπώθηκε ο λόγος αυτός, σωρεύεται και αίτηση αναθεώρησης, η οποία, μη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία της Ολομελείας δικάζουσας κατ’ αναίρεση, πρέπει να παραπεμφθεί προς εξέταση στο αρμόδιο προς εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης Τμήμα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ : 48. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο τρίτος λόγος με τον οποίο ζητείται η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας στην επίδικη υπόθεση προβάλλεται απαραδέκτως στην κατ’ αναίρεση δίκη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω στη σκέψη 46.
49. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου την οποία επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων (σκέψη 23) δημοσιεύθηκε και κατέστη αμετάκλητη μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικάσαν Τμήμα και ότι σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά δεν είναι επιτρεπτό στο Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζον αναιρετικά κατά την παρούσα διαδικασία να λάβει παραδεκτώς υπόψη του την εν λόγω αθωωτική απόφαση, προκειμένου να εξετάσει την επιρροή της στην κρινόμενη υπόθεση.
50. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει στο σημείο αυτό ότι, κατά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν τη νομική προστασία που απορρέει για τους διαδίκους από το άμεσο αποτέλεσμα του ενωσιακού δικαίου και να πράττουν οτιδήποτε είναι αναγκαίο προκειμένου να καμφθούν οι εθνικές διατάξεις που ενδεχομένως εμποδίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου (απόφαση ΔΕΚ της 14.12.1995, C-312/1993, Peterbroeck, Van Campnhout & Cie SCS, σκ. 9). Όμως, η δικονομική κατάσταση που έχει προκύψει στην κρινόμενη υπόθεση (σκέψη 48) οδηγεί σε λύση μη συμβατή με τις απαιτήσεις που απορρέουν από υπερεθνικές δεσμεύσεις της ελληνικής έννομης τάξης αναφορικά με τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας (απόφαση ΔΕΚ της 14.12.1995, C-312/1993, Peterbroeck Van Campenhout & SCS, σκ. 17-21).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.