Της Ελένης Μπότα
Στροφή σε κατοικίες με μεγαλύτερους χώρους, ώστε να καλύπτουν με άνεση τις στεγαστικές τους ανάγκες, πραγματοποιούν τον τελευταίο καιρό οι Έλληνες αγοραστές ακινήτων. Καθοριστικοί παράγοντες επιλογής ενός διαμερίσματος, μίας μονοκατοικίας ή μεζονέτας αποτελούν εκτός της τοποθεσίας και της ηλικίας, το εμβαδόν και η διαρρύθμισή του, ενώ αποδεικνύεται ότι 4 στα 10 ακίνητα που πωλούνται πανελλαδικά είναι επιφάνειας άνω των 90 τετραγωνικών μέτρων.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία πώλησης οικιστικών ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν το 2020 σε πανελλαδικό επίπεδο μέσω της RE/MAX Ελλάς την υψηλότερη ζήτηση εμφάνισαν κατοικίες με εμβαδόν από 71 έως 90 τ.μ. καθώς, για κάθε 100 αγοραπωλησίες, οι 23 αφορούσαν τα συγκεκριμένα τετραγωνικά ενώ σημαντικό ήταν το αγοραστικό ενδιαφέρον για τα ακίνητα έως 50 τ.μ. (19%).
Συνολικά, η κατηγορία ακινήτων έως 90 τ.μ. επιλέχθηκε από το 59% του συνόλου των αγοραστών, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ακίνητα εμβαδού άνω των 171 τ.μ. επέλεξαν 14 στους 100 αγοραστές, τη στιγμή που τη συγκεκριμένη κατηγορία ακινήτων, πριν ξεσπάσει η πανδημία, είχαν επιλέξει μόλις 4 στους 100.
Για τις υπόλοιπες κατηγορίες οικιστικών ακινήτων, τα στοιχεία, βάσει των αγοραπωλησιών που πραγματοποιήθηκαν το 2020 μέσω του κτηματομεσιτικού δικτύου της RE/MAX Ελλάς, δείχνουν ότι το ενδιαφέρον για εμβαδό από 51 έως 70 τ.μ. ανήλθε στο 17%, για εμβαδό από 91 έως 110 τ.μ. στο 13%, από 111 έως 130 τ.μ. στο 6%, από 131 έως 150 τ.μ. στο 3% και από 151 έως 170 τ.μ. στο 5%.
Στην Αττική, προτιμήθηκαν σε ποσοστό 69% οι κατοικίες εμβαδού έως 110 τ.μ. ενώ αξιοσημείωτο ήταν το ενδιαφέρον για μεγάλες κατοικίες άνω των 170 τ.μ., καθώς το ποσοστό των αγοραστών άγγιξε το 14%. Την ίδια στιγμή, μικρές κατοικίες εμβαδού έως 50 τ.μ. επέλεξαν 15 στους 100 αγοραστές και μεσαίες κατοικίες από 51 έως 70 τ.μ. το 18%. Πρωταθλήτρια κατηγορία από πλευράς συναλλαγών αναδείχθηκε εκείνη με τα οικιστικά ακίνητα εμβαδού από 71 έως 90 τ.μ. σε ποσοστό 21%.
Στη Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται για διαμερίσματα εμβαδού από 71 έως 90 τ.μ. σε ποσοστό 34%, ενώ ακολουθούν τα μικρά διαμερίσματα επιφάνειας έως 50 τ.μ. σε ποσοστό 21%.
Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό αγοραπωλησιών για ακίνητα επιφάνειας από 51 έως 70 τ.μ. σε ποσοστό 17%. Αθροιστικά, ακίνητα εμβαδού από 111 τ.μ. και άνω κάλυψαν το αγοραστικό ενδιαφέρον σε ποσοστό 15% επί του συνόλου, τη στιγμή που μόνο η κατηγορία από 91 έως 110 τ.μ. “κέρδισε” το 13% των αγοραστών.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα (εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης), κυριαρχούν στην προτίμηση των αγοραστών σε ποσοστό 56% κατοικίες εμβαδού έως 90 τ.μ., ενώ σημαντικό είναι το ενδιαφέρον για ακίνητα 171 τ.μ. και άνω σε ποσοστό 21%. Αξίζει να επισημανθεί ότι την περίοδο πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού, το ποσοστό για την κατηγορία αυτή στις περιοχές της χώρας εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης ήταν μόλις στο 3%.
Υψηλές οι δαπάνες των νοικοκυριών για κατοικίες
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, βρίσκεται στην κορυφή των χωρών της Ε.Ε., με το ποσοστό των νοικοκυριών που οι δαπάνες τους για κατοικία ξεπερνά το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους να βρίσκεται στο 36,2%. Ακολουθούν η Βουλγαρία και η Δανία με ποσοστά 16% και 15,6%, αντίστοιχα, την ίδια ώρα που ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. φθάνει μόλις στο 10,2% επί του συνολικού πληθυσμού.
Το 41% των νοικοκυριών στη χώρα μας είναι επιβαρυμένα με μηνιαία κόστη που αφορούν είτε το ενοίκιο είτε τη δόση του στεγαστικού τους δανείου είτε τα έξοδα διαχείρισης της κατοικίας που ως σύνολο ξεπερνούν το 40% του συνολικού εισοδήματός τους.
Με σημαντική απόσταση, ως προς τα βάρη αυτά, να ακολουθούν η Βουλγαρία με 29,3% των νοικοκυριών και η Κύπρος με 17,6%.
Όπως ανέφερε και σε πρόσφατη έρευνά της η Cerved Property, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και ως αποτέλεσμα αυτής, μειώθηκε αισθητά ο ρυθμός ανακαίνισης αλλά και νέων επενδύσεων σε αστικά ακίνητα. Αυτό οδήγησε σε περιορισμό της προσφοράς ποιοτικών κατοικιών παρόλο ότι στη μετα-COVID 19 περίοδο αυξήθηκε έστω και σε χαμηλά ποσοστά ο ρυθμός έναρξης κατοικιών. Το αποτέλεσμα ήταν, σε αρκετές περιοχές της Αττικής, οι μέσες τιμές τους να διατηρούνται σε σχετικά υψηλά επίπεδα.
Βασικές αιτίες για αυτό ήταν η Golden Visa και η διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Επίσης οι ασχολούμενοι με την ανάπτυξη ακινήτων, που έχουν αγοράσει οικόπεδα σε ανταγωνιστικές τιμές, συνεχίζουν να ολοκληρώνουν σταδιακά συγκροτήματα κατοικιών με μέσα επίπεδα τιμολόγησης.
Σύμφωνα, πάντως, με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το πρώτο τρίμηνο του έτους, οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 3,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020. Για το σύνολο του 2020 και με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,3%, έναντι αύξησης 7,2% το 2019. Πέρυσι, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, η μέση ετήσια αύξηση των τιμών ήταν 4,7% για τα νέα διαμερίσματα, έναντι αύξησης 7,7% το 2019, ενώ η αντίστοιχη αύξηση για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 4,0% το 2020, έναντι αύξησης 6,9% το 2019.