Η προσπάθεια της χώρας να μειώσει τον δανεισμό και παράλληλα το εξωτερικό χρέος, δε φαίνεται να έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία την τελευταία πενταετία
Στοιχεία της Eurostat μας δείχνουν ότι το 2020 έκλεισε με εξωτερικό χρέος ύψους € 341 δις, το υψηλότερο μετά το 2011, που αντιστοιχεί στο ανησυχητικό 205% του ΑΕΠ, παρά τον οικονομικό «γολγοθά» τον οποίο ανέβηκε η χώρα από το ξέσπασμα της κρίσης έως και σήμερα. Παράλληλα, ο κρατικός προϋπολογισμός εμφανίστηκε ελλειμματικός για πρώτη φορά μετά το 2015, καταγράφοντας έλλειμμα €16,1 δις, ήτοι 9% του ΑΕΠ, όπως φαίνεται και στους παρακάτω πίνακες. Εν συντομία, «η περίοδος χάριτος» έλαβε τέλος και το ελληνικό κράτος καλείται για ακόμη μια φορά να αγωνιστεί σκληρά για να μην κατρακυλήσει στην παγίδα της ύφεσης, όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν.
Ανατρέχοντας στο 2015, το εθνικό χρέος άγγιξε τα € 311,7 δις, δηλαδή 177% του ΑΕΠ, ενώ παράλληλα το έλλειμμα ξεπερνούσε τα € 10,3 δις, αγγίζοντας το 6% του ΑΕΠ. Την επόμενη χρονιά, το 2016, το χρέος αυξήθηκε περαιτέρω, φτάνοντας στα € 315 δις (180% του ΑΕΠ), ενώ καταγράφηκε ασθενές πλεόνασμα της τάξης του 0,2% του ΑΕΠ (€ 424 εκατομμύρια). Έτσι, στην περίοδο της κρίσης και μετά από πολλά χρόνια ύφεσης, παρατηρείται το 2016 μία στοιχειώδης βελτίωση της κατάστασης.
Το 2017, υπήρξε επίσης -ελαφρά- αύξηση του χρέους, στα € 317,4 δις, που αντιστοιχούσε όμως σε μικρότερο ποσοστό επί του ΑΕΠ (179,2%), λόγω της υψηλότερης αναλογικά αύξησης του ΑΕΠ. Ακόμη, το πλεόνασμα ξεπέρασε το € 1 δις (0,6% του ΑΕΠ), υποδηλώνοντας μια σχετικά θετική οικονομική πορεία.
Ωστόσο, σημαντική αύξηση των εξωτερικών υποχρεώσεων σημειώθηκε το 2018, με το χρέος φθάνει στα € 334,7 δις, όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 1), σκαρφαλώνοντας παράλληλα στο 186,2% του ΑΕΠ. Εντούτοις, αυξημένο ήταν επίσης και το δημοσιονομικό πλεόνασμα, καθώς ξεπέρασε το € 1,6 δις, περίπου 1% του ΑΕΠ, απόρροια των δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Το 2019, στη συνέχεια, αποτέλεσε την πρώτη χρονιά που ο δανεισμός μειώθηκε αισθητά, γεγονός που μεταξύ άλλων, επηρέασε θετικά τους δείκτες της οικονομίας, αφού το δημόσιο χρέος μειώθηκε κατά περίπου € 3 δις, η πρώτη φορά που συνέβη κάτι αντίστοιχο κατά την τελευταία πενταετία. Συγκεκριμένα, το χρέος διαμορφώθηκε στα € 331 δις (180,5% του ΑΕΠ), με παράλληλη άνοδο του πλεονάσματος στα περίπου € 2 δις (1,1% του ΑΕΠ). Τα παραπάνω θετικά δεδομένα έμελλαν να συνεχιστούν και για την επόμενη χρονική περίοδο, μέχρι όμως την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19, που ανέστειλε εκ νέου την όποια πρόοδο είχε σημειωθεί.
Παρακάτω παρουσιάζεται διαγραμματικά το ελληνικό εθνικό χρέος την περίοδο 2015-2020, με στοιχεία αντλημένα από τη Eurostat.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το παραπάνω διάγραμμα, όπου παρατίθεται το ελληνικό χρέος ανά έτος για την περίοδο 2015-2020, παρατηρείται σταδιακή άνοδος των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας τα τελευταία χρόνια. Από τα € 311,729 δις το 2015, σε € 315 δις το 2016 και € 317,481 δις το 2017. Η μεγαλύτερη αύξηση έλαβε χώρα το επόμενο έτος, αφού το 2018 το χρέος άγγιξε τα € 334,721 δις, με τη μικρή πτώση της επόμενης χρονιάς στα € 331 δις (2019) να ακολουθεί μια νέα μεγέθυνση του χρέους το 2020, όταν και ξεπέρασε τα € 341 δις.
Στη συνέχεια παρουσιάζεται διαγραμματικά ο ελληνικός κρατικός προϋπολογισμός: έλλειμμα/πλεόνασμα ανά έτος για την περίοδο 2015-2020, με στοιχεία αντλημένα από τη Eurostat.
Όπως φαίνεται και στο παραπάνω διάγραμμα, όπου παρουσιάζεται το έλλειμμα ή πλεόνασμα του δημόσιου προϋπολογισμού για την περίοδο 2015-2020, παρατηρείται σημαντική κάμψη το 2015 και το 2020, με μια ενδιάμεση περίοδο σχετικά θετικής εξέλιξης των εν λόγω μεγεθών. Πιο συγκεκριμένα, το έλλειμμα έφτασε τα € 10,359 δις το 2015, ενώ τις επόμενες 4 χρονιές υπήρξε πλεόνασμα, με σταδιακή άνοδο του κάθε χρόνο: € 424 εκ. το 2016, € 1,023 δις το 2017, € 1,67 δις το 2018 και € 2,099 δις το 2019. Κατακόρυφη επιδείνωση στα δημοσιονομικά μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού επήλθε το 2020, όταν και υπήρξε έλλειμμα ύψους € 16,13 δις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών κατά την πενταετία 2015-2020 αξιοποιήθηκε πλήρως η διαθέσιμη ταμειακή ρευστότητα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, μέσω εφαρμογής προγράμματος πράξεων διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας υπό τη μορφή Repo agreements, τις οποίες συνάπτει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ).
Τα Repo μέσω των οποίων πραγματοποιήθηκε ο δανεισμός από το ελληνικό κράτος είναι οι λεγόμενες συμφωνίες επαναγοράς (Repurchase Agreement), οι οποίες αποτελούν βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, μεταξύ ενός αγοραστή και ενός οφειλέτη, που συνίστανται σε πώληση ενός χρεογράφου μικρού κινδύνου, συνήθως εντόκων γραμματίων δημοσίου. Ένας οφειλέτης (πχ. ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός) εκδίδει ένα repo κάνοντας συμφωνία να πουλήσει χρεόγραφα σε έναν δανειστή σε μία συγκεκριμένη τιμή και ταυτόχρονα συμφωνεί να τα επαναγοράσει σε μία μελλοντική στιγμή και σε μία συγκεκριμένη τιμή. Η διαφορά μεταξύ των δύο τιμών είναι η απόδοση του δανειστή. Τα repos εξυπηρετούν στην κάλυψη άμεσων αναγκών ρευστότητας και η διάρκειά τους είναι συνήθως μεταξύ μιας νύχτας, έως ενός μήνα.
Ακόμη, πραγματοποιήθηκε έκδοση ομολόγων, ενώ υπήρξε επίσης ενίσχυση μέσω δανείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Μηχανισμού Στήριξης (European Stability Mechanism – ESM), καθώς και μέσω άλλων πηγών. Όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα, το μέγεθος του δανεισμού παρέμενε υψηλό, με μοναδική εξαίρεση το 2019 όπου σημειώθηκε αξιοσημείωτη μείωση στη σύναψη νέων δανείων.
Πιο συγκεκριμένα, το 2015 οι εκδόσεις χρέους άγγιξαν τα € 54.086 δις. και αποτελούνταν από τα μακροπρόθεσμα δάνεια του Μηχανισμού́ Στήριξης (ESM) ύψους €21.426 εκ. και του European Financial Stabilization Mechanism (EFSM), €7,160 εκ. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων συνέβαλε με €620 εκ.. Με την κρίση να βρίσκεται στο απόγειο της και με τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς να οδηγούν τελικά στην υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου, εκταμιεύθηκαν τα παραπάνω υπέρογκα ποσά από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας, με νέα μέτρα λιτότητας να αποφασίζονται παράλληλα. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιήθηκαν γραμμάτια ύψους € 40.879 εκ. κατά τη διάρκεια της χρονιάς, όπως και αναχρηματοδότηση βραχυχρόνιου χρέους REPO που ανήλθε στο €1,395 εκ.
Την επόμενη χρονιά, οι εκδόσεις χρέους άγγιξαν τα € 36.921 δις. και η μεσοσταθμική διάρκειά του νέου δανεισμού διαμορφώθηκε στα 13,1 έτη. Ο δανεισμός προήλθε από τα μακροπρόθεσμα δάνεια του ESM, ύψους €10.300 εκ. και €368 εκ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, συνέχεια της συμφωνίας της προηγούμενης χρονιάς που προέβλεπε την παροχή Ευρωπαϊκών δανείων στην Ελλάδα σε βάθος τριετίας. Το stock των εντόκων γραμματίων που εκδόθηκαν έφτασε στα €14.890 εκ., ενώ η αναχρηματοδότηση βραχυχρόνιου χρέους με συμφωνίες REPO ήταν στα €1.363 εκ.
Κατά το 2017, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Προϋπολογισμού που καλύφθηκαν με δανεισμό άγγιξαν τα € 44.364 δις., αυξημένες σε σχέση με το 2016 και εξυπηρετήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους μέσω ομολόγων που ανήλθαν στα € 42.088 εκ. Εξ αυτών, € 8.500 εκ. προήλθαν από τον ESM και € 713 εκ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Ακόμη, € 3.000 εκ. προήλθαν από την έκδοση νέου 5 έτους ομολόγου, € 41.140 εκατ. από έκδοση εντόκων γραμματίων 13 και 26 εβδομάδων (με το stock να φτάνει τα € 14.944 εκ.) και τέλος € 3.568 εκατ. κατέστησαν διαθέσιμα μέσω της αναχρηματοδότησης βραχυχρόνιου χρέους REPO. Η χρονιά αυτή χαρακτηρίστηκε από σημαντική αύξηση στην αξία των γραμματίων που εκδόθηκαν καθώς και την έκδοση του ομολόγου (πρώτου μετά το 2014), που τουλάχιστον θεωρητικά, αποτέλεσαν ενθαρρυντικά στοιχεία για την πορεία της οικονομίας.
Το 2018 η ανάγκη για δανεισμό ανήλθε σε € 34.640 δις. Τα έξοδα καλύφθηκαν, κατά κύριο λόγο από €21.700 εκατ., προερχόμενα από το ESM, τελευταία χρονιά που η Ελλάδα λάμβανε ενίσχυση όπως προβλεπόταν στο 3ο μνημόνιο. Άλλα €3.000 εκατ. αντλήθηκαν έπειτα από την έκδοση του 7ετούς ομολόγου, ενώ €36 εκατ. διέθεσε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Επίσης, €9,590 εκατ. προήλθαν από έκδοση νέου βραχυχρόνιου χρέους REPO. Να σημειωθεί ότι η μεσοσταθμική διάρκεια του δανεισμού για το 2018 διαμορφώθηκε στα 19,8 έτη, ένα θετικό στοιχείο για τον οικονομικό σχεδιασμό. Ωστόσο, ο δανεισμός παρέμεινε, αναπόφευκτα, σε υψηλά επίπεδα για μία ακόμα χρονιά, όπως φαίνεται και στον πίνακα, σε ανάλογο επίπεδο με τις προηγούμενες δύο χρονιές.
Το 2019 σημειώθηκε τελικά, έπειτα από αρκετά χρόνια, μια σημαντική μείωση στην έκδοση νέου χρέους, καθώς ο δανεισμός ανήλθε στα € 13.387 δις., με τη μεσοσταθμική διάρκεια του να φτάνει τα 4,05 έτη. Οι εισροές αυτές προήλθαν κατά κύριο λόγο, από εκδόσεις ομολόγων της Εθνικής Τράπεζας. Αξίζει να αναφερθεί, ότι εκείνη την χρονιά η χώρα προέβη στην έκδοση 10ετούς ομολόγου για πρώτη φορά από το 2010, ακόμα μια εν δυνάμει θετική εξέλιξη όσον αφορά την σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας. Ωστόσο, η διόγκωση των δημοσιονομικών κενών του 2020 και η αναπόφευκτη, επιτακτική ανάγκη για εισροή βοήθειας, έθεσαν εκ νέου εμπόδια σε αυτή την σχετική πρόοδο.
Παρακάτω παρουσιάζεται διαγραμματικά η πορεία του ελληνικού δανεισμού την περίοδο 2015-2019, σύμφωνα με τις ετήσιες αναφορές του Υπουργείου Οικονομικών.
Όπως φαίνεται και στο παραπάνω διάγραμμα, όπου καταγράφεται το ύψος του εθνικού δανεισμού ανά έτος για την περίοδο 2015-2019, δηλαδή την έκδοση νέου χρέους ανά έτος, υπήρξε σταδιακή μείωση από το 2015 και εντεύθεν, όμως ο δανεισμός παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα. Πιο αναλυτικά, το 2015, η έκδοση νέου χρέους έφτασε τα € 54,086 δις, το 2016 τα € 36,921 δις, ενώ το 2017 αυξήθηκε ξανά, αγγίζοντας τα € 44,364 δις. Σχετική μείωση σημειώθηκε τις δύο επόμενες χρονιές, καθώς το 2018 ο δανεισμός έπεσε στα € 34,64 δις, ενώ σημαντική πτώση επήλθε το 2019, όταν και η χώρα σύναψε δανειακές συμφωνίες συνολικού ύψους € 13,387 δις.
Γενικά, η προσπάθεια της χώρας να μειώσει τον δανεισμό και παράλληλα το εξωτερικό χρέος, δε φαίνεται να έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία την τελευταία πενταετία. Ενώ ο συνολικός δανεισμός που συνάφθηκε για την κάλυψη των αναγκών εμφανίζεται μειωμένος το 2019, εντούτοις, το εθνικό χρέος παρέμεινε άνω των €330 δις, ακολουθώντας ανοδική πορεία τα προηγούμενα χρόνια, έστω και με κάποιες αυξομειώσεις. Το χρέος διογκώθηκε περαιτέρω το 2020, ως συνέπεια της πανδημίας και της οικονομικής “παράλυσης” που αυτή επέφερε.
Παράλληλα, οι δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2020 εκτινάχθηκαν. Η κρίση έθεσε εκτός πορείας τον κρατικό προϋπολογισμό και το δανειακό πρόγραμμα, καθώς υπολογίζεται ότι η Ελλάδα προχώρησε σε υπερδιπλάσιο δανεισμό σε σχέση με τον προβλεπόμενο. Αναπόφευκτα, οι επιπτώσεις που έχουν επέλθει όσον αφορά την έκδοση νέου χρέους, επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία, με μακροχρόνιους κινδύνους να επαπειλούνται για το εθνικό χρέος.
* Το Praxis Now είναι μία φοιτητική ερευνητική ομάδα που δημιουργήθηκε και καθοδηγείται από τον Καθηγητή Οικονομικών Γιάννη Μαραγκό στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Σε αυτό το άρθρο συμμετέχουν οι φοιτητές/ριες: Αναστασία Αθιανά, Χρήστος Λειβαδίτης, Μαρία Ραχήλ Μπιούτου