Οι εργασιακές συμβάσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των Τ.Ε.Ι., ελλείψει της υπαλληλικής ιδιότητας αυτών, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας
Στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, εάν οι προσλαμβανόμενοι δυνάμει της διάταξης του άρ. 19 § 1 εδ. α’, β’ του Ν. 1404/1983 παρέχοντες διδακτικό και ερευνητικό έργο στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τελούν υπό σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή μη και εάν τυγχάνουν επ’ αυτών εφαρμογής οι διατάξεις του άρ. 8 §§ 1 εδ. α’ και 3 του Ν. 2112/1920 και 103 §§ 7 & 8 του Συντάγματος.
Το ανώτατο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση πως οι εργασιακές συμβάσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των Τ.Ε.Ι., ελλείψει της υπαλληλικής ιδιότητας αυτών, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας (ΟλΑΠ 3/2021).
Ειδικότερα, η σχέση του επί συμβάσει προσωπικού προς τα Τ.Ε.Ι. για την παροχή του εν λόγω διδακτικού και ερευνητικού έργου δεν είναι αυτή της εξαρτημένης εργασίας, κατά την έννοια των άρ. 648 § 1 του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, ούτε υποκρύπτεται στις ειδικές αυτές συμβάσεις τέτοια σχέση. Με την πρόσληψη δε, επί βάσεως ακαδημαϊκού έτους ή εξαμήνου, τέτοιων καθηγητών δεν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Τ.Ε.Ι., αποκλειομένης, έτσι, της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και, συνεπώς, και του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, επί πλειόνων καταρτισθεισών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου του εργαζομένου, για το χαρακτηρισμό αυτών ως ενιαίας σύμβασης (ή σχέσης) εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρ 648 § 1 του ΑΚ, 6 του Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, κρίσιμα εξεταστέα ζητήματα είναι, εάν ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, εάν οι συμβάσεις έχουν το χαρακτήρα της διαδοχικότητας και, τέλος, εάν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνται από τη φύση τους, ήτοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη και ο καθορισμένος χρόνος διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές.
Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, το εκπαιδευτικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του άρθρου 19 § 1α’ ν. 1404/1983, αποτελεί βαθμίδα καθηγητικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι. και συνδέεται με αυτά με ειδική σύμβαση εργασίας, λόγω του πλήρως αυτοδιοίκητου των Τ.Ε.Ι. κατά το Σύνταγμα, η αυτοτέλεια των οποίων περιλαμβάνει προεχόντως την εξουσία εκλογής δια των ιδίων αυτών οργάνων του διδακτικού – ερευνητικού προσωπικού τους, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ιδρυτικού τους νόμου. Το εκπαιδευτικό αυτό προσωπικό επιτελεί δημόσιο λειτούργημα, γεγονός που σημαίνει ότι συνδέεται με χαλαρότερη, σε σχέση με το δημόσιο υπάλληλο, σχέση εξάρτησης προς τις προϊστάμενες αρχές του, ότι διαθέτει ευχέρεια πρωτοβουλιών και επιλογών και ότι στελεχώνει ανώτερες βαθμίδες της πολιτειακής δομής. Τα στοιχεία αυτά, κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, δεν προσιδιάζουν στην υπαλληλική ιδιότητα που απαιτεί η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Άλλωστε, το προσωπικό αυτό αντιδιαστέλλεται σαφώς από το διοικητικό προσωπικό των ΤΕΙ, επί του οποίου, κατά τους ορισμούς του νόμου, εφαρμόζονται οι κείμενες για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους διατάξεις, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπαλληλική σχέση του με το Τ.Ε.Ι..
Περαιτέρω, το δικαστήριο διαπίστωσε πως ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας στις συμβάσεις των εκτάκτων εκπαιδευτικών μελών από τα Τ.Ε.Ι. υπαγορεύεται από αντικειμενικούς λόγους και δεν ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας εργασιακών διατάξεων, καθότι οι έκτακτοι αυτοί συνεργάτες καλύπτουν έκτακτες και απρόβλεπτες εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος, όπως περιόδους κενών θέσεων σε κάθε τμήμα, είτε από αποχωρήσεις εκπαιδευτικού προσωπικού ή νόμιμης απουσίας τους, όπου οι διαδικασίες εκλογής μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού είναι χρονοβόρες, είτε από ίδρυση νέων τμημάτων, καθώς και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του Ιδρύματος.
Ενόψει δε των πρόσκαιρων αυτών αναγκών των Ιδρυμάτων, η διαδικασία πρόσληψης του έκτακτου αυτού εκπαιδευτικού προσωπικού είναι συνοπτική και ταχεία, δεν γίνεται με τη διαδικασία, τη δημοσιότητα, την αυστηρότητα, τις απαιτήσεις και τον έντονο ανταγωνισμό που ισχύει για την επιλογή των τακτικών καθηγητών, είναι μειωμένα τα προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψή τους, είναι διαφορετικές οι διαδικασίες εκλογής, δεν διεξάγεται έλεγχος νομιμότητας από το ΥΠΑΙΘ και οι προκηρύξεις για την πρόσληψή τους λαμβάνουν μειωμένη δημοσιότητα. Δεν πρόκειται δε για ανανεώσεις συμβάσεων, αλλά για νέες συμβάσεις κατόπιν προκήρυξης κάθε έτος.
Επισημάνθηκε, επίσης, πως όλοι οι έκτακτοι αυτοί συνεργάτες έχουν το δικαίωμα της παράλληλης απασχόλησης, γεγονός που σημαίνει ότι, εκ παραλλήλου με τη διδασκαλία τους , μπορούν να απασχολούνται οπουδήποτε στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, χωρίς να ισχύουν για αυτούς ασυμβίβαστα και οι περιορισμοί που ισχύουν για τους τακτικούς εκπαιδευτικούς.
Απόσπασμα της απόφασης
Συνεπώς, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το εκπαιδευτικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του άρθρου 19 § 1α’ ν. 1404/1983 αποτελεί βαθμίδα καθηγητικού προσωπικού των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και συνδέεται με αυτά με ειδική σύμβαση εργασίας, λόγω του πλήρως αυτοδιοίκητου των ΤΕΙ κατά το Σύνταγμα, η αυτοτέλεια των οποίων περιλαμβάνει προεχόντως την εξουσία εκλογής δια των ιδίων αυτών οργάνων του διδακτικού -ερευνητικού προσωπικού τους, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω ιδρυτικού τους νόμου (1404/1983), επιτελεί δε (το εκπαιδευτικό αυτό προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου) δημόσιο λειτούργημα, που σημαίνει ότι συνδέεται με χαλαρότερη, σε σχέση με το δημόσιο υπάλληλο, σχέση εξάρτησης προς τις προϊστάμενες αρχές του, ότι διαθέτει ευχέρεια πρωτοβουλιών και επιλογών και ότι στελεχώνει ανώτερες βαθμίδες της πολιτειακής δομής, στοιχεία τα οποία δεν προσιδιάζουν στην υπαλληλική ιδιότητα που απαιτεί η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Άλλωστε, το προσωπικό αυτό αντιδιαστέλλεται σαφώς από το διοικητικό προσωπικό των ΤΕΙ, επί του οποίου, κατά τους ορισμούς του νόμου, εφαρμόζονται οι κείμενες για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους διατάξεις, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπαλληλική σχέση του με το ΤΕΙ. Επομένως, οι άνω εργασιακές συμβάσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των Τ.Ε.Ι., ελλείψει της υπαλληλικής ιδιότητας αυτών, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Το αντίθετο (ότι πρόκειται για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας) ουδόλως συνάγεται από το ότι ο νόμος κάνει λόγο για σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αφού ο χαρακτηρισμός της έννομης σχέσεως ως σύμβασης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ούτε προκύπτει εξαρτημένη εργασία και από το περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας του εκπαιδευτικού αυτού προσωπικού, όπως προσδιορίζεται από το ν. 1404/1983 και το ρυθμιστικό π.δ. 355/1996, αφού ρητά προσλαμβάνονται για να διδάξουν, εντός του συμφωνηθέντος αριθμού ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης, συγκεκριμένο εκπαιδευτικό έργο υψηλού επιπέδου (διδασκαλία στην ανώτατη εκπαίδευση), κατά το δοκούν, βάσει της προκήρυξης και στα πλαίσια του προγραμματισμού και των σχετικών αποφάσεων του οικείου Τομέα που τους ανατίθεται επί αποδείξει με έγγραφο από τον υπεύθυνο της ομάδας μαθημάτων, ελεγχόμενοι μόνο κατά τους όρους καταγγελίας της σύμβασης για σπουδαίο λόγο (που προσδιορίζεται ως υπηρεσιακή ανεπάρκεια, πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων, συχνές απουσίες, διατάραξη της λειτουργίας του Τμήματος ή της Ομάδας Μαθημάτων, έλλειψη πνεύματος συνεργασίας με τα όργανα του Ιδρύματος ή τους λοιπούς εκπαιδευτικούς) και αναλογικά κατά τις διατάξεις περί πειθαρχικού δικαίου, που ισχύουν για το μόνιμο Ε.Π. και Ε.Ε.Π., συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων του Τ.Ε.Ι. με τα τακτικά μέλη του Ε.Π. με δικαίωμα λόγου χωρίς ψήφο και δεν υποβάλλονται σε ιδιαίτερη δέσμευση και εξάρτηση από τον εργοδότη (ΤΕΙ), που να δικαιολογεί την ειδική προστασία τους από το εργατικό δίκαιο, ώστε να καθιστά την εργασία τους εξαρτημένη.
Σε κάθε περίπτωση, για τα ιδρύματα αυτά, που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δεν προβλέπεται η πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ώστε οι προσλαμβανόμενοι ως ωρομίσθιο εκπαιδευτικό προσωπικό να τυγχάνουν άνισης μεταχείρισης έναντι τέτοιου προσωπικού από την επανειλημμένη επαναπρόσληψή τους, που γίνεται για την κάλυψη διδακτικών αναγκών των ιδρυμάτων αυτών, όταν τέτοιες ανάγκες ανακύπτουν, ούτε είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η απασχόλησή τους ως ωρομισθίων, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που προβλέπει ο ίδιος ο νομοθέτης, σύμφωνα με τα παραπάνω, απαγορεύοντας ρητά αυτός τη μετατροπή των σχέσεών τους σε αορίστου χρόνου, λόγω ακριβώς της αυτοτέλειας των ιδρυμάτων και των ιδιαίτερων απαιτήσεων να αποτελείται το μόνιμο προσωπικό τους από κορυφαίους επιστήμονες που επιλέγουν τα ίδια τα ιδρύματα, έγινε για να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματά τους από τον εργοδότη έναντι άλλου προσωπικού απασχολουμένου σε αυτό με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας στις συμβάσεις των εκτάκτων εκπαιδευτικών μελών από τα Τ.Ε.Ι. υπαγορεύεται από αντικειμενικούς λόγους και δεν ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας εργασιακών διατάξεων, καθότι οι έκτακτοι αυτοί επιστημονικοί και εργαστηριακοί συνεργάτες καλύπτουν έκτακτες και απρόβλεπτες εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος, όπως περιόδους κενών θέσεων σε κάθε τμήμα, είτε από αποχωρήσεις εκπαιδευτικού προσωπικού (συνταξιοδότηση, παραίτηση) ή νόμιμης απουσίας τους (άδειες), όπου οι διαδικασίες εκλογής μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 16 ν. 1404/1983, είναι χρονοβόρες, είτε από ίδρυση νέων τμημάτων, καθώς και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του Ιδρύματος, που καθορίζονται από τον αριθμό των σπουδαστών που επιλέγουν κάθε διδακτικό εξάμηνο το κάθε μάθημα.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια των συμβατικών τους καθηκόντων οι ανάγκες είναι μεταβαλλόμενες, όπως προκύπτει ευθέως από τις συμβάσεις τους, κατά τις οποίες οι έκτακτοι εκπαιδευτικοί μπορεί να τύχουν αυξομειώσεων στις ώρες απασχόλησής τους, που κυμαίνονται σε ποσοστό 20%. Ενόψει δε των πρόσκαιρων αυτών αναγκών των Ιδρυμάτων, η διαδικασία πρόσληψης του έκτακτου αυτού εκπαιδευτικού προσωπικού είναι συνοπτική και ταχεία, δεν γίνεται με τη διαδικασία, τη δημοσιότητα, την αυστηρότητα, τις απαιτήσεις και τον έντονο ανταγωνισμό που ισχύει για την επιλογή των τακτικών καθηγητών, είναι μειωμένα τα προσόντα που απαιτούνται για την πρόσληψή τους, είναι διαφορετικές οι διαδικασίες εκλογής, δεν διεξάγεται έλεγχος νομιμότητας από το ΥΠΑΙΘ και οι προκηρύξεις για την πρόσληψή τους λαμβάνουν μειωμένη δημοσιότητα. Δεν πρόκειται δε για ανανεώσεις συμβάσεων, αλλά για νέες συμβάσεις κατόπιν προκήρυξης κάθε έτος. Επιπλέον, όλοι οι (έκτακτοι) Συνεργάτες έχουν το δικαίωμα της παράλληλης απασχόλησης (υπό τον περιορισμό ότι δεν μπορούν να απασχοληθούν σε άλλο τμήμα του ίδιου ή άλλου ΤΕΙ και κατά το ωράριο που έχουν δηλώσει), που σημαίνει ότι εκ παραλλήλου με τη διδασκαλία τους μπορούν να απασχολούνται οπουδήποτε στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, χωρίς να ισχύουν γι’ αυτούς ασυμβίβαστα και οι περιορισμοί που ισχύουν για τους τακτικούς εκπαιδευτικούς.
Επομένως, η σύναψη και η διάρκεια των ειδικών συμβάσεων του έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού, που καθορίζεται από το νόμο, υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνται από τη φύση τους και δεν έγιναν προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων της κατηγορίας αυτής.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.