Τι έδειξε η έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
Αυξημένες χρεώσεις ακόμη και κατά 60% μέσα σε ένα χρόνο καλούνται να πληρώσουν ηλεκτρονικά καταστήματα στις πλατφόρμες (marketplaces) που «φιλοξενούνται», γεγονός που σημαίνει σημαντική μείωση των κερδών τους, παρά την αύξηση του τζίρου που επέφερε η πανδημία στο ηλεκτρονικό εμπόριο, ενώ κάποια κάνουν λόγο ακόμη και για απειλή της βιωσιμότητάς τους.
Το παραπάνω εύρημα περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων στην ενδιάμεση κλαδική έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για το ηλεκτρονικό εμπόριο η οποία δημοσιοποιήθηκε αργά χθες το βράδυ. Η πολυσέλιδη έρευνα, η πρώτη που γίνεται σε έναν κλάδο με αλματώδη ανάπτυξη ειδικά τον τελευταίο χρόνο, τίθεται σε δημόσια διαβούλευση έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2021, ενώ η τελική έκθεση θα δημοσιευθεί το αργότερο στα τέλη της τρέχουσας χρονιάς.
Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα αναφέρονται στην έκθεση ενώ σε μία πλατφόρμα το ύψος της χρέωσης που επιβαρύνει τον λιανοπωλητή ήταν 0,05/κλικ, τον Δεκέμβριο του 2019 κυμαινόταν από 0,15-0,19 ευρώ/κλικ για να αυξηθεί έναν χρόνο μετά, τον Δεκέμβριο του 2020 σε 0,23-0,34 ευρώ/κλικ, αύξηση δηλαδή που υπερβαίνει το 53%.
Μέσα μάλιστα στην ίδια χρονιά, το 2020 οι εν λόγω χρεώσεις είχαν αυξηθεί κατά 44% περίπου, καθώς τον Ιούνιο του 2020 κυμαίνονταν από 0,16-0,23 ευρώ. Οι παραπάνω χρεώσεις αφορούν στην κατηγορία των ηλεκτρονικών συσκευών που αποτελεί την πλέον δημοφιλή στις μηχανές αναζήτησης και στα marketplaces. Από την έρευνα, μάλιστα, της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις χρεώσεις σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων προκύπτουν αυξήσεις αυτών μέσα σε μία χρονιά ακόμη και κατά 60%.
Βάσει των στοιχείων που έδωσαν οι πλατφόρμες Skroutz και Public οι προμήθειες ανά κατηγορία προϊόντων κυμαίνονται από 3% έως 12% ανάλογα με την κατηγορία με την υψηλότερη χρέωση να αφορά στα είδη αθλητικής ένδυσης και υπόδησης, ενώ υπάρχουν και πρόσθετες χρεώσεις.
Μία πλατφόρμα επιβαρύνει τον λιανοπωλητή και με πάγια χρεώσης ύψους 39 ευρώ/μήνα ενώ άλλη χρεώνει κόστος διεκπεραίωσης (3,5%), αλλά και ποσοστιαία κλιμακωτή προμήθεια βάσει αξίας παραγγελίας προϊόντων ίδιου λιανοπωλητή. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, κάποιοι λιανοπωλητές ισχυρίστηκαν, αναφερόμενοι στην Skroutz, ότι «οι μονομερείς αυξήσεις της πλατφόρμας κατά τα τελευταία έτη, η οποία εκμεταλλεύεται την ισχυρή της θέση στην αγορά, έχουν ως αποτέλεσμα είτε να απειλείται η βιωσιμότητα της επιχείρησής τους, ή να αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων (λόγω μετακύλισης του κόστους αυτού στον καταναλωτή) ή ακόμα και να στερείται ο επιχειρηματικός χρήστης των αναγκαίων εσόδων για την ανάπτυξή του σε αγορές του εξωτερικού ή για τη διαφήμιση της επιχείρησης και των προϊόντων του».
Το παραπάνω δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα ηλεκτρονικά καταστήματα. Από την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού προκύπτει ακόμη ότι οι προμηθευτές συχνά προβαίνουν όχι μόνο σε προτεινόμενες τιμές πώλησης -κάτι που είναι νόμιμο- αλλά και στον καθορισμό τιμών μεταπώλησης, κάτι που συνιστά σοβαρή παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Ο καθορισμός τιμών μεταπώλησης γίνεται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, ήτοι μέσω της επιβολής συγκεκριμένης κλίμακας εκπτώσεων επί των τιμών λιανικής, ελάχιστης διαφημιζόμενης τιμής, ή καθορισμένου περιθωρίου κέρδους αλλά και ταύτισης των τιμών λιανικής κατά τις διαδικτυακές και μη διαδικτυακές πωλήσεις.
Τέλος, πρόβλημα αντιμετωπίζουν τόσο τα ηλεκτρονικά καταστήματα όσο και οι προμηθευτές τους με τις αξιολογήσεις που υπάρχουν στις μηχανές αναζήτησης. Περίπου 6 στους 10 προμηθευτές που ανέφεραν προβληματισμούς για τη χρήση των συστημάτων αξιολόγησης των προϊόντων, τόνισαν την ύπαρξη κακόβουλων και ψευδών κριτικών με σκοπό τη δυσφήμιση του προϊόντος, οι οποίες συνήθως προέρχονται από ανταγωνιστές. Ουσιαστικά ο προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι, καθώς δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος των αξιολογήσεων από τις πλατφόρμες αναζήτησης, δεν υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου από πλευράς τους του κατά πόσον η αξιολόγηση αφορά σε επιβεβαιωμένο πελάτη Αντίστοιχους προβληματισμούς ανέφερε σχεδόν το σύνολο των λιανοπωλητών όσον αφορά τις αξιολογήσεις των ηλεκτρονικών καταστημάτων. Ειδικότερα, οι περισσότεροι εκ των λιανοπωλητών αμφισβητούν την αξιοπιστία των συστημάτων αξιολόγησης υπό το πρίσμα ότι συχνά δεν «φιλτράρονται» οι αρνητικές ή ψευδείς αξιολογήσεις, δημιουργώντας ουσιαστικά μια πλασματική εικόνα για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου καταστήματος.