Η αποτύπωση του ΝΣΚ για τις υποθέσεις και την πορεία συμμόρφωσης με τις επιταγές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Από τη μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και το τεκμήριο αθωότητας μέχρι την εξέταση μαρτύρων και την άρση βουλευτικής ασυλίας.
Τεκμήριο αθωότητας, πρόσβαση σε δικαστήριο, ισότητα των όπλων, προσωπική ελευθερία, δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων. Είναι μερικά μόνον από τα δικαιώματα πολιτών βάσει διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων, τα οποία συχνά παραβιάζονται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας.
Δεν είναι τυχαίο πως σε πλείστες όσες περιπτώσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει βγάλει «κόκκινη κάρτα» στην Ελλάδα κατά την εξέταση σχετικών υποθέσεων. Σε αυτές αναφέρεται μία συνοπτική καταγραφή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που αποτελεί την αρμόδια αρχή για την ενημέρωση και επιτήρηση εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.
Σε κάποιες περιπτώσεις έχουν αναληφθεί νομοθετικές πρωτοβουλίες προκειμένου να διασφαλιστεί η εναρμόνιση με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ενώ σε άλλες ακόμη υπάρχει εκκρεμότητα και απαιτείται άμεσα λήψη μέτρων.
«Αγκάθι» πάντως είναι το ζήτημα της μη εκτέλεσης αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων από τη Διοίκηση. Το γεγονός αυτό αποτελεί, σύμφωνα με την πραγματοποιούμενη από την Επιτροπή Υπουργών εποπτεία εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, συστημικό πρόβλημα στην Ελλάδα.
Τα μέτρα που λαμβάνονται προς συμμόρφωση στις παραπάνω αποφάσεις επιτηρούνται σε προηγούμενη Σύνοδο η Επιτροπή Υπουργών αποφάσισε να ολοκληρώσει την επιτήρησή της σε υποθέσεις όπου είχαν ληφθεί τα κατάλληλα ατομικά μέτρα συμμόρφωσης και που δεν αφορούσαν επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις.
Ωστόσο, επισημαίνεται πως έχουν εκδοθεί πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΔΑ, όπου διαπιστώνεται και πάλι μη εκτέλεση αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων από το Διοίκηση.
Αντιθέτως, θετικά αποτιμάται η ανταπόκριση της χώρας ως προς το ζήτημα της άρσης της βουλευτικής ασυλίας. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι οι τροποποιήσεις, οι οποίες οδήγησαν σε αξιοσημείωτο περιορισμό των απορριπτικών αποφάσεων άρσης ασυλίας βουλευτών, χαιρετίσθηκε από την GRECO, τον Οργανισμό κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Στην Έκθεση Συμμόρφωσης του 2020 για την Ελλάδα, η GRECO κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχετική σύσταση που είχε απευθύνει στις Ελληνικές Αρχές, για λήψη αποφασιστικών μέτρων, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι διαδικασίες για την άρση της βουλευτικής ασυλίας δεν θα παρακωλύουν την ποινική δίωξη μελών του Κοινοβουλίου που είναι ύποπτα για διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με τη διαφθορά, έχει πλέον αντιμετωπιστεί με ικανοποιητικό τρόπο.
Τεκμήριο αθωότητας
Μεταξύ των παραβιάσεων ως προς το τεκμήριο αθωότητας το ΕΔΔΑ έχει κάνει ειδική αναφορά στις δηλώσεις δικαστών, επισημαίνοντας ότι απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των χρησιμοποιουμένων εκφράσεων κατά την έκδοση βουλευμάτων ή άλλων αποφάσεων της προδικασίας. Και ανέφερε πως υπό το φως των περιστάσεων των υποθέσεων, που εξέτασε, κατέληξε ότι οι επίδικες εκφράσεις θα μπορούσαν να εξομοιωθούν προς κήρυξη ενοχής, η οποία προδίκαζε την εκτίμηση των αποδείξεων από το αρμόδιο δικαστήριο.
Άλλο σημείο παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί και η μετάθεση του βάρους της απόδειξης από τον κατήγορο στην υπεράσπιση. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι αιτιολογία απόφασης, με την οποία απορρίπτεται αίτημα αποζημίωσης για μη νόμιμη κράτηση, με το σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος δεν απόδειξε ή δεν συνέβαλε στην απόδειξη της αθωότητάς του ή ότι η παύση της ποινικής δίωξης δεν συνιστά αθώωση, παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας.
Πρόσβαση σε δικαστήριο
Ειδικό κεφάλαιο αποτελούν οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ για την Ελλάδα σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Όπως αναφέρεται, «σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ η Σύμβαση καθιερώνει δικαιώματα πραγματικά και αποτελεσματικά, όχι θεωρητικά και πλασματικά. Επομένως, η άσκησή τους δεν μπορεί να εξαρτάται από υπερβολικά τυπικές/τυπολατρικές προϋποθέσεις».
Και προστίθεται: «Στο πλαίσιο του άρθρου 6 ΕΣΔΑ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης που διεξάγεται ενώπιον του. Επομένως, θα πρέπει να καταβάλει κάθε εύλογα αναμενόμενη προσπάθεια, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμετοχή του ενδιαφερόμενου στη δίκη, ώστε να μπορέσει να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Η υπερβολικά φορμαλιστική ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων παραδεκτού εμποδίζει την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και συνιστά εμπόδιο στην πρόσβαση του ενδιαφερόμενου στο δικαστήριο».
Ισότητα των όπλων
Στις υποθέσεις αυτές το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθ. 5 § 4 ΕΣΔΑ στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που έλαβαν χώρα εναντίον των προσφευγόντων το διάστημα 2005-2012, για τους εξής λόγους: α) το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή ο ανακριτής που έκρινε την αίτηση άρσης προσωρινής κράτησης/υφ’ όρων απόλυσής τους απέρριψε το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη παράστασή τους ενώπιον του, ενώ ο αρμόδιος Εισαγγελέας με αυτοπρόσωπη παρουσία είχε τοποθετηθεί επί του σχετικού αιτήματος, β) η παραπάνω αίτηση των προσφευγόντων δεν έτυχε «ταχείας εξέτασης» από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο.
Αναφερόμενο σε παλαιότερες συναφείς αποφάσεις το ΕΔΔΑ επανέλαβε την ήδη διατυπωθείσα κρίση του ότι η ισότητα των όπλων επιβάλλει να δοθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να εμφανισθεί μαζί με τον Εισαγγελέα ώστε να έχει τη δυνατότητα να αντικρούσει με προσήκοντα τρόπο τα συμπεράσματα του τελευταίου και τους επικαλούμενους λόγους για την εξακολούθηση της κράτησής του. Επειδή η ελληνική νομοθεσία δεν επέτρεπε στο πρόσωπο του οποίου είχε διαταχθεί η κράτηση να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον των οργάνων που θα αποφάσιζαν την άρση ή τη συνέχιση της κράτησής τους, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εν λόγω κρατούμενοι δεν είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν επαρκώς σε διαδικασίες των οποίων το αποτέλεσμα ήταν αποφασιστικής σημασίας ως προς τη διατήρηση ή μη της κράτησής τους.
Προσωπική ελευθερία και ασφάλεια
Σημείο αιχμής στην παραβίαση του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας αποτελούν οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων επί αίτησης άρσης/αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους. Η καταστρατήγηση της έκδοσης απόφασης εντός «βραχείας προθεσμίας» έχει οδηγήσει επανειλημμένα σε καταδικαστικές για την Ελλάδα αποφάσεις.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται, «στο πλαίσιο ατομικών προσφυγών κατά της Ελλάδας έχουν κριθεί μη εύλογα τα ακόλουθα διαστήματα: 34 μέρες (Στεργιόπουλος), 35 μέρες (Πουλίου), 47 μέρες (Χριστοδούλου και λοιποί), 96 ημέρες (Γιοσάκης Νο1), 3 μήνες και οκτώ μέρες (Shyti). Καθίσταται, επομένως, σαφές, ότι διαστήματα που υπερβαίνουν τα ανωτέρω αναφερθέντα, δεν είναι συμβατά με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 § 4 ΕΣΔΑ. Φυσικά λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, ωστόσο υπέρβαση δικαιολογείται μόνο κατ’ εξαίρεση και εφόσον πράγματι υφίστανται ειδικοί λόγοι».
Μία άλλη κατηγορία υποθέσεων αφορούσε στη νομιμότητα της κράτησης μεταναστών και αιτούντων άσυλο, οι οποίοι εισήλθαν παράτυπα στην ελληνική επικράτεια σε χρονικά διαστήματα μεταξύ 2007-2010, συνελήφθησαν και κρατήθηκαν σε διάφορα κέντρα κράτησης προς τον σκοπό της απέλασής τους.
Όσον αφορά στους αιτούντες άσυλο, το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι η κράτησή τους στερείτο βάσης στο εθνικό δίκαιο. Η κράτηση γινόταν ενόψει απομάκρυνσης από τη χώρα, ωστόσο οι αιτούντες άσυλο δεν μπορούσαν να απελαθούν έως την εξέταση της αίτησης ασύλου που είχαν υποβάλει. Όσον αφορά στους παράτυπα εισερχόμενους αλλοδαπούς, το πρόβλημα συνδεόταν με την ολιγωρία των αρχών ως προς την εκτέλεση της απόφασης απέλασης ή τη συνέχιση της κράτησής τους, παρότι η εκτέλεση της απόφασης απέλασης είχε προσωρινά ανασταλεί.
Παράλληλα, στο πλαίσιο εξέτασης των υπαρχόντων τότε ενδίκων βοηθημάτων κατά της απόφασης απέλασης, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι αυτά δεν ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις.
Δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ όσον αφορά στη μη παράσταση των μαρτύρων κατηγορίας. Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε τη νομολογία του, σχετικά με τις τρεις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να ληφθεί υπόψη από ένα δικαστήριο η κατάθεση ενός απόντος μάρτυρα: 1) εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη εμφάνιση και εξέταση του μάρτυρα κατά την ακροαματική διαδικασία, 2) αν η κατάθεση του απόντος μάρτυρα αποτελεί τη μοναδική ή καθοριστική βάση της καταδίκης και 3) εάν υπήρχαν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες (‘counterbalancing factors’) και, ιδίως, απτές δικονομικές εγγυήσεις, ώστε να αντισταθμιστούν οι δυσχέρειες που δημιουργούνται στην υπεράσπιση από την αποδοχή της προανακριτικής κατάθεσης και να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας συνολικά. Στην προκειμένη περίπτωση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι: α) τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν τους λόγους απουσίας των μαρτύρων, ούτε έλαβαν μέτρα για να ανευρεθούν και να προσαχθούν, β) οι καταθέσεις των απόντων μαρτύρων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταδίκη του προσφεύγοντα και γ) δεν λήφθηκε υπόψη η ένορκη βεβαίωση που προσκόμισε ο προσφεύγων ως «αντισταθμιστικό μέτρο» στη μη εξέταση των μαρτύρων από την υπεράσπιση. Κατόπιν αυτών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν διασφαλίστηκε ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας, στο σύνολό της.
Η παραπάνω απόφαση εντάσσεται στην πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τις προϋποθέσεις για τη λήψη υπόψη καταθέσεων απόντων μαρτύρων και την ανάγκη ύπαρξης επαρκών αντισταθμιστικών παραγόντων (“counterbalancing factors”), ως διαδικαστικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντα, ώστε η δίκη να θεωρηθεί δίκαιη, στο σύνολό της. Λαμβάνοντας υπόψη την προγενέστερη καταδίκη της Ελλάδας για την ίδια αιτία, το ζήτημα αυτό θα πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής από τις δικαστικές αρχές.