Μπορεί η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας να ανακάμπτει από την πανδημία, με το ποσοστό της ανεργίας να είναι σήμερα μόλις 0,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα, λόγω των κρατικών μέτρων στήριξης, όμως ο κορωνοϊός θα αφήσει μόνιμα σημάδια στην απασχόληση, προειδοποιεί η DZ Bank. Τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας, αλλά και γενικά των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, όπως είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων, η μακροχρόνια ανεργία και ο αυξανόμενος αριθμός των προσωρινών και επισφαλών θέσεων εργασίας, θα επιδεινωθούν εξαιτίας των «παρενεργειών» της πανδημίας.
Αυτή τη στιγμή, πάντως, η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας δείχνει να έχει σχεδόν αφήσει την κρίση πίσω της. Αφότου κορύφωσε στο 8,6% τον Αύγουστο του 2020, το ποσοστό της ανεργίας βρίσκεται σε πτώση. Τον Ιούνιο του 2021 έπεσε στο 7,7%, απέχοντας πλέον μόνο 0,6 ποσοστιαίες μονάδες από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Αυτό, βέβαια, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα στήριξης της απασχόλησης που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις. Χωρίς αυτά τα μέτρα, η αγορά εργασίας της Ευρωζώνης πιθανότατα θα είχε ακολουθήσει τον δρόμο της αμερικανικής, όπου η ανεργία εκτινάχθηκε από το 3,5% στο 14,8% μέσα στους πρώτους δύο μήνες της πανδημίας, όπως σημειώνει η DZ Bank.
Οι ευρωπαϊκές χώρες που ήδη είχαν χαμηλά ποσοστά ανεργίας, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, έχουν επιτύχει κιόλας την πλήρη απασχόληση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αγορά εργασίας τους δεν υπέστη ζημιά από την πανδημία. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, ο αριθμός των μαθητειών έχει πέσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 40 ετών. Αυτό απειλεί την οικονομική ανάπτυξη, καθώς όλο και περισσότερες επιχειρήσεις παραπονιούνται για τη σοβαρή έλλειψη εξειδικευμένων υπαλλήλων.
Αντίθετα, στις χώρες της Ευρωζώνης που ήδη αντιμετώπιζαν υψηλά ποσοστά ανεργίας, η κατάσταση παραμένει δύσκολη, καθώς τα προβλήματα είναι δομικά. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, υπάρχει σοβαρή αναντιστοιχία ανάμεσα στις δεξιότητες των κατοίκων και εκείνες που χρειάζεται η αγορά εργασίας. Καλά μορφωμένοι επαγγελματίες συχνά αδυνατούν να βρουν δουλειά στο αντικείμενό τους, με αποτέλεσμα να εγγράφονται ως άνεργοι, να αναλαμβάνουν προσωρινές θέσεις ή να μπαίνουν στη μαύρη εργασία.
Επιχειρώντας να εκτιμήσει τη ζημιά που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, η DZ Bank επισημαίνει ότι οι καθυστερήσεις στην εκπαίδευση αυτής της γενιάς και τα χαμηλά ποσοστά μαθητειών είναι μόνο μερικά από τα προβλήματα που θα απασχολήσουν τις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας τα επόμενα χρόνια.
«Η μακροπρόθεσμη ζημιά αναμένεται να είναι πιο σοβαρή, κυρίως λόγω της κληρονομιάς των δομικών προβλημάτων», σημειώνει ο επενδυτικός οίκος. Πέραν της υψηλής ανεργίας των νέων και του αυξανόμενου αριθμού των προσωρινών θέσεων εργασίας, υπάρχει και το ζήτημα των μακροχρόνια ανέργων. Όσο περισσότερο παραμείνει ένας εργαζόμενος εκτός της αγοράς απασχόλησης, τόσο πιο δύσκολη και ακριβή είναι η προσπάθεια να επιστρέψει σε αυτήν. «Το πρόβλημα αυτό εκτιμάται ότι επιδεινώθηκε από την πανδημία», τονίζει η DZ Bank.
Πιο βραχυπρόθεσμα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το ποσοστό της ανεργίας στην Ευρωζώνη θα σταθεροποιηθεί στα τρέχοντα επίπεδα ή θα υποχωρήσει ελαφρά έως το τέλος του έτους. Σε αυτό το περιβάλλον, το ποσοστό της ανεργίας στην Ευρωζώνη αναμένεται να κλείσει το 2021 λίγο χαμηλότερα από το 8% και να πέσει στο 7,5% το 2022.