Ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά στο ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης κυριότητας του αναιρεσείοντος στην ευρύτερη περιοχή στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο
Με απόφασή του, ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου (Π.Ε.Τ.), λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, παραπέμποντας την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο (ΑΠ 772/2021).
Πιο συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε είναι ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης ως προς το αίτημα για την αναγνώριση της κυριότητάς της στο επίδικο ακίνητο και τη διόρθωση της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής αυτού, ενώ, αντίθετα, έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την κύρια παρέμβαση του Π.Ε.Τ., απορρίπτοντας τις εφέσεις του δεύτερου Ελληνικού Δημοσίου και του κυρίως παρεμβαίνοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε εκφέρει όμοια κρίση.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο Ν.Π.Δ.Δ. Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον δεν έχει καταργηθεί από καμία διάταξη νόμου, ενώ σύμφωνα με το άρ. 1 παρ. 3 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ως ακίνητα του Δημοσίου νοούνται και τα ακίνητα των διαλελυμένων μονών, τα περιελθόντα και ανήκοντα εισέτι στο Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο. Συνεπώς, όλες οι περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας εφαρμόζονται και επί των ακινήτων του Π.Ε.Τ..
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του ανώτατου δικαστηρίου, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, διαλαμβάνοντας ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων σε σχέση με το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης κυριότητας του αναιρεσείοντος Π.Ε.Τ. ή του ελληνικού δημοσίου στην ευρύτερη περιοχή στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο.
Πιο αναλυτικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η περιουσία της Μονής Αγίου Σπυρίδωνα διαλύθηκε μετά την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους από τους Τούρκους και περιήλθε στο συσταθέν Εκκλησιαστικό Ταμείο, το οποίο αργότερα καταργήθηκε με το Ν. 4864/1909, χωρίς όμως να καταργηθεί το προηγούμενο Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει. Περαιτέρω, δέχτηκε πως η περιουσία όλων των διαλελυμένων Μονών, όπως εν προκειμένω η Μονή Αγ. Σπυρίδωνα, είναι ανεξάρτητη και διακεκριμένη από την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο ανατέθηκε μόνο η διαχείριση αυτής, και πως, στο πλαίσιο διαχείρισης της πιο πάνω εκκλησιαστικής περιουσίας, το Ελληνικό Δημόσιο προέβη σε παραχωρήσεις καλλιεργήσιμων γαιών σε ιδιώτες, ενώ σε έγγραφα μετά το έτος 1899 γίνεται αναφορά στην επίδικη περιοχή ως ιδιοκτησία του Εκκλησιαστικού Ταμείου.
Παρά τις ως άνω παραδοχές, εν συνεχεία δέχτηκε πως οι όποιες πράξεις νομής έγιναν στην επίδικη περιοχή δεν έγιναν από το Π.Ε.Τ., αλλά από το Ελληνικό Δημόσιο, που ενεργούσε για λογαριασμό του όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό της πράξης νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την απελευθέρωση του Ελληνικού ‘Εθνους από τους τούρκους μέχρι την 11-9-1915, αλλά και στη συνέχεια, θεωρώντας την εν λόγω έκταση ως ανήκουσα στη δική του ιδιοκτησία και έχουσα χαρακτήρα δημοσίου κτήματος, με αποτέλεσμα να αποκτήσει την κυριότητα αυτής με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
Επιπλέον, διέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τη φύση και τη μορφολογία της επίδικης περιοχής.
Για τους λόγους αυτούς, το ανώτατο δικαστήριο έκανε δεκτό ως βάσιμο τον σχετικό, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν, σε σχέση με το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης κυριότητας του αναιρεσείοντος – κυρίως παρεμβαίνοντος ή του δεύτερου αναιρεσίβλητου στην ευρύτερη περιοχή με την ονομασία “…”, συνολικής επιφάνειας 10.000 περίπου στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνεται ευρύτερη έκταση επιφάνειας 1.000 στρεμμάτων που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με αριθμό ΒΚ… στη θέση “…”, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο ακίνητο. Ειδικότερα, ενώ δέχθηκε ότι: 1) Η περιουσία της Μονής Αγίου Σπυρίδωνα διαλύθηκε μετά την απελευθέρωση του Ελληνικού ‘Εθνους από τους Τούρκους, δυνάμει του ΒΔ της 25-9/7-10-1833 και η περιουσία της περιήλθε στο συσταθέν με το ΒΔ 1/13-12-1834 Εκκλησιαστικό Ταμείο, δυνάμει του ν. ΓΥΙΔ/19090, το οποίο καταργήθηκε με το ν. 4864/1909, χωρίς όμως να καταργηθεί το προηγούμενο (Παλαιό) Εκκλησιαστικό Ταμείο (κυρίως παρεμβαίνον), το οποίο (Π.Ε.Τ.) εξακολουθεί να υπάρχει. 2) Η περιουσία όλων των διαλελυμένων Μονών είναι ανεξάρτητη και διακεκριμένη από την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, στο οποίο ανατέθηκε, με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση διατάγματα των ετών 1834-1843, μόνον η διαχείριση της περιουσίας των πιο πάνω Μονών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Μονή Αγ. Σπυρίδωνα, 3) Στο πλαίσιο διαχείρισης της πιο πάνω εκκλησιαστικής περιουσίας, το Ελληνικό Δημόσιο κατά το διάστημα των ετών 1838-1958 προέβη σε παραχωρήσεις καλλιεργήσιμων γαιών σε ιδιώτες, συνολικού εμβαδού 4.109,55 στρεμμάτων που στην πλειοψηφία τους αφορούσαν εκκλησιαστική περιουσία, μεταξύ των οποίων παραχωρήθηκαν και 252,235 στρέμματα στην περιοχή “…”. 4) Σε λοιπά έγγραφα μετά το έτος 1899 γίνεται αναφορά στην περιοχή αυτή των 10.000 στρεμμάτων ως ιδιοκτησία του Εκκλησιαστικού Ταμείου, εν τούτοις δέχθηκε στη συνέχεια, ότι οι όποιες πράξεις νομής έγιναν στην περιοχή “…” δεν έγιναν από το κυρίως παρεμβαίνον, αλλά από το Ελληνικό Δημόσιο, που ενεργούσε για λογαριασμό του όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό της πράξης νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την απελευθέρωση του Ελληνικού ‘Εθνους από τους τούρκους μέχρι την 11-9-1915, αλλά και στη συνέχεια, θεωρώντας την εν λόγω έκταση ως ανήκουσα στη δική του ιδιοκτησία και έχουσα χαρακτήρα δημοσίου κτήματος, με αποτέλεσμα να αποκτήσει την κυριότητα αυτής με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επίσης, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τη φύση και τη μορφολογία της περιοχής “…” για την οποία αναφέρει ότι επρόκειτο ανέκαθεν για βουνώδη, βραχώδη, επικλινή και ακατάλληλη για συστηματική καλλιέργεια δημόσια γαία (μεβάτ-νεκρά γαία), η οποία ανήκε κατά κυριότητα στο οθωμανικό δημόσιο και μετά τους αγώνες περί ανεξαρτησίας του Ελληνικού ‘Εθνους περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, δυνάμεις της συνθήκες της …, ως διαδόχου του τουρκικού κράτους ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι η έκταση αυτή χαρακτηριζόταν από το Δημόσιο ως “εθνική έκταση” ή “εθνικό λειβάδιο” και ότι περιελάμβανε καλλιεργήσιμες γαίες που παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.