ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
- Πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εν πολλοίς άγνωστες στην Ελλάδα, δημιουργούν νέα δεδομένα και αποτελούν σημαντικότατη καμπή για ένα θέμα που απασχολεί χιλιάδες πολίτες που δανείστηκαν σε ελβετικά φράγκα στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Με δύο αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2021 (υποθέσεις C-776 έως 782/19 και C- 609/19), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) στο Λουξεμβούργο θέτει σε νέες βάσεις την εξέταση του ζητήματος των δανείων σε ελβετικά φράγκα. Είναι η πρώτη φορά που το ΔΕΕ προβαίνει, σχετικά με τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα, στην ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ), με την απόφαση 4/2019 της 18ης Απριλίου 2019, απέρριψε όλες τις αιτιάσεις και τα αιτήματα των δανειοληπτών. Σημειωτέον επίσης ότι ο ΑΠ δεν παρέπεμψε προδικαστικώς στο ΔΕΕ τα ανακύπτοντα ζητήματα ερμηνείας της οδηγίας 93/13, όπως όφειλε βάσει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κατά μείζονα λόγο που οι απαντήσεις στα ερμηνευτικά αυτά ζητήματα δεν είναι αυτονόητες, όπως καταφαίνεται από την αντίθετη προς την απόφαση εισήγηση του εισαγγελέως και από τη μειοψηφήσασα γνώμη ικανού αριθμού αρεοπαγιτών.
Οι ανωτέρω αποφάσεις του ΔΕΕ εκδόθηκαν κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων γαλλικών δικαστηρίων και απαντούν σε τρία βασικά ζητήματα, επισημαίνοντας εμφατικά τον σκοπό της οδηγίας 93/13, ήτοι την προστασία των καταναλωτών, που είναι σημαίνουσα από την άποψη του δημοσίου συμφέροντος και την απαίτηση καλής πίστης.
Το πρώτο ζήτημα, καίριας σημασίας, που θίγουν οι Γάλλοι δικαστές είναι αν η απαίτηση της διαφάνειας των ρητρών μιας σύμβασης δανείου συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα πληρούται όταν οι ρήτρες αυτές προβλέπουν ότι το ξένο νόμισμα αποτελεί το λογιστικό νόμισμα και το ευρώ το νόμισμα πληρωμής και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη χωρίς όρια μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου στον δανειολήπτη. Το ΔΕΕ παρατηρεί ότι η απαίτηση της διαφάνειας πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως. Αυτό συνεπάγεται ιδίως ότι απαιτείται να εκτίθεται με ενάργεια στη σύμβαση η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού της οικείας ρήτρας και να διευκρινίζεται σαφώς ο κίνδυνος που διατρέχει ο δανειολήπτης σε περίπτωση σημαντικής υποτίμησης του νομίσματός του.
Επομένως η απαίτηση της διαφάνειας πληρούται όταν ο δανειοδότης παρέχει στον καταναλωτή επαρκείς και ακριβείς πληροφορίες, «που επιτρέπουν στον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση, να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία του επίμαχου χρηματοοικονομικού μηχανισμού και, επομένως, να εκτιμήσει τον κίνδυνο των δυνητικώς σημαντικών αρνητικών οικονομικών συνεπειών των συμβατικών ρητρών επί των χρηματοοικονομικών του υποχρεώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης». Το ΔΕΕ αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι τέτοια ρήτρα, όπως η επίδικη, συνδεόμενη με τέτοιο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών και με αυτό το επίπεδο ενημέρωσης του καταναλωτή, είναι καταχρηστική.
Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε είναι ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα τέτοιας ρήτρας. Το ΔΕΕ τονίζει ότι η οδηγία 93/13 αντιτίθεται στο να φέρει ο καταναλωτής τέτοιο βάρος, το οποίο επωμίζεται επομένως ο δανειοδότης, ήτοι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Το τρίτο ζήτημα είναι η προθεσμία για την άσκηση αγωγής που αποβλέπει στην επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών λόγω ρήτρας αναγνωρισθείσας ως καταχρηστικής. Κατά το ΔΕΕ, τέτοια προθεσμία είναι αποδεκτή από την οδηγία 93/13 αν αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί να θεωρηθεί λογικό ότι ο καταναλωτής, βάσει της προσωπικής του κατάστασης, ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας.
Οσον αφορά τις συνέπειες των αποφάσεων αυτών του ΔΕΕ στα καθ’ ημάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι στις υποθέσεις που οδήγησαν στην απόφαση του Α.Π. ο δανειολήπτης είχε την ευχέρεια να εξοφλήσει το δάνειο σε ευρώ ή σε ελβετικά φράγκα. Η τριακονταπενταετής θητεία μου στο ΔΕΕ ας μου επιτρέψει την εκτίμηση ότι, βάσει του σκοπού της οδηγίας 93/13 και ενόψει των αποφάσεων του ΔΕΕ, αυτό δεν έχει σημασία. Τα χαρακτηριστικά της δανειακής σύμβασης παραμένουν τα ίδια. Δηλαδή, ο λογαριασμός σε ελβετικά φράγκα αποτελεί απλώς λογιστική εγγραφή, το ποσό του δανείου εκταμιεύεται σε ευρώ, η αποπληρωμή γίνεται σε ευρώ, όπως ήταν εξαρχής σαφές, βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας τη στιγμή της καταβολής, και αν ο καταναλωτής, ο οποίος εξαρχής δεν διαθέτει ελβετικά φράγκα, προτιμήσει να εξοφλήσει το δάνειο σε ελβετικά φράγκα, θα πρέπει να τα αγοράσει με ευρώ, στην ισοτιμία του ανατιμημένου ελβετικού νομίσματος. Αρα ο συναλλαγματικός κίνδυνος που φέρει ο καταναλωτής είναι ακριβώς ο ίδιος. Εν πάση περιπτώσει, ένα προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ θα έλυνε το ζήτημα.
Τέλος, θα θεωρούσα ότι όσοι έχουν ασκήσει ήδη προσφυγές, εμπρόθεσμες κατά το ελληνικό δίκαιο, που οδήγησαν στην απόφαση του Α.Π., θα πρέπει λογικά, μετά τα νέα δεδομένα που δημιουργούν οι αποφάσεις του ΔΕΕ, να μπορούν να προσφύγουν εκ νέου στα αρμόδια δικαστήρια της ουσίας, τα οποία θα εξετάσουν χωριστά κάθε δανειακή σύμβαση υπό το φως των αποφάσεων του ΔΕΕ και έχοντας κατά νουν ότι εφαρμόζουν ενωσιακό και όχι ελληνικό δίκαιο. Θα πρόκειται για την εκτίμηση πραγματικών καταστάσεων που εκφεύγει της αναιρετικής αρμοδιότητας του Α.Π.
Μένουν δύο ουσιώδη ερωτήματα, ήτοι πρώτον, αν οι αποφάσεις του ΔΕΕ ανοίγουν εκ νέου για όλους τους δανειολήπτες τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής, εφόσον είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι με αυτές οι ενδιαφερόμενοι μπόρεσαν να αντιληφθούν πλήρως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας, και δεύτερον, ο τρόπος υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Το ΔΕΕ με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί να δώσει χρήσιμες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.
* Ο κ. Αθανάσιος Σταθόπουλος διετέλεσε εισηγητής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Λουξεμβούργο.
https://www.kathimerini.gr/economy/561477997/nea-dedomena-gia-daneia-se-elvetika-fragka/