Είναι ίσως καιρός να αναφερθούμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (ελληνιστί highlights) των φετινών δηλώσεων
Καθώς οι δηλώσεις του φορολογικού έτους 2020 (οικονομικού 2021 για τους κλασικούς), πλησιάζουν στο τέλος τους, είναι ίσως καιρός να αναφερθούμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (ελληνιστί highlights) των φετινών δηλώσεων. Φέτος βλέπετε, εκτός από τις συνηθισμένες αλλαγές που κάθε πολιτική ηγεσία θεωρεί υποχρέωσή της να κάνει (ονομάζονται «φορολογικές απαλλαγές» και κατά κανόνα καταλήγουν στο να πληρώνουμε περισσότερους φόρους), υπήρχε και το πολύ αληθινό πρόβλημα του κορωνοϊού που προκάλεσε σοβαρή απώλεια εισοδήματος των φορολογουμένων.
Το υπουργείο της καρδιάς μας λοιπόν, βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: Θα έπρεπε ή να προχωρήσει σε σημαντικές φορολογικές μειώσεις για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (μην ξεχνάμε την μείωση του συντελεστή του πρώτου κλιμακίου της φορολογικής κλίμακας (0-10.000 ευρώ) από 22% σε 9% φέτος), με κίνδυνο να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των… αυτών τέλος πάντων ή να αδιαφορήσει για μια κατάσταση που οδηγεί την οικονομία σε ακόμη χειρότερα επίπεδα από τα ήδη άσχημα που βρίσκεται τα τελευταία χρόνια. Προκειμένου λοιπόν να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της καμήλας: όχι καινούργιες μειώσεις φόρων, αλλά μειώσεις λοιπών επιβαρύνσεων των φορολογουμένων.
Έτσι, υπήρξαν μια σειρά από μικρότερες ή μεγαλύτερες τέτοιες μειώσεις, με γνωστότερες τη μείωση της Ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για κάποιες κατηγορίες εισοδημάτων και τη μείωση της επιβάρυνσης λόγω ελλείψεως αποδείξεων δαπανών, που θα μας απασχολήσει σήμερα. Βλέπετε φέτος, κατά κακή συγκυρία, ήταν η χρονιά που αυτή η επιβάρυνση πρακτικά θα διπλασιαζόταν… μειούμενη. Πριν με πάρετε για τελείως τρελό λοιπόν, θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω.
Τι ισχύει από το φορολογικό έτος 2020
Κατ’ αρχάς, η διάταξη των αποδείξεων «μετακόμισε» από το άρθρο των μειώσεων φόρου (16) στο 15 που αφορά τον τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος από μισθωτά και συντάξεις σαν επί πλέον παράγραφος (6). Έτσι διερράγη κάθε σχέση, έστω τυπική, με την υποτιθέμενη προϋπόθεση μείωσης του εισοδήματος. Αν αυτή η μετακίνηση σας φαίνεται λογική μην ανησυχείτε, είναι. Όμως η φορολογική αρχή θα σπεύσει να διορθώσει αυτή την ασυνήθιστη κατάσταση. Αφού λοιπόν μας περιγράψει τι θεωρούνται δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για τους σκοπούς του ΚΦΕ, βασικά πληρωμές μέσω καρτών ή τραπέζης δηλαδή, μπαίνουμε στην ουσία: «β) Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για κάθε φορολογικό έτος ορίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών… … Ο φόρος που προκύπτει… προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%)».
Δύο νούμερα και τρεις λεξούλες που αλλάζουν κυριολεκτικά τα πάντα. Κατ’ αρχάς η προοδευτική κλίμακα της παλαιότερης διάταξης αντικαθίσταται με ένα σκέτο «30%». Θεωρεί λοιπόν ο νομοθέτης ότι οι φορολογούμενοι με εισόδημα π.χ. 10.000 ευρώ και αυτοί με 100.000 ευρώ δαπανούν το ίδιο ποσοστό του εισοδήματός τους για καταναλωτικές δαπάνες. Επειδή αυτό προφανώς δεν ισχύει, ο νομοθέτης θέτει ένα όριο δαπανών στις 20.000 ευρώ. Ένα όριο μικρότερο από πριν αλλά ακόμα μεγάλο για τα μικρά και μεσαία εισοδήματα.
Έστω μισθωτός με εισόδημα 30.000 ευρώ λοιπόν, καλείται φέτος να βρει να καταναλώσει εννέα χιλιάδες ευρώ και αν επιμένει να δαπανά λιγότερα, π.χ. δύο χιλιάδες, θα επιβαρυνθεί με προσαύξηση 1.540 ευρώ (7.000 Χ 22%). Με τον τρόπο αυτό το υψηλότερο εισόδημα που μπορεί να υποστεί την επιβάρυνση λόγω έλλειψης αποδείξεων είναι περίπου 67.000 ευρώ (δεν γράφω το ακριβές νούμερο να μην με εξορκίσετε), λιγότερο δηλαδή από το μισό αυτού που ίσχυε προηγουμένως.
Η πιο σημαντική όμως αλλαγή δεν ήταν αριθμητική αλλά ποιοτική. Από φέτος, στα εισοδήματα που πρέπει να καλύπτονται κατά 30% με δαπάνες περιλαμβάνονται και τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, πρακτική τελείως αντίθετη απ’ ότι ίσχυε μέχρι τώρα και που παραβλέπει το γεγονός ότι ο επιτηδευματίας δικαιούται κάποιες απ’ τις δαπάνες του να περιλάβει στα βιβλία του, μειώνοντας έτσι το φορολογητέο του εισόδημα. Βεβαίως η διάταξη αφορά προσωπικές δαπάνες που είτε δεν περιλαμβάνονται στα βιβλία είτε αναμορφώνονται φορολογικά, όμως όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει στην πράξη τρόπος διαχωρισμού αυτών των δαπανών, καθώς τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δεν διαχωρίζουν βέβαια τις δαπάνες κατ’ είδος και φορολογική χρήση (λέτε να δίνω στη διοίκηση καμιά τρελή ιδέα;).
Σαν να μην έφτανε αυτό, με την περίπτωση β’ της παραγράφου 71 του άρθρου 72 του ΚΦΕ προστίθενται στα εισοδήματα που πρέπει να καλυφθούν κατά 30% με δαπάνες και τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία. Επομένως το 30% αφορά πλέον το άθροισμα των εισοδημάτων από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητα. Λόγω της διατύπωσης, άποψή μας είναι ότι αυτή η διάταξη αφορά μόνο το 2020, αλλά όλοι ξέρουμε ότι οι κακές ιδέες πεθαίνουν δύσκολα και τίποτα δεν εμποδίζει τη διοίκηση να την επαναλάβει σε κάποιο άλλο νομοθέτημα.
Τέλος να αναφέρουμε, για την πληρότητα της πληροφόρησης, ότι εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για την πραγματοποίηση δαπανών, οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών, οι στρατιωτικοί, εφόσον υπηρετούν στην αλλοδαπή, οι υπηρετούντες στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. που υποχρεούντο σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση και οι φυλακισμένοι. Η πιο ενδιαφέρουσα όμως εξαίρεση αφορά τους εβδομήντα (70) ετών και άνω και άτομα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω.
Στο επόμενο άρθρο μας θα εξετάσουμε τις αλλαγές που έγιναν ειδικά το 2020 στις αποδείξεις λόγω κορωνοϊού. Αν κάνετε το σταυρό σας, έπιασε: Τα πράγματα για φέτος θα είναι, έστω λίγο, καλύτερα.
Χαράλαμπος Τσοχαντάρης, Λογιστής – Φοροτεχνικός