Πώς φορολογείται η διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος
Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος, η οποία προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα, προσδιορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση κατά το ίδιο φορολογικό έτος και φορολογείται :
α) Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15, δηλαδή με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις έχοντας και τη μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16, εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500,00 ευρώ.
β) Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 29, δηλαδή με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις χωρίς να έχει τη μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16, εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα, ή το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του φορολογούμενου δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
γ) Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 29, δηλαδή με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις έχοντας και τη μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16, εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από ατομική αγροτική επιχείρηση ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από ατομική αγροτική επιχείρηση. Στην περίπτωση αυτή η μείωση φόρου εφαρμόζεται μόνο για τους κατ’ επάγγελμα αγρότες, όπως αυτοί ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, εφόσον τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική δραστηριότητα.
δ) Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15, δηλαδή με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις έχοντας και τη μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16, εφόσον ο φορολογούμενος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ).
Αν ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από περισσότερες της μίας κατηγορίας εισοδήματος και υπάρχει ισότητα μεταξύ τους τότε η διαφορά μεταξύ συνολικού εισοδήματος και αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων φορολογείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15, δηλαδή με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις έχοντας και τη μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16.
ε) Όταν το πραγματικό εισόδημα των φορολογουμένων κατά το φορολογικό έτος 2020 δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000,00 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500,00 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται η υποβολή δήλωση έναρξης εργασιών ή ατομική αγροτική
δραστηριότητα, το εισόδημα αυτό, εξαιρουμένου του εισοδήματος από κεφάλαιο και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, φορολογούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 και την παράγραφο 1 του άρθρου 16, (κλίμακα μισθωτής εργασίας – συντάξεων και μείωση φόρου).
Επισήμανση : Εάν το πραγματικό εισόδημα υπερβαίνει το ποσό των 6.000,00 ευρώ, το υπερβάλλον ποσό φορολογείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 29, (κλίμακα επιχειρηματικής δραστηριότητας δηλαδή μισθωτής εργασίας χωρίς μείωση φόρου). Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τους φορολογούμενους που διέκοψαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, για το εισόδημα που απέκτησαν μετά τη διακοπή της.
Η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, που τυχόν προκύπτει για φορολογούμενους που ήταν άνεργοι κατά το εκάστοτε εξεταζόμενο φορολογικό έτος, φορολογείται με την κλίμακα των μισθωτών, ανεξαρτήτως της διάρκειας εντός του έτους της ανεργίας τους.
Η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς τεκμηρίων υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία. Αν τα ποσά αυτά έχουν απλώς πιστωθεί, χωρίς να έχουν εισπραχθεί δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή, αυτής της περίπτωσης, καθόσον δεν είναι δυνατόν, να χρησιμοποιηθούν εφόσον δεν εισπράχθηκαν. Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά που περιορίζουν τη διαφορά μεταξύ συνολικού εισοδήματος και τεκμαρτού εισοδήματος.
Στο νόμο αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες κατηγορίες εισοδημάτων ή εσόδων που περιορίζουν την πιο πάνω διαφορά, κατά συνέπεια οποιοδήποτε άλλο έσοδο που δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο (π.χ. κέρδη από λαχεία) λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αποδεικνύεται η είσπραξη του, η φορολόγηση του ή η απαλλαγή του από τη φορολογία. Τα ποσά που ιδίως λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της υπόψη διαφοράς είναι τα εξής :
α) Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν από τον φορολογούμενο τη σύζυγο και τα εξαρτώμενα μέλη του και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
β) Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις και έχουν αποκτηθεί από το φορολογούμενο.
γ) Χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων.
δ) Εισαγωγή συναλλάγματος που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή του στην αλλοδαπή.
ε) Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία.
στ) Δωρεά ή γονική παροχή χρηματικών ποσών για την οποία η οικεία φορολογική δήλωση έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις ανωτέρω περιπτώσεις β’, γ’, δ’, ε’ και στ’ και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρμογής των τεκμηρίων.
Αν δεν υπάρχουν αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης ή αν το ποσό τους είναι μικρότερο από τις 3.000,00 ευρώ προκειμένου για άγαμο και 5.000,00 ευρώ προκειμένου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσής τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 3.000,00 και 5.000,00 ευρώ, αντίστοιχα.
Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά αυτά. Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω περιπτώσεων τα μειώνει και η διαφορά που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης, εκτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους που καταβλήθηκαν και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους αυτού. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σε περίπτωση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων, (όπως η περίπτωση πώλησης ακινήτου) για τα οποία κατά το έτος απόκτησής τους ίσχυε το τεκμήριο απόκτησης, εφόσον για τον προσδιορισμό κεφαλαίου προηγούμενων ετών χρησιμοποιείται το έτος διάθεσης του περιουσιακού στοιχείου, τότε θα συμπεριληφθεί ολόκληρο το ποσό της πώλησης στην ανάλωση και όχι μόνο το κέρδος από την πώληση αυτή.
Γιώργος Α. Κορομηλάς
Φορολογικός σύμβουλος – Συγγραφέας φορολογικών βιβλίων, Διευθυντής Φορολογικού τμήματος Tax Advisors I.K.E., Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών