Ως γνωστόν, έως τις 31/12/2023, το κέρδος που προκύπτει από την πώληση ακινήτου από φυσικό πρόσωπο δεν φορολογείται. Η εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), που προβλέπει τη φορολόγηση της εν λόγω υπεραξίας με συντελεστή 15%, έχει ανασταλεί (ήδη από το 2014 που εισήχθη για πρώτη φορά) λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών.
Ωστόσο, οι φορολογούμενοι – φυσικά πρόσωπα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι το κέρδος που θα προκύψει από την πώληση ενός ακινήτου (οικόπεδο, διαμέρισμα, αγροτεμάχιο κ.λπ.) ενδέχεται να φορολογηθεί βαρύτατα εφόσον η αγοραπωλησία θεωρηθεί ότι συνιστά επιχειρηματική δραστηριότητα, βάσει του άρθρου 21 του ΚΦΕ.
Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή καθώς και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους θεωρείται «επιχειρηματική συναλλαγή». Συνεπώς, το κέρδος που προκύπτει από αυτή φορολογείται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Προβλέπεται δε ρητά ότι, σε περίπτωση συναλλαγών που αφορούν ακίνητα, κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός διαστήματος δύο ετών τεκμαίρεται ότι συνιστούν συστηματική διενέργεια πράξεων, άρα επιχειρηματική συναλλαγή. Κατ’ εξαίρεση, με βάση πρόσφατη τροποποίηση του νόμου, κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν λαμβάνεται υπόψη η πράξη πώλησης ακινήτου από φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει αποκτηθεί αιτία κληρονομιάς ή με χαριστική αιτία από συγγενείς μέχρι δεύτερου βαθμού ή έχει διακρατηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών.
Συνεπώς, η πώληση από φυσικό πρόσωπο ενός ακινήτου που έχει αποκτηθεί, π.χ., από γονική παροχή ή κληρονομιά ή το οποίο έχει διακρατηθεί για μια 5ετία δεν συνιστά επιχειρηματική συναλλαγή και δεν φορολογείται ως τέτοια.
Εάν μια αγοραπωλησία ακινήτου θεωρηθεί ως επιχειρηματική συναλλαγή, το κέρδος που θα προκύψει από αυτή φορολογείται με την κλίμακα του άρθρου 15 του ΚΦΕ, συναθροιζόμενο με τυχόν εισοδήματα του φορολογουμένου από μισθούς και συντάξεις, δηλαδή με 44% αν το κέρδος είναι πάνω από 40.000 ευρώ. Επιβαρύνεται δε και με έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης (που επί του παρόντος έχει ανασταλεί) και με τις ανάλογες προσαυξήσεις (πρόστιμο και μηνιαίο επιτόκιο) αν διαπιστωθεί έπειτα από φορολογικό έλεγχο.
Η ανωτέρω διάταξη (παρόμοια υπήρχε και στον προϊσχύοντα ΚΦΕ) είναι αρκετά ασαφής και αφήνει περιθώρια για αυθαίρετες κρίσεις από τις φορολογικές αρχές, αφού δεν θέτει συγκεκριμένα κριτήρια και συνθήκες υπό τις οποίες μια πράξη επί ακινήτου, ειδικά όταν αυτή είναι μεμονωμένη, μπορεί να θεωρηθεί ως επιχειρηματική συναλλαγή. Από την άλλη, το κριτήριο «του σκοπού της επίτευξης κέρδους» κατά τη διενέργεια μιας πράξης, όντας γενικό και αόριστο, θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά από τους φορολογικούς ελεγκτές, όπως και όλες οι φορολογικές διατάξεις που θέτουν υποχρεώσεις και βάρη στους φορολογουμένους. Η φορολογική διοίκηση θα πρέπει να εξειδικεύσει μέσω ερμηνευτικών εγκυκλίων και να δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα επί της εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης προκειμένου να μην παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ασφάλειας δικαίου και της εύλογης εμπιστοσύνης των φορολογουμένων.
Ενδεικτικά, από τη σχετική νομολογία και από αποφάσεις της ΑΑΔΕ αξίζει να σημειωθούν τα εξής: Μπορεί να θεωρηθούν ως επιχειρηματική δραστηριότητα πάνω από δύο συναλλαγές επί ακινήτων αν γίνουν εντός διετίας, π.χ. αγορά κτήματος από φυσικά πρόσωπα, αναδιανομή μεταξύ τους και πώλησή τους ή ανέγερση διαμερισμάτων από ένα φυσικό πρόσωπο και πώληση τριών εξ αυτών, εντός διετίας.
Οσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως επιχειρηματικής συναλλαγής «μεμονωμένης» ή «συμπτωματικής» πράξης (π.χ. αγορά αγροτεμαχίου και πώληση), το σημαντικότερο κριτήριο είναι αν πρόκειται για αξιοποίηση περιουσίας ή, αντίθετα, εάν η πράξη αυτή αποσκοπούσε στην επίτευξη κέρδους. Γενικά, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της απόκτησης και της πώλησης, το τίμημα πώλησης σε σχέση με το κόστος αγοράς, η κερδοσκοπική πρόθεση, η οποία συνάγεται από τα πραγματικά περιστατικά, κ.λπ.
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ 2261/2020 έκρινε ότι δεν αποτελεί επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων κάθε αγορά και (μετα)πώληση ακινήτων από την οποία προκύπτει χρηματική ωφέλεια, αλλά η κατά σύστημα αγορά (ήτοι απόκτηση από επαχθή αιτία, προς την οποία εξομοιώνεται, για σκοπούς φορολογίας, και η κτήση κυριότητας ακινήτου διά χρησικτησίας) και εν συνεχεία πώληση ακινήτων.
* Η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνη του Φορολογικού Τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).