ΑΠ 1112/2020 (πολ): Επίδοση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης στον σύνοικο υιό της καθ’ ης η εκτέλεση – Ισχυρισμός ότι ο παραλήπτης των εγγράφων έπασχε από κατάθλιψη και δεν είχε συνείδηση των πράξεων του.
Τα περιστατικά που βεβαιώνονται στην έκθεση επιδόσεως, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και η βεβαίωση στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου είναι η κατοικία του παραλήπτη ή αν αυτός που παραδόθηκε το έγγραφο ήταν ή όχι σύνοικος ή είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βουλήσεώς του , είναι περιστατικά την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και εντεύθεν αυτά επιδέχονται ανταπόδειξη χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή, το βάρος δε της ανταποδείξεως αυτής φέρει, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαιώσεως στην έκθεση του επιμελητή.
«Κατά το άρθρο 128 παρ.1 ΚΠολΔ αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί του. Η παραλαβή επιδιδομένου εγγράφου αποτελεί μεν υλική πράξη, όμως λόγω των συνεπειών της προϋποθέτει και αυτή ικανότητα δικαστικής παραστάσεως (άρθρο 63 ΚΠολΔ), η οποία ρυθμίζεται στον ΚΠολΔ με βάση την ικανότητα προς δικαιοπραξία (άρθρα 127 – 137 ΑΚ).
Επομένως με βάση και τα οριζόμενα στο άρθρο 131 του ΑΚ, ότι “η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή πνευματική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του”, πρέπει, για το κύρος της επιδόσεως, το πρόσωπο στο οποίο επιδίδεται έγγραφο, να έχει κατά το χρόνο της επιδόσεως συνείδηση των πράξεών του και να μην βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επιδόσεως που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν, ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιον του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντιθέτως, που βεβαιώνονται σ’ αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και η βεβαίωση στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου είναι η κατοικία του παραλήπτη ή αν αυτός που παραδόθηκε το έγγραφο ήταν ή όχι σύνοικος ή είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βουλήσεώς του , είναι περιστατικά την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και εντεύθεν αυτά επιδέχονται ανταπόδειξη χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή (ΑΠ 375/2015, ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 1679/95), το βάρος δε της ανταποδείξεως αυτής φέρει, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαιώσεως στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004)…
Όπως προκύπτει από το κείμενο των παραπάνω εκθέσεων επίδοσης, η εκκαλούσα δεν βρέθηκε στην οικία της και τα παραπάνω έγγραφα επιδόθηκαν στο σύνοικο υιό της, Σ. Δ., ο οποίος τα παρέλαβε. Επίσης, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο παραπάνω υιός της εκκαλούσας, εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος εμφάνισε μείζονα κατάθλιψη και κατά το χρόνο των προαναφερόμενων επιδόσεων λάμβανε αντικαταθλιπτική και αντιψυχωτική φαρμακευτική αγωγή, ενώ είχε αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης (βλ. το από 6-7-2010 πιστοποιητικό του διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών), ενώ το τελευταίο (αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης) δεν επαναλαμβάνεται στο από 6-5-2011 πιστοποιητικό του ίδιου ως άνω νοσοκομείου. Όμως τα παραπάνω δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από το δικαστικό επιμελητή που επέδωσε τις κατασχετήριες εκθέσεις και επιπλέον δεν αποδεικνύεται ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο ο υιός της εκκαλούσας δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή ότι βρίσκονταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε τη λειτουργία της βούλησής του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ενόψει του ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο των επιδόσεων η εκκαλούσα διέμενε στη διεύθυνση όπου οι τελευταίες πραγματοποιήθηκαν, αφού δεν αποδείχθηκε προηγούμενη γνωστοποίηση στον επισπεύδοντα ούτε και γνώση του τελευταίου για αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας της εκκαλούσας και επιπλέον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 131 του ΑΚ στο πρόσωπο του παραλήπτη των επιδόσεων…”.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε ως αβασίμους τους πρώτο και τρίτο λόγους της εφέσεως, με τους οποίους η εκκαλούσα ήδη αναιρεσείουσα παρεπονείτο για την απόρρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αβασίμων των αντιστοίχων πρώτου και τρίτου λόγων της ανακοπής της περί ακυρότητος του προσβαλλόμενου πλειστηριασμού, λόγω ακύρου επιδόσεως των εκθέσεων κατασχέσεως και αναγκαστικού πλειστηριασμού του ακινήτου αυτής….» (areiospagos.gr)