Οι μπίζνες των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών στην αχανή και αναπτυσσόμενη κινεζική αγορά και, από την άλλη, το εμπόριο με την Τουρκία και το προσφυγικό, εξηγούν γιατί το Βερολίνο «κλείνει τα μάτια» απέναντι σε πολλά.
«Γινόμαστε ολοένα περισσότερο Κινέζοι», έλεγε πρόσφατα ένα από τα κορυφαία διευθυντικά στελέχη της Daimler. Δικαίως, καθώς η εταιρεία του βλέπει το 32% του τζίρου της να προέρχεται από τη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη, στην οποία επίσης διαθέτει μεγάλο μέρος των οχημάτων που παράγει.
Για του λόγου το αληθές, στο διάστημα 2014-’20, οι πωλήσεις της εκεί τριπλασιάστηκαν, για να φτάσουν πέρυσι στις 774.000 μονάδες. Έτσι, η Κίνα είναι πλέον δύο φορές πιο σημαντική αγορά για την εταιρεία σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δεν πρόκειται, φυσικά, για ιδιαιτερότητα της Daimler, αλλά για στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύνολο των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών. Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της Handelsblatt, σχεδόν το ήμισυ των πωλήσεων της Volkswagen (49,3% για την ακρίβεια) για το πρώτο μισό του 2021 προήλθε από την Κίνα, έχοντας μάλιστα υποχωρήσει κάπως σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο εξάμηνο.
Ανάλογη εικόνα έρχεται, επίσης, από τα στοιχεία που αφορούν στην Audi, της οποίας το 42,7% των πωλήσεων αφορά στη συγκεκριμένη αγορά, αλλά και την BMW, με μερίδιο 34,8%.
Ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις
Η εικόνα αυτή έχει, όπως είναι προφανές, σοβαρές επιπτώσεις και στην πολιτική. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, άλλωστε, όταν οι αυτοκινητοβιομηχανίες είναι από εκείνους τους κλάδους οι οποίοι κυριολεκτικά μπορούν να ανεβάζουν και να κατεβάζουν κυβερνήσεις στην Γερμανία, όταν πρόκειται για τα συμφέροντα και τα κέρδη τους…
«Δεν αγοράζουμε την ανάπτυξή μας. Κερδίζουμε μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουμε την κερδοφορία μας. Γιατί, λοιπόν, πρέπει να τραβήξουμε φρένο στην Κίνα;», αναρωτήθηκε πρόσφατα, σε συνέντευξή του στην ίδια γερμανική εφημερίδα, ο επικεφαλής της BMW, Όλιβερ Τσίπσε – σχολιάζοντας τη συζήτηση που γίνεται περί κυρώσεων, λόγω παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών από το καθεστώς του Πεκίνου.
Πραγματικά. Πώς θα μπορούσε να περιμένει κανείς από τις αυτοκινητοβιομηχανίες κάτι διαφορετικό, όταν μιλάμε για τόσα δισ.; Πώς να τους στερήσει κανείς από μία αγορά η οποία θα συνεχίσει, όπως όλα δείχνουν, να απορροφά για μεγαλύτερο διάστημα τους κινητήρες εσωτερικής καύσης τελευταίας τεχνολογίας, προσφέροντας βαθιά ανάσα και τον αναγκαίο χρόνο στους Γερμανούς για να περάσουν στην εποχή της ηλεκτροκίνησης;
Κάντε το όπως η Μέρκελ!
Προφανώς, κάτι τέτοιο ήταν και θα είναι πολύ δύσκολο. Γι’ αυτό και η Άνγκελα Μέρκελ, παρά τις αντιδράσεις και πιέσεις, φρόντισε να τηρήσει μια σχετικά ισορροπημένη πολιτική απέναντι στην Κίνα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Και το Πεκίνο, με τη σειρά του, το αναγνωρίζει, όπως δείχνει και η… ευχή που διατύπωσε ο Κινέζος πρέσβης στη Γερμανία για τη νέα κυβέρνηση και τον επικεφαλής της.
«Ανεξαρτήτως της σύνθεσης της νέας κυβέρνησης, η Κίνα ελπίζει ότι τα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας θα συνεχίσουν την πραγματιστική και συνεργατική πολιτική απέναντι στην Κίνα», είπε – και, σύμφωνα με την «ανάγνωση» που κάνει το Politico, ουσιαστικά πρόκειται για μια προτροπή προς τον Όλαφ Σολτς να «είναι όσο περισσότερο Μέρκελ μπορεί».
Η αλήθεια δε είναι ότι η συγκεκριμένη τακτική δεν εφαρμόζεται από το Βερολίνο μόνο στην περίπτωση της Κίνας. Αφορά, εξίσου, την Τουρκία, μια χώρα στην οποία επίσης έχουν τεράστια συμφέροντα οι γερμανικές επιχειρήσεις, όπως άλλωστε αποδεικνύει η στάση της Ανγκελα Μέρκελ απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν όλα αυτά τα χρόνια.
Το φιλαράκι ο Ταγίπ
Και εδώ, οι αριθμοί αποκαλύπτουν την αλήθεια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η Γερμανία αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια τον κυριότερο εμπορικό εταίρο της Τουρκίας, ενώ ο στόχος είναι φέτος η αξία των διμερών συναλλαγών να ξεπεράσει τα 40 δισ. ευρώ (έναντι 37 δισ. το 2020). Επίσης, πάνω από 7.400 γερμανικές επιχειρήσεις ή τουρκικές σε συνεργασία με γερμανικές δραστηριοποιούνται σήμερα στην Τουρκία.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη διάσταση του προσφυγικού, ενός εξαιρετικά κρίσιμου και ευαίσθητου ζητήματος για τους Γερμανούς και την εκάστοτε κυβέρνησή τους, τότε εύκολα μπορεί να καταλήξει στα συμπεράσματά του.
Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να παρεξηγήσει κανείς τον Ερντογάν εάν μιμούνταν τους Κινέζους και ευχόταν ο διάδοχος της Μέρκελ να ακολουθήσει απέναντι στον ίδιο και τη χώρα του παρόμοια πολιτική. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να την επιβάλλει (ή τουλάχιστον να προσπαθήσει να το κάνει) και στην υπόλοιπη ΕΕ.
Και μια υποσημείωση: Τα ίδια δεν έκανε η Μέρκελ και με τη Ρωσία; Όχι, φυσικά, επειδή αγαπά τον Πούτιν ή εξαιτίας των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, αλλά προς χάρη της ενεργειακής ασφάλειας της Γερμανίας.