Απόφαση 428 / 2020 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
K.M.
Αριθμός 428/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο – Εισηγητή και Γεώργιο Χριστοδούλου , Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. χήρας Ι. Ρ., 2) Σ. Ρ. του Ι., 3) Ι. Ρ. του Ι., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Νικόλαο Φραγκάκη, Νικόλαο Κανελλόπουλο και Στυλιανό Σταματόπουλο και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία απορρόφησε δια συγχωνεύσεως την αρχικά εναγομένη Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία “ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ … Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πλάτωνα Νιάδη και κατέθεσε προτάσεις, 2) Εταιρείας με την επωνυμία “… S.A.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Λινάρδου και κατέθεσε προτάσεις, 3) Κ. Φ., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/8/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4515/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 4960/2012 και 1831/2015 μη οριστικές και η 4508/2018 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/2/2019 αίτησή τους και τους από 11/11/2019 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων αυτής, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Aπό τις υπ’ αριθμούς Β 447/24-07-2019 και Β 768/12-11-2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Π. Κ., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως και των προσθέτων λόγων της, προκύπτει ότι επικυρωμένα αντίγραφα των δικογράφων αυτών, με τη σχετική πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή τους, για την παρούσα δικάσιμο, έχουν επιδοθεί, νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των ιδίων, στον τρίτο αναιρεσίβλητο Κ. Φ. (άρθρο 568 παρ. 2, 3, 4 και 569 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον ο τελευταίος δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τη νόμιμη εκ του πινακίου εκφώνηση της υποθέσεως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση χωρίς την παρουσία του (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που συζητήθηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, στρέφονται κατά της, αυτής, υπ’ αριθμ. 4508/2018, τελεσίδικης, αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί, νόμιμα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά (άρθρα 552, 553, 556 – 558, 564 αρ.1, 566, 569, 577 παρ.1 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα, πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρ. 246, 573 παρ. 1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει, μετά την τροποποίησή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 2915/2001 “Συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 1, 4, 5 εδ. α και β και 6 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 28 Ν. 3994/2011 και το άρθρο 9 του Ν. 4055/2012 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρο 77 του ίδιου νόμου “1. Ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική…4.Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης… 5. Οι υποθέσεις εκφωνούνται με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητούνται αμέσως αυτές για τις οποίες δεν θα διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη. Αν πρόκειται να εξετασθούν μάρτυρες η συζήτηση μπορεί να διακόπτεται για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης, κατά την οποία ολοκληρώνεται η συζήτηση… 6. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο”. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, όπως και αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση: “1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εξέταση νέων μαρτύρων επιτρέπεται μόνο για την απόδειξη των ισχυρισμών του εδ. β της παρ. 2 του άρθρου 269… 3…Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών δικαστηρίων, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο”. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 281 και 270 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, αντλούνται τα ακόλουθα συμπεράσματα: Η έκδοση προδικαστικής περί αποδείξεων αποφάσεως αποκλείεται, αφού από αυτές προβλέπεται, ότι η διεξαγωγή των αποδείξεων γίνεται ενώπιον του ακροατηρίου σε μία και μοναδική συζήτηση της υποθέσεως. Μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, η δίκη περατώνεται με την εφάπαξ έκδοση αποφάσεως για όλα τα ζητήματα (νομικά και πραγματικά) της επίδικης διαφοράς. Το δικαστήριο αν, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κρίνει αναγκαίο, διατάσσει, πέραν άλλων, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με προφορική ανακοίνωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο, το χρόνο, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης και την προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης, η διεξαγωγή της δε ολοκληρώνεται στο πλαίσιο της ίδιας ενιαίας συζήτησης. Αν, όμως, η ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή νέας ή επανάληψη ή συμπλήρωσή της ήδη διενεργηθείσας ανακύψει, μετά τη συζήτηση, δηλαδή, κατά τη μελέτη της υποθέσεως από τον μονομελή δικαστή ή τον εισηγητή επί πολυμελούς δικαστηρίου ή κατά τη διάσκεψη, παραμένει πλέον μόνο η δυνατότητα της επανάληψης της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, που ομοίως εφαρμόζεται, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, και στην κατ’ έφεση δίκη, προκειμένου το δικαστήριο να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν αναβάλλεται η συζήτηση της υπόθεσης, σε άλλη δικάσιμο, αλλά (αναβάλλεται) η έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, καθώς η υπόθεση έχει ήδη συζητηθεί στο ακροατήριο και η (κάθε) επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την επαναλαμβανόμενη δε συζήτηση, η υπόθεση εκδικάζεται, από τον ίδιο δικαστή και την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών δικαστηρίων, εκτός αν τούτο είναι αδύνατο για νομικούς ή φυσικούς λόγους. Και ναι μεν κατά τη διάταξη αυτή ορίζεται, ότι το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, πλην, όμως, ενόψει του αποκλεισμού, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, της δυνατότητας για έκδοση προδικαστικής περί αποδείξεων αποφάσεως, αλλά και από τη γενική διατύπωσή της, συνάγεται ότι περιλαμβάνονται όλες οι περιπτώσεις (βλ. σχετ. ΟλΑΠ (Διοικ) 11/2014), όπως και όταν εμφανίζονται κενά ή ασάφειες από τις αποδείξεις σε συγκεκριμένο ζήτημα και το δικαστήριο αδυνατεί να καταλήξει σε ανενδοίαστο περί αυτού πόρισμα, ανεξάρτητα αν η άρση των αμφιβολιών του θα επέλθει με την προσαγωγή ήδη επικληθέντων ή και νέων αποδεικτικών μέσων. Ενισχυτικό επιχείρημα, άλλωστε, υπέρ της άποψης αυτής, ότι δηλαδή μπορεί να διαταχθεί επανάληψη της συζήτησης, που έχει κηρυχθεί περαιωμένη, για να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη ή νέα πραγματογνωμοσύνη, αποτελεί και το γεγονός ότι μετά την τροποποίηση της ίδιας, ως άνω, διάταξης, με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου, άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ρητά, πλέον, ορίζεται σ’ αυτή (παρ. 1) ότι “Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης…”. Επομένως, περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως, του άρθρου 254 ΚΠολΔ, όσον αφορά στην απαιτούμενη με αυτό σύνθεση του δικαστηρίου, υπάρχει και, όταν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, αναβάλλεται η έκδοση οριστικής αποφάσεώς του, για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή τη διάταξη νέας ή την επανάληψη ή τη συμπλήρωση αυτής (πραγματογνωμοσύνης). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 2 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, μεταξύ άλλων και αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση. Επομένως, η διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, κατά την επαναλαμβανόμενη, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, συζήτηση, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση αυτού (ΑΠ 871/2011, ΑΠ 834/2010). Ο λόγος αυτός, συνδεόμενος με την επιταγή του άρθρου 8 εδάφιο α’ του Συντάγματος, που επαναλήφθηκε και στο άρθρο 109 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία “κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέληση του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος”, ιδρύεται μόνον όταν η σχετική πλημμέλεια βαρύνει τη σύνθεση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μη νόμιμη σύνθεση του Δικαστηρίου υπάρχει, αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ΚΠολΔ, του Οργανισμού των δικαστηρίων ή ειδικών νόμων για τη σύνθεσή του. Συναφώς, κατά το άρθρο 305 αρ. 1 ΚΠολΔ, το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει, μεταξύ άλλων, τη σύνθεση του δικαστηρίου. Η απόδειξη δε της κακής σύνθεσης γίνεται από την απόφαση ή από τα πρακτικά, ενόσω δεν προσβάλλονται για πλαστότητα (AΠ 26/2019, AΠ 502/2017).
IV. Στην προκειμένη περίπτωση, από την, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα εξής: Η ένδικη έφεση των αναιρεσειόντων και οι πρόσθετοι λόγοι της, κατά της 4515/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αρχικά, συζητήθηκε, κατά τη δικάσιμο της 17 Μαΐου 2012, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Το δικαστήριο αυτό εξέδωσε την υπ’ αριθ. 4960/2012 απόφασή του, με την οποία, αφού ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασής του, διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να εμφανισθούν, αυτοπροσώπως, οι διάδικοι ενώπιόν του, να προσκομισθεί επικυρωμένο αντίγραφο της 4673/1993 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να διενεργηθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, για τ’ αναφερόμενα σ’ αυτή θέματα. Στη συνέχεια, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, επαναφέρθηκε η υπόθεση, προς συζήτηση, στο ίδιο, δευτεροβάθμιο, δικαστήριο, το οποίο, αφού εξέτασε, κατά τη δικάσιμό του της 17-10-2013 τους εμφανισθέντες διαδίκους (φυσικά πρόσωπα και τους νομίμους εκπροσώπους των νομικών προσώπων), με τη 1831/2015, μη οριστική, απόφασή του, ανέβαλε και πάλι την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως, προκειμένου να διενεργηθεί νέα (λογιστική) πραγματογνωμοσύνη από τους ορισθέντες, με αυτή, τρεις πραγματογνώμονες, για τα ίδια θέματα, με αυτά της προηγούμενης. Μετά τη διενέργεια της (νέας) πραγματογνωμοσύνης, η ένδικη έφεση συζητήθηκε, εκ νέου, στο ίδιο δικαστήριο, στις 3.5.2018 και, στη συνέχεια, εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Ενώ, όμως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας σκέψεις, κατά τις ως άνω επαναλαμβανόμενες συζητήσεις της ένδικης υπόθεσης, κάθε μία από τις οποίες είναι συνέχεια της προηγούμενης και όλες μαζί θεωρούνται ως μία (ενιαία) συζήτηση, το Εφετείο, έπρεπε να έχει την ίδια σύνθεση, κατά μεν τη συζήτηση της 17.10.2013, όπως προκύπτει από την 1831/2015, μη οριστική απόφασή του, συγκροτήθηκε τούτο από τους Δικαστές: Α. Λ., Πρόεδρο Εφετών και τους Εφέτες Γ. Σ. και Π. Κ.-Εισηγητή κατά δε τη συζήτηση της 3.5.2018, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, (με την οποία απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσειόντων), συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Α. Χ., Πρόεδρο Εφετών και τους Εφέτες Κ. Ν. και Ά. Κ.-Εισηγήτρια. Αναφορικά με την, ως άνω διαφορετική, σύνθεση του Εφετείου, αναφέρονται στην τελευταία απόφαση (προσβαλλομένη) τα ακόλουθα: “…Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης αυτού του Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκαν οι ως άνω υπ’ αριθ. 4960/2012 και 1831/2015 μη οριστικές αποφάσεις και παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, υπό την στο εισαγωγικό αναφερόμενη σύνθεσή του, καθότι είναι αδύνατη, για νομικούς λόγους (προαγωγή Προέδρου Εφετών), η εκδίκασή της υπό την ίδια σύνθεση, που εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1831/2015 μη οριστική απόφαση…”.Έτσι, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο εξαιρετικός λόγος για τη μη συμμετοχή του Προέδρου Εφετών Α. Λ., στη σύνθεση του Εφετείου, που δίκασε, μετ’ επανάληψη της συζήτησής της, την ένδικη έφεση (“προαγωγή Προέδρου Εφετών”) όχι, όμως και αυτός της μη συμμετοχής των λοιπών μελών της, εφετών Γ. Σ. και Π. Κ. – εισηγητή, όπως θα έπρεπε. Επομένως, ο πρώτος πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει, γι’ αυτό, να γίνει δεκτός και ν’ αναιρεθεί, στο σύνολό της, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης, συνακόλουθα, ως άνευ αντικειμένου, της έρευνας των λοιπών αναιρετικών και προσθέτων λόγων αυτής, που καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω προσθέτου λόγου, που έγινε δεκτός, αφού η, τυχόν, παραδοχή τους θα οδηγούσε στο ίδιο, με αυτόν, αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, από αυτούς, που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ και, να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στους αναιρεσείοντες του παραβόλου, που καταβλήθηκε, για την άσκηση της ένδικης αίτησής τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό τους αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους (άρθ. 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 4508/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο, παραπάνω, Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, από αυτούς, που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στους αναιρεσείοντες του παραβόλου, το οποίο κατέβαλαν, για την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Μαρτίου 2020 .
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Απριλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ