Απόφαση Γεν. Δικαστηρίου ΕΕ: «Απορρίπτεται η αγωγή που άσκησε ο M. Kočner κατά της Europol στο πλαίσιο της έρευνας για τη δολοφονία του Σλοβάκου δημοσιογράφου J. Kuciak και της μνηστής του M. Kušnírová»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 29-09-2021 απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) απέρριψε την αγωγή που άσκησε ο M. Kočner κατά της Europol στο πλαίσιο της έρευνας για τη δολοφονία του δημοσιογράφου J. Kuciak και της μνηστής του M. Kušnírová.
Σύμφωνα με το ΓΔΕΕ, ο M. Kočner δεν απέδειξε ότι η Europol ευθύνεται για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών του δεδομένων στον σλοβακικό Τύπο και στο Διαδίκτυο καθώς και για την προβαλλόμενη εγγραφή του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων» .
Ιστορικό της υπόθεσης
Κατόπιν της δολοφονίας ενός Σλοβάκου δημοσιογράφου και της μνηστής του, του J. Kuciak και της M. Kušnírová, στις 21 Φεβρουαρίου 2018 στη Σλοβακία, οι σλοβακικές αρχές διεξήγαγαν εκτενή έρευνα. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής και κατόπιν αιτήματος των σλοβακικών αρχών, ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ ή Europol) εξήγαγε τα δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα σε δύο κινητά τηλέφωνα, τα οποία φέρεται ότι ανήκαν στον M. Kočner, και σε ένα μέσο αποθήκευσης USB.
Στις 13 Ιανουαρίου 2019 η Ευρωπόλ κοινοποίησε στις σλοβακικές αρχές έκθεση σχετικά με τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν ως προς το μέσο αποθήκευσης USB. Στις 21 Ιουνίου 2019 η Ευρωπόλ κοινοποίησε στις σλοβακικές αρχές τις οριστικές επιστημονικές εκθέσεις σχετικά με τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν ως προς τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα.
Κατόπιν της δημοσίευσης, στον σλοβακικό Τύπο και στο Διαδίκτυο τον Μάιο του 2019, ενός πολύ μεγάλου όγκου πληροφοριών, ειδικότερα δε των απομαγνητοφωνήσεων ιδιωτικών συνομιλιών προερχόμενων ιδίως από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα, ο M. Kočner άσκησε αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την αγωγή του, ζήτησε από την Ευρωπόλ χρηματική ικανοποίηση ύψους 100.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη, μεταξύ άλλων, λόγω προσβολής της τιμής του, της επαγγελματικής του υπόληψης και του δικαιώματός του στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή συνεπεία της παράβασης από την Ευρωπόλ των υποχρεώσεών της όσον αφορά την προστασία των δεδομένων. Αφενός, ο M. Kočner ισχυρίζεται ότι η Ευρωπόλ δημοσιοποίησε τις επίμαχες πληροφορίες πριν ακόμη οι προαναφερθείσες επιστημονικές εκθέσεις κοινοποιηθούν στις σλοβακικές αρχές. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι, με την ως άνω έκθεση της 13ης Ιανουαρίου 2019, η Ευρωπόλ ενέγραψε το όνομά του στους «καταλόγους μαφιόζων».
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, ότι η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης για τη ζημία που φέρεται να προκλήθηκε από οργανισμό της, όπως είναι η Ευρωπόλ, εξαρτάται από τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων, ήτοι από τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στον οργανισμό συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας.
Εν συνεχεία, όσον αφορά την προβαλλόμενη δημοσιοποίηση, από την Ευρωπόλ, των απομαγνητοφωνήσεων ιδιωτικών συνομιλιών οι οποίες εξήχθησαν από τα δύο προαναφερθέντα κινητά τηλέφωνα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε η Ευρωπόλ ανατρέπουν τον ισχυρισμό του M. Kočner ότι, κατά τον χρόνο της δημοσίευσης των απομαγνητοφωνήσεων αυτών στον σλοβακικό Τύπο, υποτίθεται ότι μόνον η Ευρωπόλ τις είχε στην κατοχή της. Πράγματι, από πρακτικά της 23ης Οκτωβρίου 2018 προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ένας υπάλληλος της Ευρωπόλ παρέδωσε στις σλοβακικές αρχές σκληρό δίσκο ο οποίος περιείχε προκαταρκτικά αποτελέσματα υπό μορφή ανακτήσεων και εξαγωγών δεδομένων από τα επίμαχα κινητά τηλέφωνα. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο επεσήμανε ότι, στις 23 Οκτωβρίου 2018, οι σλοβακικές αρχές είχαν και αυτές στη διάθεσή τους τα επίδικα δεδομένα και ότι, από την ίδια αυτή ημερομηνία, η Ευρωπόλ δεν ήταν πλέον ο μόνος φορέας που τα είχε στη διάθεσή του.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ευρωπόλ ουδέποτε είχε στη διάθεσή της τις επίδικες επικοινωνίες σε αποκρυπτογραφημένη και κατανοητή μορφή, καθόσον προέβη μόνο σε ανάκτηση και εξαγωγή κρυπτογραφημένων δεδομένων τα οποία περιέχονταν στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα. Πράγματι, οι σλοβακικές αρχές είναι εκείνες οι οποίες, αφού παρέλαβαν τα κρυπτογραφημένα δεδομένα, τα αποκρυπτογράφησαν και τα κατέστησαν κατανοητά.
Επομένως, ελλείψει αποδείξεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ευρωπόλ ευθύνεται για τη δημοσιοποίηση των επίμαχων απομαγνητοφωνήσεων και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται επαρκώς αποδειχθείσα αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και τυχόν συμπεριφοράς του οργανισμού αυτού.
Τέλος, όσον αφορά τη ζημία που ο M. Kočner εκτιμούσε ότι υπέστη λόγω της εγγραφής, από την Ευρωπόλ, του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων», το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι ο M. Kočner δεν παρέσχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι κατάλογοι αυτοί καταρτίστηκαν και τηρούνταν από την Ευρωπόλ. Ομοίως, ο M. Kočner δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να καταδείξει ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον σλοβακικό Τύπο σχετικά με την προβαλλόμενη εγγραφή του ονόματός του στους «καταλόγους μαφιόζων» προέρχονται από την προαναφερθείσα έκθεση της 13ης Ιανουαρίου 2019.
Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, ακόμη και πριν από τη δολοφονία του J. Kuciak και της M. Kušnírová, ο σλοβακικός Τύπος παρουσίαζε περιστασιακά τον M. Kočner ως «μαφιόζο» και όχι μόνον, όπως ο ίδιος υποστήριξε, ως «αμφιλεγόμενο επιχειρηματία», πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι ο εν λόγω τρόπος παρουσίασής του αποκλείεται να οφείλεται στην προαναφερθείσα έκθεση της 13ης Ιανουαρίου 2019.
Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Ευρωπόλ δεν ευθύνεται για τη ζημία που φέρεται να προέκυψε από την εξέλιξη των χαρακτηρισμών τους οποίους χρησιμοποιεί ο σλοβακικός Τύπος όταν αναφέρεται στον M. Kočner.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του M. Kočner στο σύνολό της.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και εντός δύο μηνών και δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς της μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA