ΣτΕ Ολ 1580-1/2021 Σύμφωνη με υπερνομοθετικές διατάξεις η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως σχετικά με την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα κατά των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών από το Δ. Πρωτ. και όχι από το Δ.Εφ.
08/10/2021
ΣτΕ Ολομ 1580-1/2021Πρόεδρος: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος Σ.τ.Ε. Εισηγήτρια: Χ. Σιταρά, Σύμβουλος Επικρατείας Με τις εν λόγω αποφάσεις το Δικαστήριο επέλυσε το νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορά στη συνταγματικότητα, υπό το φως της συνταγματικώς κατοχυρωμένης προσωπικής δικαστικής ανεξαρτησίας, της κατά το άρθρο 115 του ν. 4636/2019 καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας των Διοικητικών Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης υπό τριμελή σύνθεση να εκδικάζουν αιτήσεις ακυρώσεως κατά των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών που συντίθενται σε μεγάλο βαθμό από ανώτερους δικαστές (Εφέτες και Προέδρους Εφετών). Συγκεκριμένα, έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά τα εξής: σε ό,τι αφορά το δίκαιο των αλλοδαπών, με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 άρχισε σταδιακά η μεταφορά υποθέσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα διοικητικά δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 115 του ν. 4636/2019, η οποία αποτελεί την κατάληξη μιας τμηματικής και προσεκτικής μεταφοράς των σχετικών με το δίκαιο των αλλοδαπών αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα διοικητικά δικαστήρια, αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης, η δε συγκέντρωση του συνόλου των διαφορών που αναφύονται από πράξεις σχετικές με το δίκαιο των αλλοδαπών (με την εξαίρεση των διαφορών περί την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας) στα διοικητικά πρωτοδικεία γίνεται σε χρόνο που τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκτήσει ήδη πολυετή εμπειρία από την εκδίκαση συναφών διαφορών. Το γεγονός δε ότι οι εκδιδόμενες στις διαφορές αυτές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση συνιστά μια επιπλέον εγγύηση και εξασφαλίζει την ενότητα της νομολογίας. Εξάλλου, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών (ΑΕΠ), αρμόδιες για την εξέταση και την έκδοση αποφάσεων επί των ενδικοφανών προσφυγών που ασκούνται από τους αιτούντες διεθνή προστασία/άσυλο, δεν αποτελούν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, ούτε συνιστούν πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας για την επίλυση των οικείων διαφορών, αλλά ανεξάρτητες αρχές (εντασσόμενες στη δομή) της εκτελεστικής λειτουργίας του κράτους. Ασκούν, πάντως, αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Και ναι μεν οι ΑΕΠ συγκροτούνται (πλέον αποκλειστικά) από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά τα πρόσωπα αυτά στελεχώνουν τις ΑΕΠ και ασκούν (συλλογικά και με καθεστώς προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας) τις αρμοδιότητες της ΑΕΠ, όχι υπό την ιδιότητά των ως δικαστικών λειτουργών, αλλά ως κρατικοί λειτουργοί – μέλη των ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας. Τούτων έπεται ότι, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου των αποφάσεων των ΑΕΠ από τα διοικητικά πρωτοδικεία δεν κρίνεται η νομιμότητα αποφάσεων δικαστηρίων ή αποφάσεων δικαιοδοτικών, ούτε κρίσεις δικαστικών λειτουργών, αλλά κρίσεις συλλογικών οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Ο δε επόμενος δικαιοδοτικός έλεγχος ασκείται από δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών πρωτοδικείων, οι οποίοι απολαύουν των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και το νόμο αυξημένων εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύεται ή αποδυναμώνεται συνεπεία της έκδοσης των υπό έλεγχο πράξεων από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, στα οποία συμμετέχουν άλλοι δικαστικοί λειτουργοί. Συνεπώς, ο έλεγχος από τα διοικητικά πρωτοδικεία των αποφάσεων των ΑΕΠ στις οποίες τυχόν συμμετέχουν ανώτεροι δικαστικοί λειτουργοί (διοικητικοί εφέτες ή πρόεδροι διοικητικών εφετών) δεν γεννά ζήτημα παραβίασης της αρχής της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης, ούτε των επιταγών του Συντάγματος και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου περί δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Η δε κρίση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων επιθεωρούνται και από προέδρους εφετών, ούτε από το γεγονός ότι οι επιθεωρητές πρόεδροι εφετών μπορεί να προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου πρωτοδίκη, υπό το φως των εγγυήσεων του Συντάγματος και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων τόσο για την επιθεώρηση, όσο και για τον πειθαρχικό έλεγχο, αλλά και λαμβανομένου υπόψη ότι η άσκηση από τους προέδρους διοικητικών εφετών των αρμοδιοτήτων επιθεώρησης και πειθαρχικού ελέγχου διέπεται από τη θεμελιώδη αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, η οποία μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και όταν οι ασκούντες τις εν λόγω αρμοδιότητες έχουν προηγουμένως ασκήσει καθήκοντα μέλους ΑΕΠ. Επίσης, όπως περαιτέρω κρίθηκε, η πρόβλεψη (με την παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου 115 του ν. 4636/2019) ότι η αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων επί των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα ισχύει και στις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών εφετείων υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες και διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από συνταγματικής άποψης και, ειδικότερα, δεν αντίκειται προς τη θεσπιζόμενη με το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή του φυσικού δικαστή, εφόσον το ανωτέρω κριτήριο είναι γενικό και αντικειμενικό, η ρύθμιση δε αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης στην επίμαχη κατηγορία διαφορών. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας (ένας Αντιπρόεδρος, δύο Σύμβουλοι και μία Πάρεδρος), αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης και της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας η υιοθέτηση εκ μέρους του νομοθέτη ρυθμίσεων, όπως η επίμαχη ρύθμιση εν προκειμένω, οι οποίες επιτρέπουν να τίθεται υπό την κρίση κατώτερων κατά βαθμό δικαστών η κρίση δικαστών βαθμολογικώς ανώτερων από αυτούς και να τίθεται έτσι, αντικειμενικώς, υπό εύλογη αμφισβήτηση η ανεξαρτησία γνώμης των κατώτερων δικαστών, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για κρίσεις επί αποφάσεων δικαστικών σχηματισμών ή συλλογικών οργάνων της Διοίκησης που ασκούν δικαιοδοτικό έργο. Και μάλιστα, δεδομένου ότι οι μεν πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση στα διοικητικά πρωτοδικεία και προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου, οι δε εφέτες μετέχουν χωρίς ψήφο στο Ανώτατο Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης προκειμένου για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη, ώστε, υπό τα δεδομένα αυτά, να δύναται, αντικειμενικώς, να τεθεί υπό εύλογη αμφισβήτηση η κρίση των τελικώς αποφαινόμενων δικαστών (πρωτοδικών και προέδρων πρωτοδικών) παρά τις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές εγγυήσεις. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω αποφάσεις του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η συγκέντρωση των διαφορών που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα στα – κατά την κρίσιμη διάταξη του άρθρου 115 του ν. 4636/2019 – αποκλειστικώς κατά τόπον αρμόδια Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης για τον λόγο ότι αυτά διαθέτουν υποδομές και οργάνωση κατάλληλες για την ταχεία εκδίκαση των εν λόγω διαφορών, άρα προς επίτευξη οργανωτικού αποκλειστικά σκοπού, δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη.