ΑΡΙΘΜΟΣ 1372/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ελαφρυντικές περιστάσεις. Βρασμός ψυχικής ορμής. Ανάρμοστη συμπεριφορά.
– Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1/2005). Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όταν υφίσταται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αληθή, για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για τη έκβαση της δίκης. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η αξιολόγηση από το δικαστήριο της ουσίας της αποδεικτικής σημασίας και βαρύτητας συγκεκριμένων εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο από τη λειτουργική συσχέτιση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων κλπ., αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης. Η ύπαρξη του δόλου, καταρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, επειδή ενυπάρχει στη θέληση πραγμάτωσης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και εκδηλώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την πραγμάτωση των σχετικών περιστατικών, εκτός αν ο νόμος αρκείται σε ενδεχόμενο δόλο ή αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο της πράξης, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος). Επίσης, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και προκειμένου περί απορρίψεως ως αβασίμου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ήτοι ισχυρισμού που οδηγεί στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, στην άρση ή μείωση του καταλογισμού του δράστη, ή την εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής του, όπως είναι και οι από το άρθρο 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελείς ισχυρισμοί, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, ελαφρυντικές περιστάσεις, που επισύρουν μείωση της ποινής στο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ, θεωρούνται ιδίως … και (γ’ ) το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη …. Η αναγνώριση δε του ελαφρυντικού τούτου (άρθ.84 παρ. 2γ’ ΠΚ), προϋποθέτει επίκληση κατά τρόπο ορισμένο και απόδειξη ότι δράστης ωθήθηκε στην πράξη από προγενέστερη ανάρμοστη (αληθή ή νομιζόμενη) συμπεριφορά του παθόντος ή ότι ο δράστης παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που προκάλεσε σ’ αυτόν προγενέστερη άδικη (αξιόποινη ή μη) σε βάρος του πράξη του παθόντος. Η δε ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος κατά του δράστη πρέπει, καταρχήν, να τελεί σε χρονική εγγύτητα (υπηρετική της αιτιώδους σχέσης) και, οπωσδήποτε, σε αιτιώδη σχέση με την εγκληματική πράξη του δράστη, δηλαδή να αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος δεν θα δρούσε χωρίς αυτή. (ΑΠ 1190/2017). Εξάλλου, για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής, που θεσπίζεται με την διάταξη του άρθρου 299 παρ. 2 Π.Κ. με την οποία ορίζεται “Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέσθηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη” στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος (οργής, θλίψης, φόβου, πάθους κλπ.), αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε τέτοια ψυχική κατάσταση και ένταση, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν απ` αυτήν, χωρίς, όμως, η σχετική διατάραξη της συνείδησης να αναιρεί ή να μειώνει σημαντικά την ικανότητα καταλογισμού της πράξης (ΑΠ 360/2020). Από τα προεκτεθέντα σχετικά με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2γ και του “βρασμού ψυχικής ορμής” με σαφήνεια προκύπτει πως δεν συμπίπτουν τα απαιτούμενα κατά νόμον πραγματικά περιστατικά για την θεμελίωση εκατέρας των ως άνω περιστάσεων καθόσον μάλιστα ο σκοπός και η λειτουργία των εν λόγω διατάξεων καθόσον αφορά την αντιμετώπιση από το ποινικό Δικαστήριο του κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία ή για απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν ομοιάζουν. Και τούτο γιατί ο “βρασμός ψυχικής ορμής” που κατά τα ως άνω προβλέπεται από την περιλαμβανόμενη στο γενικό μέρος του Π.Κ. διάταξη του άρθρου 299 παρ. 2 αποβλέπει στην υποκειμενική υπόσταση του θεσπιζόμενου με την παρ.1 αυτής εγκλήματος της ανθρωποκτονίας ενώ η ως άνω ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από περιλαμβανόμενη στο γενικό μέρος του Π.Κ. διάταξη του αρ. 84 παρ. 2γ αποβλέπει στην μείωση της ποινής του κατηγορούμενου για ανθρωποκτονία ή για απόπειρα ανθρωποκτονίας αφού το Ορκωτό Δικαστήριο έχει αποφανθεί για την υποκειμενική υπόστασή της με το να δεχθεί ή όχι το βρασμό ψυχικής ορμής.
– Σύμφωνα με το άρθρο 84 §§ 1 και 2 περ. γ’ ΠΚ ορίζεται ότι:• “Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη.” Η αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 2 περ. γ1 ΠΚ, προϋποθέτει επίκληση κατά τρόπο ορισμένο και απόδειξη ότι δράστης ωθήθηκε στην πράξη από προγενέστερη ανάρμοστη (αληθή ή νομιζόμενη) συμπεριφορά του παθόντος ή ότι ο δράστης παρασύρθηκε από οργή ή Βίαιη θλίψη που προκάλεσε σ’ αυτόν προγενέστερη άδικη (αξιόποινη ή μη) σε Βάρος του πράξη του παθόντος (Βλ. Μ Καϊάφα – Γκμπάντι σε Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι / Ν. Μπιτζιλέκη / Ελ. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, εκδ. 2016, σελ. 221).
Η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος κατά του δράστη πρέπει, καταρχήν, να τελεί σε χρονική εγγύτητα (υπηρετική της αιτιώδους σχέσης) και, οπωσδήποτε, σε αιτιώδη σχέση με την εγκληματική πράξη του δράστη, δηλαδή να αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος δεν θα δρούσε χωρίς αυτή. (ΑΠ 1163/2015, ΑΠ 1341/2014, ΜΟΕΑθ 132/2013, ΠοινΧρ 2015, 457). Ως ώθηση στην πράξη από ανάρμοστη συμπεριφορά θεωρείται η λεκτική πρόκληση του κατηγορουμένου (ΤριμΕφΠατρ 553/2015, ΠρΒλ και ΑΠ 460/2014, η οποία αναίρεσε απόφαση) καθώς και η σωματική και φραστική επίθεση (ΑΠ 1193/2006, ΠοινΛογ 2006, 1047, η οποία αναίρεσε απόφαση που απέρριψε ελαφρυντικό της ανάρμοστης συμπεριφοράς προς τον κατηγορούμενο, ο οποίος δέχθηκε φραστική και σωματική επίθεση από τον παθόντα).
Η στο άρθρο 84 § 2 εδ. γ1 ΠΚ αναφορά της οργής δεν γίνεται υπό την έννοια της διατάραξης των ψυχικών λειτουργιών σε σημείο ώστε ο δράστης να αχθεί σε βρασμό ψυχικής ορμής και εντεύθεν να απολέσει την ικανότητα να σταθμίσει τα αίτια που τον κινούν προς την πράξη και αυτά που τον απωθούν από αυτήν, αλλά υπό την έννοια της δημιουργίας στο δράστη μιας κατάστασης οργής από κάποιο γεγονός που συνδέεται με τη συμπεριφορά του παθόντα (βλ. Αρ. Χαραλαμπάκη, Ελαφρυντικές περιστάσεις και αποτελεσματικότητα της ποινής, ΠοινΔικ 2013, 245).
Ορθά σημειώνεται (Βλ. Ν. Παρασκευόπουλο – Γ. Νούσκαλη, σε Α. Μαργαρίτη Ν. Παρασκευόπουλου – Γ. Νούσκαλη, Ποινολογία, εκδ. 2016, σελ. 169, Μ. Καϊάφα Γκμπάντι, σε Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι / Ν. Μπιτζιλέκη / EX. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, εκδ. 2016, σελ. 221) ότι οι προβλεπόμενες στην περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 84 Π.Κ. περιπτώσεις δεν μπορούν να φθάνουν σε σημείο ώστε να σηματοδοτούν λόγους άρσης του αδίκου (π.χ. προσταγή-άρθρο 21 Π.Κ. ή κατάσταση ανάγκης-άρθρο 25 Π.Κ.) ή λόγους άρσης του καταλογισμού (π.χ. κατάσταση ανάγκης-άρθρο 32 Π.Κ. Για την αποδοχή του ελαφρυντικού αυτού βλ. ΜΟΕφΑΘ 509/2006, ΠοινΔικ 2007, 1122. Αποτελούν ωστόσο κάτι υποδεέστερο από άποψη σύγκρουσης με τo άδικο ή τον καταλογισμό της πράξης.
Περαιτέρω η ελαφρυντική περίσταση της παρ. 2 περ. γ’ του άρθρου 84 Π.Κ περιλαμβάνει τρεις υποπεριπτώσεις, οι οποίες έχουν ως κοινό συνεκτικό δεσμό την προκλητική συμπεριφορά του θύματος έναντι του δράστη (ΜΟΔΒερ 4-5/2006, ΠοινΔικ 2006, 985, η οποία αναγνώρισε σε κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία με πρόθεση το ελαφρυντικό της ώθησης στην πράξη από οργή λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος, ο οποίος μετά από εξυβριστική φράση του παθόντος, τον κτύπησε επανειλημμένος με μία σιδηρόβεργα, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα). Η “προκλητική” συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι νομιζόμενη, ενώ δεν απαιτείται να είναι και αξιόποινη (Κ. Σταμάτης, ΣυστΕρμΠΚ, 2005, σελ. 1118).