ΑΠΟΦΑΣΗ
Bartolo Parnis κ.α. κατά Μάλτας της 07.10.2021 (αρ. προσφ.49378/18, 49380/18, 49496/18, και 49676/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναγκαστικές μισθώσεις άνω των 45 ετών με χαμηλό μίσθωμα. Άρνηση δικαστηρίων για έξωση μισθωτών. Δυσανάλογη επιβάρυνση στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Οι προσφεύγουσες ιδιοκτήτριες πολλών διαμερισμάτων υποχρεώθηκαν βάσει νόμου του 2007 να διατηρήσουν υφιστάμενες μισθώσεις προ 45 ετών που εξυπηρετούσαν την στέγαση ευπαθών ομάδων με ιδιαίτερα χαμηλά μισθώματα. Προσέφυγαν στα εθνικά δικαστήρια που αρνήθηκαν να αποφασίσουν την έξωση των μισθωτών. Άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος τους στην ιδιοκτησία και έλλειψη αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι με την εφαρμογή του νόμου που προέβλεπε την συνέχιση των μισθώσεων, οι προσφεύγουσες επιβαρύνθηκαν με δυσανάλογο βάρος. Επιπλέον, τα εγχώρια δικαστήρια δεν προσέφεραν επαρκή αποζημίωση και οι προσφεύγουσες εξακολουθούν να υφίστανται την ίδια παραβίαση για πολλά διαμερίσματα. Έκρινε ότι η διατήρηση των μισθώσεων παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία τους.
Επίσης έκρινε ότι ελλείψει αποζημίωσης που θα εξισορροπούσε το μειωμένο μίσθωμα, η άρνηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου να διατάξει την έξωση των μισθωτών παρέτεινε την παραβίαση που υφίστανται οι προσφεύγουσες.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 ΠΠΠ) και αυτού της αποτελεσματικής προσφυγής σε δικαστήριο (άρθρο 13) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου,
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες Greta Bartolo Parnis, Patricia Anastasi, Anna Maria Saddemi και Josephine Azzopardi, είναι υπήκοοι Μάλτας οι οποίες γεννήθηκαν το 1965, το 1963, το 1960 και το 1958 αντίστοιχα και ζουν στο Pembroke (Μάλτα).
Η υπόθεση αφορούσε την περιουσία τους η οποία υπόκειται σε νομοθεσία, που θεσπίστηκε το 2007, για την οποία ισχυρίζονται ότι παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία τους, δεδομένου ότι είχε επιβληθεί αναγκαστική μίσθωση στους ιδιοκτήτες, και οι οποίοι λάμβαναν ένα πολύ χαμηλό μίσθωμα καθώς και για αναποτελεσματική προστασία από ένδικα βοηθήματα σχετικά με την ανωτέρω διαφορά.
Με τον θάνατο των γονέων ων προσφευγουσών τα επίμαχα διαμερίσματα στις παρούσες προσφυγές, μαζί με άλλα, κληρονομήθηκαν εξ’ αδιαθέτου από τις προσφεύγουσες, οι οποίες είναι αδελφές. Με πράξη διανομής της 7ης Οκτωβρίου 2015, οι προσφεύγουσες διένειμαν τα ακίνητα μεταξύ τους.
Το 1957 οι γονείς των προσφευγουσών είχαν μισθώσει την περιουσία τους, αποτελούμενη από πολλά διαμερίσματα (που αργότερα κληρονόμησαν οι προσφεύγουσες) σε τρίτους για σαράντα πέντε (45) χρόνια.
Η μίσθωση έληξε το 2002. Ωστόσο, οι μισθωτές διατήρησαν την κατοχή των μισθίων ακινήτων παρά το γεγονός ότι δεν είχαν νόμιμο τίτλο σε αυτά. Το 2006, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από τους μισθωτές των διαμερισμάτων να αποχωρήσουν από τα ακίνητα αλλά οι τελευταίοι αρνήθηκαν. Δεν ασκήθηκε διαδικασία έξωσης εναντίον των μισθωτών.
Το 2007 η κυβέρνηση ψήφισε τον νόμο XVIII του 2007 (εφεξής «ο νόμος του 2007») εισάγοντας το άρθρο 12Α στο διάταγμα ελέγχου της στέγασης (κεφάλαιο 158 των νόμων της Μάλτας) που επέτρεπε στους μισθωτές που δεν είχαν εξωθεί να παραμείνουν στα μίσθια ακίνητα υπό συγκεκριμένες συνθήκες (συμπεριλαμβανομένου και του χαμηλού μισθώματος).
Με βάση τη νομοθετική αυτή διάταξη, οι μισθωτές των επίμαχων διαμερισμάτων στην υπό κρίση υπόθεση συνέχισαν την μίσθωση.
Οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ βασιζόμενες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο)
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους ως αποτέλεσμα της θέσπισης του νόμου XIII του 2007, όπως είχε αναγνωριστεί από τα εθνικά δικαστήρια. Τόνισαν περαιτέρω την έλλειψη θεμιτού σκοπού από την ψήφιση του νόμου XIII του 2007, ο οποίος είχε σκοπό να εμποδίσει την πιθανή έξωση των μισθωτών που διέμεναν σε διάφορα ακίνητα χωρίς νόμιμο τίτλο και την έλλειψη διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την εφαρμογή του.
Η Κυβέρνηση αναγνώρισε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν διαπιστώσει παραβίαση στην παρούσα υπόθεση, αλλά θεώρησε ότι είχε αποκατασταθεί.
Έχοντας υπόψη τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να επανεξεταστεί λεπτομερώς το βάσιμο της καταγγελίας. Διαπίστωσε ότι, όπως αναγνωρίστηκε από τα εθνικά δικαστήρια, οι προσφεύγουσες επιβαρύνθηκαν με δυσανάλογο βάρος. Επιπλέον, όπως έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο του καθεστώτος θύματος των προσφευγουσών, τα εγχώρια δικαστήρια δεν προσέφεραν επαρκή αποζημίωση στις προσφεύγουσες οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται την ίδια παράβαση όσον αφορά τα διαμερίσματά τους 11Β, 20Β , 24C, 30C, 33C, 41D, 44D, 46D και 49D.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της σύμβασης.
Άρθρο 13 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Στην παρούσα υπόθεση, το Συνταγματικό Δικαστήριο, σε αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από τις τροποποιήσεις του 2018, διέταξε ότι οι μισθωτές δεν θα μπορούσαν πλέον να βασίζονται στο νόμο για να διατηρήσουν την μίσθωση. Ήδη πριν από τις τροποποιήσεις του 2018, σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν ο νόμιμος στόχος πίσω από το μέτρο ήταν η κοινωνική στέγαση, το Δικαστήριο εξέφρασε τις αμφιβολίες του για μια τέτοια προσέγγιση. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιτυχία του αιτήματος έξωσης ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου θα γίνονταν οίκοθεν ελλείψει άλλου νόμιμου τίτλου για το ακίνητο, γεγονός που εγείρει συνεπώς ερωτήματα ως προς τη χρησιμότητα της περαιτέρω διαδικασίας.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το αποτέλεσμα τέτοιων διαδικασιών δεν θα ήταν οίκοθεν, καθώς ο μισθωτής θα μπορούσε να είχε άλλο τίτλο στο ακίνητο. Στο πλαίσιο αυτών των υποθέσεων, η διαδικασία έξωσης αναμένεται να πραγματοποιηθεί αφού το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει παραβίαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των προσφευγουσών λόγω των συνεπειών του προσβαλλόμενου νόμου. Επομένως, έχει ήδη διαπιστωθεί ότι ο προσβαλλόμενος νόμος ήταν αυτός που έδινε στον μισθωτή την δυνατότητα να παραμείνει στο μίσθιο και που παρέμβαινε στα δικαιώματα ιδιοκτησίας μεμονωμένων προσφευγόντων. Αν ο μισθωτής είχε άλλο τίτλο για το ακίνητο, τότε αυτό θα έπρεπε να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο στην ακροαματική διαδικασία, η οποία αν ήταν έγκυρη θα απέτρεπε την παραβίαση.
Στο βαθμό που η Κυβέρνηση βασίστηκε στη νέα διαδικασία που εισήχθη βάσει του άρθρου 12Β, μέσω των τροποποιήσεων του 2018, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές της παρούσας υπόθεσης. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να διαφωνήσει το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση.
Επομένως, ελλείψει αποζημίωσης που θα εξισορροπούσε το μειωμένο μίσθωμα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι παρά τον επίμαχο θεμιτό στόχο της κοινωνικής στέγασης, η μόνη λύση που θα μπορούσε να προσφέρει επαρκή και άμεση αποζημίωση στις προσφεύγουσες στην υπό κρίση υπόθεση ήταν το Συνταγματικό Δικαστήριο να διατάξει την έξωση – απόφαση την οποία απέτυχε να υιοθετήσει, όπως ήταν η συνήθης πρακτική του.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στην παρούσα υπόθεση, λόγω της ανεπάρκειας της προσφυγής του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η παραβίαση εξακολουθεί να υφίσταται και τα ένδικα μέσα που επικαλέστηκε η Κυβέρνηση δεν εμπόδισαν τη συνέχιση της.
Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ επιδίκασε σε κάθε μία από τις προσφεύγουσες το ποσό των 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη
(επιμέλεια echrcaselaw.com).