Υπόθεση C-636/19
Έννοια του «ασφαλισμένου» – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 1, στοιχείο γʹ – Άρθρο 2 – Άρθρο 24 – Δικαίωμα για παροχές σε είδος χορηγούμενες από το κράτος μέλος κατοικίας για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη – Οδηγία 2011/24/ΕΕ – Άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i – Άρθρο 7 – Επιστροφή των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης που παρασχέθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος κατοικίας και από το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη – Προϋποθέσεις
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 28ης Οκτωβρίου 2021
«Προδικαστική παραπομπή – Διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη – Έννοια του “ασφαλισμένου” – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 1, στοιχείο γʹ – Άρθρο 2 – Άρθρο 24 – Δικαίωμα για παροχές σε είδος χορηγούμενες από το κράτος μέλος κατοικίας για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη – Οδηγία 2011/24/ΕΕ – Άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i – Άρθρο 7 – Επιστροφή των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης που παρασχέθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος κατοικίας και από το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη – Προϋποθέσεις»
Στην υπόθεση C‑636/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρμόδιο επί υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης και δημοσιοϋπαλληλικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Αυγούστου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Αυγούστου 2019, στο πλαίσιο της δίκης
Y
κατά
Centraal Administratie Kantoor,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύουσα του τετάρτου τμήματος, S. Rodin και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και M. H. S. Gijzen,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους D. Martin, L. Malferrari και M. van Beek, καθώς και από την A. Szmytkowska, στη συνέχεια από τους D. Martin, L. Malferrari και P. Vanden Heede, καθώς και από την A. Szmytkowska,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 2021,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ 2011, L 88, σ. 45), σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, και τα άρθρα 2 και 24 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 43) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Y και του Centraal Administratie Kantoor (γραφείου κεντρικής διοίκησης, Κάτω Χώρες) (στο εξής: CAK), σχετικά με την άρνηση του CAK να επιστρέψει στην Y τις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης που της παρασχέθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας της και από το κράτος μέλος που της οφείλει σύνταξη γήρατος.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός 883/2004
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 20 και 22 του κανονισμού 883/2004 έχουν ως εξής:
«(3) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας [(ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73),] τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με διάφορες ευκαιρίες, προκειμένου να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι εξελίξεις σε κοινοτικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], αλλά και οι αλλαγές της νομοθεσίας, σε εθνικό επίπεδο. Οι παράγοντες αυτοί συνέτειναν ώστε οι κοινοτικοί κανόνες συντονισμού να καταστούν περίπλοκοι και μακροσκελείς. Κατά συνέπεια, είναι θεμελιώδους σημασίας να αντικατασταθούν οι εν λόγω κανόνες και, παράλληλα, να εκσυγχρονισθούν και να απλουστευθούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων.
[…]
(20) Όσον αφορά στις παροχές ασθένειας, μητρότητας και στις ισοδύναμες παροχές πατρότητας, θα πρέπει να παρέχεται προστασία στα ασφαλισμένα πρόσωπα που κατοικούν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους.
[…]
(22) Λόγω της συγκεκριμένης θέσης των αιτούντων σύνταξη και των συνταξιούχων και των μελών της οικογένειάς τους, πρέπει να υπάρχουν διατάξεις όσον αφορά στην ασφάλιση ασθένειας προσαρμοσμένες στην κατάσταση αυτή.»
4 Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
[…]
γ) “ασφαλισμένος”: σε σχέση με τους κλάδους κοινωνικής ασφάλειας που εμπίπτουν στον τίτλο ΙΙΙ κεφάλαια 1 και 3, το πρόσωπο το οποίο πληροί τους απαιτούμενους όρους της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους βάσει του τίτλου ΙΙ ώστε να έχει δικαίωμα σε παροχές, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού·
[…]
ιβ) “νομοθεσία”: για κάθε κράτος μέλος, οι νόμοι, οι κανονισμοί και άλλες κανονιστικές διατάξεις και όλα τα εκτελεστικά μέτρα, εφόσον αφορούν στους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης του άρθρου 3 παράγραφος 1
[…]
[…]
ιζ) “αρμόδιος φορέας”:
i) ο φορέας στον οποίο είναι ασφαλισμένος ο ενδιαφερόμενος κατά τον χρόνο της αίτησης για παροχή,
ή
ii) ο φορέας από τον οποίο ο ενδιαφερόμενος δικαιούται ή θα δικαιούταν παροχές, εάν ο ίδιος, μέλος ή μέλη της οικογένειάς του κατοικούσαν στο κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας αυτός,
[…]
ιθ) “αρμόδιο κράτος μέλος”: το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο αρμόδιος φορέας·
[…]
κβα) “παροχές σε είδος” σημαίνει:
i) για τους σκοπούς του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο 1 (παροχές ασθένειας, παροχές μητρότητας και ισοδύναμες παροχές πατρότητας) παροχές σε είδος που προβλέπονται δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους και προορίζονται για τη χορήγηση, διάθεση, άμεση καταβολή ή απόδοση του κόστους της ιατρικής περίθαλψης καθώς και των προϊόντων και υπηρεσιών που συνδέονται με την εν λόγω περίθαλψη. Ο όρος περιλαμβάνει τις παροχές σε είδος στο πλαίσιο μακροχρόνιας φροντίδας,
[…]».
5 Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσωπικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους.»
6 Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υλικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:
α) παροχές ασθένειας·
[…]».
7 Το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004, το οποίο επιγράφεται «Γενικοί κανόνες», περιλαμβάνεται στον τίτλο II του κανονισμού («Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας»). Το εν λόγω άρθρο προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:
[…]
ε) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων α) έως δ), υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.»
8 Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού:
«Το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει σύνταξη ή συντάξεις βάσει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων κρατών μελών και το οποίο κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί, με αίτησή του, να εξαιρεθεί από την εφαρμογή της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει υπαχθεί στη νομοθεσία αυτή λόγω άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας.»
9 Το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού φέρει τον τίτλο «Έλλειψη δικαιώματος για παροχές σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας» και ορίζει τα εξής:
«1. Το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει σύνταξη ή συντάξεις δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και το οποίο δεν δικαιούται παροχές σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, λαμβάνει, παρά ταύτα, τις παροχές αυτές, για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, εφόσον θα τις δικαιούταν δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους ή ενός τουλάχιστον εκ των κρατών μελών που είναι αρμόδια για τις συντάξεις του, εάν κατοικούσε στο εν λόγω κράτος μέλος. Οι παροχές σε είδος χορηγούνται σε βάρος του φορέα που αναφέρεται στην παράγραφο 2, από τον φορέα του τόπου κατοικίας, ως εάν ο ενδιαφερόμενος δικαιούνταν σύνταξη και παροχές σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους.
2. Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παράγραφο 1, η δαπάνη των παροχών σε είδος επιβαρύνει τον φορέα που προσδιορίζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
α) αν ο συνταξιούχος δικαιούται τις παροχές σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους, η δαπάνη βαρύνει τον αρμόδιο φορέα του εν λόγω κράτους μέλους·
β) αν ο συνταξιούχος δικαιούται παροχές σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, το βάρος της δαπάνης φέρει ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί ο ενδιαφερόμενος για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα· όταν η εφαρμογή αυτού του κανόνα έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση περισσότερων φορέων με τις παροχές αυτές, τότε το βάρος φέρει ο φορέας, ο οποίος εφαρμόζει τη νομοθεσία στην οποία είχε υπαχθεί τελευταία ο συνταξιούχος.»
10 Το άρθρο 27 του ίδιου κανονισμού επιγράφεται «Διαμονή του συνταξιούχου ή των μελών της οικογένειάς του σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος κατοικίας – Διαμονή στο αρμόδιο κράτος μέλος – Έγκριση για κατάλληλη θεραπεία εκτός του κράτους μέλους κατοικίας» και προβλέπει στην παράγραφο 3 τα ακόλουθα:
«Το άρθρο 20 εφαρμόζεται, mutatis mutandis, σε συνταξιούχο ή/και στα μέλη της οικογένειάς του που διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος κατοικίας τους προκειμένου να τους παρασχεθεί εκεί η κατάλληλη για την κατάστασή τους θεραπεία.»
11 Το άρθρο 31 του κανονισμού 883/2004, με τίτλο «Γενική διάταξη», περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1, τμήμα 3, του κανονισμού αυτού και προβλέπει τα εξής:
«Τα άρθρα 23 έως 30 δεν εφαρμόζονται σε συνταξιούχο ή στα μέλη της οικογένειάς του που δικαιούνται παροχές δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους βάσει της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή, ο ενδιαφερόμενος υπάγεται, για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, στα άρθρα 17 έως 21.»
Η οδηγία 2011/24
12 Οι αιτιολογικές σκέψεις 29 και 30 της οδηγίας 2011/24 έχουν ως εξής:
«(29) Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι και οι ασθενείς που επιζητούν υγειονομική περίθαλψη σε άλλο κράτος μέλος υπό περιστάσεις διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στον κανονισμό [883/2004] θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των ασθενών, των υπηρεσιών και των αγαθών σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η κάλυψη των εξόδων αυτής της υγειονομικής περίθαλψης για τους ασθενείς, τουλάχιστον στο επίπεδο που προβλέπεται αν αυτή είχε παρασχεθεί στο έδαφος του κράτους μέλους ασφάλισης. Έτσι θα πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστή η αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν το βαθμό της κάλυψης ασθένειας που παρέχουν στους πολίτες τους και να αποφεύγονται τυχόν σημαντικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση των εθνικών συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης.
(30) Για τους ασθενείς, επομένως, τα δύο συστήματα θα πρέπει να είναι συνεκτικά· ισχύει είτε η παρούσα οδηγία είτε οι κανονισμοί της Ένωσης για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.»
13 Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
β) “ασφαλισμένος”:
i) τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών των οικογενειών τους και των επιζώντων τους, που καλύπτονται από το άρθρο 2 του κανονισμού [883/2004] και είναι ασφαλισμένα κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο γ) του ίδιου κανονισμού […]
[…]
γ) “κράτος μέλος ασφάλισης”:
i) για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο β) σημείο i), το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να χορηγήσει στον ασφαλισμένο προηγούμενη έγκριση για να λάβει την κατάλληλη θεραπεία εκτός του κράτους μέλους διαμονής του σύμφωνα με τον κανονισμό [883/2004] και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1)]·
[…]».
14 Το άρθρο 7 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές αρχές για την επιστροφή των εξόδων», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:
«1. Με την επιφύλαξη του κανονισμού [883/2004] και βάσει των διατάξεων των άρθρων 8 και 9, το κράτος μέλος ασφάλισης εξασφαλίζει επιστροφή των εξόδων που επιβάρυναν ασφαλισμένο ο οποίος έλαβε διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, εάν η εν λόγω υγειονομική περίθαλψη περιλαμβάνεται στις παροχές που δικαιούται ο ασφαλισμένος στο κράτος μέλος ασφάλισης.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1:
α) εάν ένα κράτος μέλος περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV του κανονισμού [883/2004] και σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό έχει αναγνωρίσει δικαιώματα σε παροχές ασθένειας για τους συνταξιούχους και τα μέλη των οικογενειών τους, οι οποίοι κατοικούν σε διαφορετικό κράτος μέλος, θα τους παρέχει υγειονομική περίθαλψη δυνάμει της παρούσας οδηγίας καταβάλλοντας τα έξοδα εφόσον διαμένουν στο έδαφός του, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, ως εάν τα άτομα αυτά διέμεναν στο εν λόγω κράτος μέλος που περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα·
[…]».
15 Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Υγειονομική περίθαλψη που μπορεί να υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:
«1. Το κράτος μέλος ασφάλισης μπορεί να προβλέπει ένα σύστημα προηγούμενης έγκρισης για την επιστροφή των εξόδων διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης, βάσει του παρόντος άρθρου και του άρθρου 9. Το σύστημα της προηγούμενης έγκρισης, περιλαμβανομένων των κριτηρίων και της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, και οι μεμονωμένες αποφάσεις απόρριψης της χορήγησης προηγούμενης έγκρισης περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία και αναλογικά προς τον επιδιωκόμενο στόχο και δεν μπορούν να συνιστούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή αδικαιολόγητο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των ασθενών.
2. Υγειονομική περίθαλψη που μπορεί να υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση περιορίζεται στην υγειονομική περίθαλψη που:
α) υπόκειται σε απαιτήσεις σχεδιασμού προκειμένου να διασφαλιστεί επαρκής και μόνιμη πρόσβαση σε ένα ισόρροπο φάσμα ποιοτικής νοσοκομειακής περίθαλψης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή για να υλοποιηθεί ο στόχος της περιστολής των εξόδων και της πρόληψης, στο βαθμό του δυνατού, της σπατάλης χρηματικών, τεχνικών και ανθρώπινων πόρων και:
[…]
ii) απαιτεί τη χρήση πολύ εξειδικευμένης και δαπανηρής ιατρικής υποδομής ή ιατρικού εξοπλισμού·
[…]».
16 Το άρθρο 9 της οδηγίας 2011/24 φέρει τον τίτλο «Διοικητικές διαδικασίες για τη χρήση της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης» και ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Το κράτος μέλος ασφάλισης εξασφαλίζει ότι οι διοικητικές διαδικασίες όσον αφορά τη χρήση της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης και την επιστροφή των εξόδων υγειονομικής περίθαλψης που πραγματοποιήθηκε σε άλλο κράτος μέλος βασίζονται σε αμερόληπτα και χωρίς διακρίσεις κριτήρια που είναι αναγκαία και ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο.
2. Κάθε διοικητική διαδικασία αναφερομένη στην παράγραφο 1 είναι εύκολα προσβάσιμη και κάθε πληροφορία σχετική με τη διαδικασία αυτή διατίθεται στο επίπεδο που είναι ενδεδειγμένο. Η διαδικασία πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα αιτήματα θα αντιμετωπίζονται με αντικειμενικότητα και αμεροληψία.
3. Τα κράτη μέλη ορίζουν εύλογα χρονικά όρια εντός των οποίων πρέπει να διεκπεραιωθούν οι αιτήσεις για διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη και τα δημοσιοποιούν εκ των προτέρων. Κατά την εξέταση αίτησης για διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη:
α) τη συγκεκριμένη ιατρική κατάσταση·
β) τον επείγοντα χαρακτήρα και τις ατομικές περιστάσεις.
4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε μεμονωμένη διοικητική απόφαση σχετικά με τη χρήση της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης και την επιστροφή των εξόδων υγειονομικής περίθαλψης που δημιουργήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος είναι δεόντως αιτιολογημένη και υπόκειται σε χωριστή διοικητική επανεξέταση και είναι δυνατόν να προσβληθεί δικαστικώς, μεταξύ άλλων μέσω διαδικασίας προσωρινών/ασφαλιστικών μέτρων.
5. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να παρέχουν στους ασθενείς προαιρετικό σύστημα εκ των προτέρων κοινοποίησης βάσει του οποίου, σε αντάλλαγμα της κοινοποίησης αυτής, ο ασθενής λαμβάνει γραπτή επιβεβαίωση του μέγιστου ποσού που θα επιστραφεί κατ’ εκτίμηση. Η εκτίμηση αυτή λαμβάνει υπόψη την κλινική περίπτωση του ασθενούς, επισημαίνοντας τις ιατρικές διαδικασίες που ενδέχεται να εφαρμοσθούν.
Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόσουν τους μηχανισμούς χρηματικής αποζημίωσης μεταξύ των αρμόδιων οργάνων, όπως προβλέπει ο κανονισμός [883/2004]. Σε περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος ασφάλισης δεν εφαρμόζει τέτοιους μηχανισμούς, διασφαλίζει ότι οι ασθενείς λαμβάνουν την επιστροφή εξόδων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.»
Το ολλανδικό δίκαιο
17 Το άρθρο 69 του Zorgverzekeringswet (νόμου περί ασφάλισης υγείας, Stb. 2005, αριθ. 358), όπως ίσχυε από την 1η Απριλίου 2014 έως την 1η Ιανουαρίου 2017 (Stb. 2013, αριθ. 578), όριζε τα εξής:
«1. Πρόσωπα τα οποία κατοικούν στην αλλοδαπή και κατ’ εφαρμογήν κανονισμού του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή κατ’ εφαρμογήν κανονισμού που έχει εκδοθεί δυνάμει της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή Συνθήκης για την κοινωνική ασφάλιση δικαιούνται, σε περίπτωση ανάγκης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ή αποζημίωσης για δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία για την ασφάλιση υγείας της χώρας της κατοικίας τους, αναγγέλλονται στο [CAK], εκτός εάν, βάσει του παρόντος νόμου, υπάγονται σε υποχρεωτική ασφάλιση.
2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 14 και 15 οφείλουν εισφορά καθοριζόμενη με υπουργική απόφαση. Κατά ένα μέρος της καθοριζόμενο με την υπουργική απόφαση, η εισφορά αυτή θεωρείται, για τους σκοπούς της εφαρμογής του Wet op de zorgtoeslag [(νόμου περί παροχών υγειονομικής περίθαλψης)], ως ασφάλιστρο υγείας.
[…]
4. To [CAK] είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1, 14 και 15 και των μνημονευόμενων σε αυτές διεθνών κανόνων, καθώς και με την έκδοση αποφάσεων για την επιβολή και την είσπραξη των εισφορών που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.
[…]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 Η Υ είναι Ολλανδή υπήκοος η οποία κατοικεί στο Βέλγιο και λαμβάνει σύνταξη γήρατος από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, δυνάμει του Algemene Ouderdomswet (γενικού νόμου περί ασφάλισης γήρατος), της 31ης Μαΐου 1956 (Stb. 1956, αριθ. 281). Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, η Y είχε δικαίωμα, δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού 883/2004, σε παροχές υγειονομικής περίθαλψης προβλεπόμενες από τη νομοθεσία του κράτους κατοικίας της, για λογαριασμό του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, στο οποίο όφειλε να καταβάλει εισφορά, σύμφωνα με το άρθρο 69 του νόμου περί ασφάλισης υγείας. Εντούτοις, ως συνταξιούχος που δεν κατοικεί στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών αλλά από το οποίο λαμβάνει σύνταξη, η Y δεν υπαγόταν στο ολλανδικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας και απαλλασσόταν από τις σχετικές εισφορές.
19 Στις 6 Μαρτίου 2015, κατόπιν εξέτασής της από ιατρό γενικής ιατρικής στο Βέλγιο, η Υ υποβλήθηκε σε ακτινολογική εξέταση στο Academisch Ziekenhuis Maastricht (πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Μάαστριχτ, Κάτω Χώρες) και στη συνέχεια, στις 8 Μαρτίου 2015, σε απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (ΑΜΣ).
20 Στις 9 και 11 Μαρτίου 2015, ο σύζυγος της Y επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το CAK σχετικά με θεραπεία στην οποία σχεδίαζε να υποβληθεί η Υ στη Γερμανία. Το CAK επέστησε την προσοχή του στο ότι η θεραπεία αυτή προϋπέθετε διαδικασία έγκρισης.
21 Στις 12 Μαρτίου 2015, κατόπιν των εξετάσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Μάαστριχτ, η Y διαγνώστηκε με καρκίνο του στήθους βαθμού 2. Κατά το χρονικό εκείνο σημείο της προτάθηκε θεραπεία.
22 Στις 13 Μαρτίου 2015, η Υ ζήτησε δεύτερη ιατρική γνωμάτευση από το Franziskus Hospital Harderberg της Osnabrück (Γερμανία), για την οποία υπέβαλε αίτηση προέγκρισης στο CAK. Κατά την εξέταση αυτή διαγνώσθηκε με καρκίνο του στήθους βαθμού 3.
23 Στις 20 Μαρτίου 2015, η Υ υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο στήθος στο εν λόγω νοσοκομείο και στις 25 Μαρτίου 2015 σε αφαίρεση λεμφαδένων. Στη συνέχεια, μεταξύ της 14ης Απριλίου 2015 και της 24ης Ιουνίου 2015, η Y υποβλήθηκε στο νοσοκομείο αυτό σε μετεγχειρητικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης ακτινοθεραπείας. Δεν ζητήθηκε προέγκριση από το CAK για τις ως άνω χειρουργικές επεμβάσεις και θεραπείες.
24 Στις 19 Μαρτίου 2015, ο βελγικός φορέας ασφάλισης ασθένειας στον οποίο υπαγόταν η Y υπέβαλε αίτηση στο CAK για τη χορήγηση εκ των υστέρων έγκρισης σχετικά με την παρασχεθείσα ιατρική θεραπεία κατόπιν της εξέτασης που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου 2015 στο Franziskus Hospital Harderberg.
25 Την 1η Μαΐου 2015, το CAK αρνήθηκε να χορηγήσει την έγκριση αυτή, με την αιτιολογία ότι θα μπορούσε να είχε χορηγηθεί μόνον αν η Y την είχε ζητήσει πριν της παρασχεθεί η θεραπεία, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.
26 Την 1η Ιουλίου 2015, η Y ζήτησε ωστόσο από το CAK την επιστροφή των εξόδων των εν λόγω ιατρικών θεραπειών, συνολικού ποσού 16 853,13 ευρώ, προσκομίζοντας τα αντίστοιχα τιμολόγια.
27 Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2015, το CAK απέρριψε την αίτηση αυτή, με την αιτιολογία ότι η Y μετέβη στη Γερμανία προκειμένου να υποβληθεί σε «προγραμματισμένη περίθαλψη», κατά την έννοια του άρθρου 20 του κανονισμού 883/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 26 του κανονισμού 987/2009, για την οποία η Υ δεν είχε ζητήσει προέγκριση.
28 Με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2016, η διοικητική ένσταση που άσκησε η Y κατά της απόφασης της 20ής Ιουλίου 2015 απορρίφθηκε από το CAK.
29 Η προσφυγή που άσκησε η Y κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) επίσης απορρίφθηκε. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η αρχική παραμονή, η νοσηλεία και η θεραπευτική αγωγή που έλαβαν χώρα στη Γερμανία, με διαφορά μιας εβδομάδας κάθε φορά, δικαιολογούσαν το συμπέρασμα ότι η εν λόγω υγειονομική περίθαλψη δεν είχε παρασχεθεί στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης όσον αφορά την κατάσταση της υγείας της Y. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, ορθώς το CAK χαρακτήρισε την ιατρική θεραπεία που παρασχέθηκε στην Y στη Γερμανία ως «προγραμματισμένη περίθαλψη» για την οποία δεν είχε χορηγηθεί προέγκριση και αρνήθηκε, ως εκ τούτου, να επιστρέψει τη σχετική ιατρική δαπάνη.
30 Η Υ άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αρμόδιου επί υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης και δημοσιοϋπαλληλικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες). Ισχυρίζεται, αφενός, ότι οι χειρουργικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 20 και 25 Μαρτίου 2015 στο γερμανικό νοσοκομείο έπρεπε να θεωρηθούν, λόγω του επείγοντος και αιφνίδιου από ιατρικής απόψεως χαρακτήρα τους, ως «μη προγραμματισμένη», κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 883/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 26 του κανονισμού 987/2009, περίθαλψη, που δεν υπόκειται σε προέγκριση όσον αφορά την επιστροφή των σχετικών ιατρικών εξόδων. Αφετέρου, η Y υποστηρίζει ότι δεν απαιτούνταν προέγκριση δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2011/24 ούτε για τις μετεγχειρητικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης της ακτινοθεραπείας, οι οποίες της παρασχέθηκαν επίσης στη Γερμανία μεταξύ της 14ης Απριλίου και της 24ης Ιουνίου 2015.
31 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το CAK δεν ήταν υποχρεωμένο να επιστρέψει τα ιατρικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Y στη Γερμανία, διότι δεν είχε ζητήσει την προέγκριση που απαιτείται βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, το οποίο εφαρμόζεται, mutatis mutandis, σε συνταξιούχους όπως η Υ, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Μολονότι δέχεται ότι δεν είναι απαραίτητο να κριθεί το ζήτημα εάν το γεγονός και μόνον ότι η Υ δεν είχε υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση προέγκρισης αρκούσε για να δικαιολογήσει άρνηση του CAK να επιστρέψει τα ιατρικά αυτά έξοδα, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, ακόμη και αν είχε ζητηθεί εγκαίρως προέγκριση, το CAK θα μπορούσε να αρνηθεί τη χορήγησή της βάσει δήλωσης του βελγικού ασφαλιστικού φορέα ασθένειας, προσκομισθείσας κατά τη διάρκεια της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασίας, όπου αναφερόταν ότι η ίδια θεραπεία θα ήταν δυνατόν να παρασχεθεί στο Βέλγιο εντός του ίδιου χρονικού πλαισίου με τη Γερμανία.
32 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ευσταθεί ο ισχυρισμός της Y ότι, ως συνταξιούχος, δύναται παρά ταύτα να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας 2011/24, προκειμένου να της επιστραφούν, εν όλω ή εν μέρει, τα έξοδα της μετεγχειρητικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένης της ακτινοθεραπείας, που της παρασχέθηκε στη Γερμανία, τα οποία, κατά την άποψή της, δεν υπόκεινται σε έγκριση, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας αυτής. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η Y, ως συνταξιούχος η οποία δεν είναι ασφαλισμένη στο πλαίσιο εθνικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας, εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/24 ως «ασφαλισμένη», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, της ίδιας οδηγίας.
33 Σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Y δεν εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/24, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ απαγορεύει στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη της Υ να αρνηθεί, λόγω έλλειψης προέγκρισης, την επιστροφή των εξόδων υγειονομικής περίθαλψης για την οποία δεν απαιτήθηκε νοσηλεία και η οποία παρασχέθηκε εκτός του κράτους αυτού και εκτός του κράτους κατοικίας, επειδή κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αδικαιολόγητο εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, όπως κατοχυρώνεται στη διάταξη αυτή.
34 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρμόδιο επί υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης και δημοσιοϋπαλληλικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει η οδηγία 2011/24 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα αναφερόμενα στο άρθρο 24 του κανονισμού 883/2004 πρόσωπα, τα οποία λαμβάνουν στο κράτος κατοικίας παροχές σε είδος με επιβάρυνση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, αλλά δεν είναι ασφαλισμένα στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών στο εκ του νόμου σύστημα ασφάλισης ασθένειας, μπορούν να επικαλεστούν ευθέως την οδηγία αυτή για να τους επιστραφούν τα έξοδα που αφορούν παρασχεθείσα υγειονομική περίθαλψη;
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:
2) Συνάγεται από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ότι, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη, η μη απόδοση των εξόδων για υγειονομική περίθαλψη που παρασχέθηκε σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της κατοικίας ή από εκείνο που οφείλει τη σύνταξη συνιστά αδικαιολόγητο εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
35 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/24, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 2 του κανονισμού 883/2004, έχουν την έννοια ότι ο συνταξιούχος δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους ο οποίος δικαιούται, βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού, παροχές σε είδος χορηγούμενες από το κράτος μέλος της κατοικίας του για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη πρέπει να θεωρηθεί «ασφαλισμένος», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, στον οποίον μπορούν να επιστραφούν τα έξοδα υγειονομικής περίθαλψης που του παρασχέθηκε σε τρίτο κράτος μέλος, χωρίς να είναι ασφαλισμένος στο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη.
36 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/24 ορίζει ότι, με την επιφύλαξη του κανονισμού 883/2004 και βάσει των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας αυτής, το κράτος μέλος ασφάλισης εξασφαλίζει επιστροφή των εξόδων που επιβάρυναν ασφαλισμένο ο οποίος έλαβε διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, εάν η εν λόγω υγειονομική περίθαλψη περιλαμβάνεται στις παροχές που δικαιούται ο ασφαλισμένος στο κράτος μέλος ασφάλισης.
37 Η έννοια του «ασφαλισμένου» που ορίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2011/24 περιλαμβάνει «τα πρόσωπα […] που καλύπτονται από το άρθρο 2 του κανονισμού [883/2004] και είναι ασφαλισμένα κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο γ) του ίδιου κανονισμού». Η έννοια αυτή ορίζεται επομένως διά παραπομπής στις ως άνω δύο διατάξεις του κανονισμού 883/2004, προκειμένου ιδίως να διασφαλιστεί η συνεκτικότητα μεταξύ του εν λόγω κανονισμού και της οδηγίας 2011/24, όπως τούτο διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας αυτής. Εφόσον το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2011/24 αναφέρεται σωρευτικώς στις δύο προαναφερθείσες διατάξεις του κανονισμού 883/2004, για να μπορεί ένα πρόσωπο να χαρακτηριστεί «ασφαλισμένος» κατά την έννοια της οδηγίας, πρέπει να πληροί όλους τους όρους που θέτουν οι διατάξεις αυτές.
38 Αφενός, το άρθρο 2 του κανονισμού 883/2004, το οποίο ορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι ο εν λόγω κανονισμός «εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους […] που […] υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών». Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, ως «ασφαλισμένος» νοείται, σε σχέση με τους κλάδους κοινωνικής ασφάλειας που εμπίπτουν στον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 1, σχετικά με τις παροχές ασθένειας, παροχές μητρότητας και ισοδύναμες παροχές πατρότητας, και στο κεφάλαιο 3, σχετικά με τα επιδόματα θανάτου, του κανονισμού αυτού, το πρόσωπο το οποίο πληροί τους απαιτούμενους όρους της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους βάσει του τίτλου ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, ώστε να έχει δικαίωμα στις παροχές αυτές, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του ίδιου κανονισμού.
39 Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της Y, η οποία λαμβάνει σύνταξη γήρατος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος, κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος και, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δικαιούται παροχές σε είδος που χορηγεί το κράτος μέλος κατοικίας, για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξή του, πρέπει να θεωρείται ότι «υπάγεται στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, ότι το πρόσωπο αυτό, εκ του γεγονότος και μόνον ότι λαμβάνει την εν λόγω σύνταξη γήρατος, υπάγεται στη νομοθεσία κράτους μέλους, κατά την ως άνω διάταξη, ήτοι στη νομοθεσία του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά το ότι το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να καταβάλει, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη, εισφορές για την κάλυψη των παροχών υγειονομικής περίθαλψης που προβλέπονται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.
40 Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της Y εμπίπτει στην έννοια του «ασφαλισμένου», κατά το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη παροχές υγειονομικής περίθαλψης περιλαμβάνονται μεταξύ των κλάδων κοινωνικής ασφάλειας του τίτλου III, κεφάλαιο 1, του κανονισμού. Αφετέρου, πρέπει να εξακριβωθεί αν το πρόσωπο αυτό πληροί τους απαιτούμενους όρους της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους ώστε να έχει δικαίωμα στις παροχές αυτές.
41 Συναφώς, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 προκύπτει ότι, μολονότι ο συνταξιούχος βάσει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ο οποίος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος πρέπει κανονικά να υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, μπορεί εντούτοις, κατόπιν αιτήσεώς του, να εξαιρεθεί από την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας, εκτός εάν υπάγεται σε αυτήν λόγω άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας.
42 Όταν η εξαίρεση αυτή ζητείται από τον ίδιο τον συνταξιούχο, ο φορέας ο οποίος επιβαρύνεται με τη δαπάνη των παροχών σε είδος τις οποίες δικαιούται ο συνταξιούχος δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού. Επομένως, το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται ο επίμαχος φορέας είναι το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του ως άνω κανονισμού.
43 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Y υπάγεται στη νομοθεσία των Κάτω Χωρών, που είναι το αρμόδιο κράτος μέλος δυνάμει του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 883/2004.
44 Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της Υ πληροί τους απαιτούμενους όρους της εν λόγω νομοθεσίας, «λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του [κανονισμού αυτού]», ώστε να δικαιούται τις παροχές που προβλέπονται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.
45 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με την έννοια της αναφερόμενης στην επίμαχη διάταξη «νομοθεσίας» προσδιορίζονται, στο άρθρο 1, στοιχείο ιβʹ, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 883/2004, για κάθε κράτος μέλος, «οι νόμοι, οι κανονισμοί και άλλες κανονιστικές διατάξεις και όλα τα εκτελεστικά μέτρα, εφόσον αφορούν στους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης του άρθρου 3, παράγραφος 1», του εν λόγω κανονισμού.
46 Πλην όμως, το επιχείρημα της Ολλανδικής Κυβέρνησης –κατά το οποίο συνταξιούχος δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους, ο οποίος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος και δικαιούται παροχές σε είδος που χορηγεί το δεύτερο κράτος μέλος για λογαριασμό του πρώτου, βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, δεν είναι «ασφαλισμένος», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, για τον λόγο ότι ο συνταξιούχος αυτός δεν διαθέτει υποχρεωτική ασφάλιση ασθένειας στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη– καταλήγει σε συσταλτική ερμηνεία της τελευταίας διάταξης, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα για παροχές σε είδος που χορηγείται στον συνταξιούχο ευθέως από το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, ερμηνεία δε η οποία ισοδυναμεί με την πρόβλεψη ενός όρου που δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004 και, ως εκ τούτου, παραβλέπει τις διατάξεις του.
47 Εν πάση περιπτώσει, μολονότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τους όρους αυτούς, επισημαίνεται, όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, ότι από τον φάκελο που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι απαιτούμενοι από την ολλανδική νομοθεσία όροι για τη θεμελίωση δικαιώματος στις εν λόγω παροχές σε είδος στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στους όρους που τίθενται στο άρθρο 24 του κανονισμού 883/2004. Το εν λόγω άρθρο εξαρτά το προβλεπόμενο σε αυτό δικαίωμα παροχών σε είδος από τρεις όρους. Πρώτον, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να λαμβάνει σύνταξη ή συντάξεις δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων κρατών μελών, δεύτερον, δεν πρέπει να δικαιούται παροχές σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους της κατοικίας του και, τρίτον, θα έπρεπε να δικαιούνταν τις παροχές αυτές δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους που οφείλει τη σύνταξη, εάν κατοικούσε στο κράτος μέλος αυτό. Όπως επιβεβαίωσε και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η ολλανδική νομοθεσία δεν θέτει κανέναν άλλον όρο προκειμένου να δικαιούται ο ενδιαφερόμενος παροχές σε είδος βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού.
48 Επομένως, η έννοια του «ασφαλισμένου», κατά το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, καλύπτει επίσης τον συνταξιούχο δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους ο οποίος δικαιούται, βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού, παροχές σε είδος που χορηγούνται από το κράτος μέλος κατοικίας του για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη, ακόμη και αν δεν έχει υποχρεωτική ασφάλιση ασθένειας στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.
49 Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Ολλανδικής Κυβέρνησης η οποία υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαια 1 και 3, του κανονισμού 883/2004 διακρίνουν σαφώς μεταξύ των διατάξεων που εφαρμόζονται, αφενός, στους «ασφαλισμένους» και, αφετέρου, στους «συνταξιούχους», οι οποίοι, αντιθέτως προς τους ασφαλισμένους, δεν ορίζονται στον κανονισμό αυτόν, ως εκ τούτου δε οι δύο αυτές κατηγορίες προσώπων αλληλοαποκλείονται. Επομένως, σύμφωνα με την Ολλανδική Κυβέρνηση, συνταξιούχος βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους ο οποίος δικαιούται, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, παροχές σε είδος που χορηγεί το κράτος μέλος κατοικίας για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη δεν εμπίπτει στην έννοια του «ασφαλισμένου», κατά το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, όπως επιβεβαιώνεται από το ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, σχετικά με τους συνταξιούχους και τα μέλη των οικογενειών τους, του κεφαλαίου 1 του τίτλου III του ίδιου κανονισμού.
50 Πρώτον, το επιχείρημα αυτό αντικρούεται από το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, το οποίο αναφέρεται σε «πρόσωπο» γενικώς. Συνεπώς, η έννοια αυτή αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προσώπων που εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, υπό την επιφύλαξη ότι το πρόσωπο αυτό πληροί τους όρους που προβλέπονται από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους ώστε να μπορεί να ζητήσει παροχές υγειονομικής περίθαλψης με επιβάρυνση του εν λόγω κράτους, «λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του [κανονισμού αυτού]».
51 Δεύτερον, η ερμηνεία του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, που εκτίθεται στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, επιρρωννύεται από τον σκοπό του κανονισμού, ο οποίος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 3, επιδιώκει να αντικαταστήσει και, παράλληλα, να εκσυγχρονίσει και να απλουστεύσει τους κανόνες συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι κατέστησαν περίπλοκοι και μακροσκελείς λόγω των πολυάριθμων τροποποιήσεων του κανονισμού 1408/71.
52 Η έννοια του «ασφαλισμένου» κατά τον κανονισμό 883/2004 είναι αποτέλεσμα της βούλησης αυτής περί απλούστευσης και περιλαμβάνει γενικώς και εξαντλητικώς τους υπηκόους των κρατών μελών, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους. Όλα τα πρόσωπα αυτά, εφόσον πληρούν τους απαιτούμενους από τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους όρους ώστε να έχουν δικαίωμα σε παροχές, κατά το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, εμπίπτουν, όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, στην έννοια του «ασφαλισμένου» που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, για την εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου III, κεφάλαια 1 και 3, του εν λόγω κανονισμού.
53 Μολονότι, στον τίτλο III, κεφάλαιο 1, του κανονισμού 883/2004, οι διατάξεις που εφαρμόζονται, αφενός, στους «ασφαλισμένους και τα μέλη των οικογενειών τους, πλην των συνταξιούχων και των μελών των οικογενειών τους» και, αφετέρου, στους «συνταξιούχους και τα μέλη των οικογενειών τους» περιλαμβάνονται σε δύο διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου, η συστηματοποίηση αυτή αποσκοπεί απλώς στο να διασφαλιστεί ότι «παρέχεται προστασία στα ασφαλισμένα πρόσωπα που κατοικούν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο κράτος μέλος, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους», όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 20 και 22 του κανονισμού αυτού. Λαμβανομένης υπόψη της «συγκεκριμένης θέσης των […] συνταξιούχων και των μελών της οικογένειάς τους», πρόκειται για «διατάξεις όσον αφορά στην ασφάλιση ασθένειας προσαρμοσμένες στην κατάσταση αυτή» και όχι για δύο διακριτές και αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες προσώπων.
54 Ειδικότερα, ο τίτλος III, κεφάλαιο 1, τμήμα 2, του κανονισμού 883/2004 περιλαμβάνει διατάξεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες των συνταξιούχων και των μελών των οικογενειών τους που βρίσκονται σε ιδιαίτερη κατάσταση, λόγω ιδίως του ότι οι εν λόγω συνταξιούχοι κατοικούν, όπως και η Y, σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που οφείλει τη σύνταξή τους, κατάσταση στην οποία δεν εφαρμόζονται αυτές καθεαυτές οι γενικές διατάξεις του τμήματος 1 του ως άνω κεφαλαίου. Επομένως, οι διατάξεις του τίτλου III, κεφάλαιο 1, τμήμα 2, του κανονισμού 883/2004 αποτελούν, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών του, lex specialis σε σχέση με εκείνες του τίτλου III, κεφάλαιο 1, τμήμα 1, του ίδιου κανονισμού, οι οποίες αποτελούν τον lex generalis.
55 Ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των διατάξεων του τίτλου III, κεφάλαιο 1, τμήμα 2, του κανονισμού 883/2004 –που εφαρμόζονται στους «συνταξιούχους και τα μέλη των οικογενειών τους»– σε σχέση με τις διατάξεις του τμήματος 1 του ίδιου κεφαλαίου –που εφαρμόζονται στους «ασφαλισμένους και τα μέλη των οικογενειών τους, πλην των συνταξιούχων και των μελών των οικογενειών τους»– επιβεβαιώνεται από το άρθρο 31 του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο τα άρθρα 23 έως 30, που περιλαμβάνονται στο τμήμα 2, δεν εφαρμόζονται σε συνταξιούχο που δικαιούται παροχές υγειονομικής περίθαλψης δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους βάσει της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να λάβει τις παροχές αυτές που διαλαμβάνονται στον τίτλο III, κεφάλαιο 1, του εν λόγω κανονισμού, διέπεται από τα άρθρα 17 έως 21 του κανονισμού, τα οποία περιλαμβάνονται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου 1.
56 Τρίτον, η ερμηνεία της έννοιας του «ασφαλισμένου», κατά το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004, η οποία έγινε δεκτή στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, επιρρωννύεται επίσης από πλείονες διατάξεις της οδηγίας 2011/24.
57 Αφενός, η κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έννοια «κράτος μέλος ασφάλισης» προσδιορίζεται, για τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας, στο στοιχείο γʹ του άρθρου 3, ως «το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να χορηγήσει στον ασφαλισμένο προηγούμενη έγκριση για να λάβει την κατάλληλη θεραπεία εκτός του κράτους μέλους διαμονής του σύμφωνα με τον κανονισμό [883/2004] και τον κανονισμό [987/2009]». Παρά τη διατύπωσή της, η έννοια αυτή δεν απαιτεί, όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, «ασφάλιση» στο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας κράτους μέλους.
58 Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/24, εάν ένα κράτος μέλος περιλαμβάνεται στο παράρτημα IV του κανονισμού 883/2004 και, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, έχει αναγνωρίσει δικαιώματα σε παροχές υγειονομικής περίθαλψης για τους συνταξιούχους και τα μέλη των οικογενειών τους οι οποίοι κατοικούν σε διαφορετικό κράτος μέλος, τους παρέχει υγειονομική περίθαλψη δυνάμει της εν λόγω οδηγίας καταβάλλοντας τα έξοδα εφόσον διαμένουν στο έδαφός του, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, ως εάν τα άτομα αυτά διέμεναν στο έδαφος αυτό. Επεκτείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπέρ των «συνταξιούχων […] οι οποίοι κατοικούν σε διαφορετικό κράτος μέλος» το δικαίωμα επιστροφής των δαπανών από το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη για τις δαπάνες της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης που τους παρεσχέθη, όταν το κράτος που οφείλει τη σύνταξη μνημονεύεται στο παράρτημα IV του κανονισμού 883/2004, έστω και αν οι εν λόγω συνταξιούχοι δεν είναι ασφαλισμένοι στο υποχρεωτικό σύστημα ασφάλισης ασθένειας του κράτους μέλους αυτού, η οδηγία 2011/24 περιλαμβάνει τους συνταξιούχους στην έννοια του «ασφαλισμένου», κατά το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, αυτής.
59 Επισημαίνεται περαιτέρω ότι η Ολλανδική Κυβέρνηση ανέφερε, στην απάντησή της σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έκανε χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 της οδηγίας 2011/24 δυνατότητας να θεσπίσει σύστημα προηγούμενης έγκρισης για την επιστροφή των εξόδων διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης. Επομένως, εν προκειμένω και υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί συναφώς το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί η Υ να στερηθεί τη δυνατότητα επιστροφής των εξόδων διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης που της παρασχέθηκε στη Γερμανία, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2011/24, για τον λόγο ότι δεν είχε λάβει προέγκριση για την περίθαλψη αυτή.
60 Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της Y μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/24, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι οι διοικούμενοι μπορούν να επικαλούνται απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως σαφείς διατάξεις οδηγιών έναντι του κράτους μέλους και του συνόλου των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, καθώς και έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή τον έλεγχο του κράτους ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες. Μπορούν επίσης να εξομοιώνονται με το κράτος οργανισμοί ή φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί, από δημόσια αρχή, η εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και, για τον λόγο αυτόν, έχουν εξοπλιστεί με εξαιρετικές εξουσίες (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Pensions-Sicherungs-Verein, C‑168/18, EU:C:2019:1128, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
61 Εν προκειμένω, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/24, επιβάλλοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την επιστροφή των εξόδων που επιβάρυναν ασφαλισμένο ο οποίος έλαβε διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, εάν η εν λόγω υγειονομική περίθαλψη περιλαμβάνεται στις παροχές που δικαιούται ο ασφαλισμένος στο κράτος μέλος ασφάλισης, περιέχει σαφή, ακριβή και απαλλαγμένη αιρέσεων υποχρέωση των κρατών μελών που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, με αποτέλεσμα οι ιδιώτες να μπορούν να επικαλεστούν απευθείας τη διάταξη αυτή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.
62 Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/24, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 2 του κανονισμού 883/2004, έχουν την έννοια ότι συνταξιούχος δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους ο οποίος δικαιούται, βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού, παροχές σε είδος χορηγούμενες από το κράτος μέλος της κατοικίας του για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη πρέπει να θεωρηθεί «ασφαλισμένος», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, στον οποίον μπορούν να επιστραφούν τα έξοδα διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης που του παρασχέθηκε σε τρίτο κράτος μέλος, χωρίς να είναι ασφαλισμένος στο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
63 Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
64 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, σημείο i, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, έχουν την έννοια ότι συνταξιούχος δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους ο οποίος δικαιούται, βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού, όπως τροποποιήθηκε, παροχές σε είδος χορηγούμενες από το κράτος μέλος της κατοικίας του για λογαριασμό του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη πρέπει να θεωρηθεί «ασφαλισμένος», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, στον οποίον μπορούν να επιστραφούν τα έξοδα διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης που του παρασχέθηκε σε τρίτο κράτος μέλος, χωρίς να είναι ασφαλισμένος στο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη.