Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ – Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου (προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ)
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 9-11-2021 προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας ΔΕΕ Juliane Kokott πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι οι διατάξεις της Συμφωνίας για την αποχώρηση και της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας, οι οποίες προβλέπουν τη διατήρηση του καθεστώτος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, δεσμεύουν την Ιρλανδία.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο SD, κατά του οποίου εκδόθηκε στις 20 Μαρτίου 2020 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από δικαστική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου, συνελήφθη στην Ιρλανδία στις 9 Σεπτεμβρίου 2020. Στις 8 Φεβρουαρίου 2021, το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο, Ιρλανδία) εξέδωσε διάταξη για την παράδοση του SD στο Ηνωμένο Βασίλειο και μεταγενέστερη διάταξη με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι να παραδοθεί. Ο SN κατά του οποίου εκδόθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2020 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης επίσης από δικαστική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου, συνελήφθη στις 25 Φεβρουαρίου 2021 και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής κατά της παράδοσής του.
Ο SD και ο SN προσέφυγαν χωριστά στο High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) ζητώντας να εξεταστεί υπό το πρίσμα του ιρλανδικού Συντάγματος η νομιμότητα της κράτησής τους. Υποστήριξαν ότι κρατούνταν παρανόμως διότι το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν είχε πλέον εφαρμογή μεταξύ της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Το High Court (ανώτερο δικαστήριο) έκρινε ότι τόσο ο SD όσο και ο SN τελούσαν νομίμως υπό κράτηση και, ως εκ τούτου, αρνήθηκε να διατάξει την απόλυσή τους. Σε αμφότερους χορηγήθηκε το δικαίωμα απευθείας άσκησης αναιρέσεως ενώπιον του Supreme Court (Ανώτατου Δικαστηρίου), πλην όμως κρίθηκε ότι έπρεπε να παραμείνουν υπό κράτηση εν αναμονή της έκβασης των αιτήσεων αναιρέσεως.
Με την υπό κρίση προδικαστική παραπομπή, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει κατά πόσον οι ρυθμίσεις που περιέχονται στη Συμφωνία για την αποχώρηση και στη Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας, στον βαθμό που συνδέονται με το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δεσμεύουν την Ιρλανδία. Σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν την δεσμεύουν, τα εθνικά μέτρα που ελήφθησαν από την Ιρλανδία προκειμένου να διατηρηθεί το καθεστώς του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο είναι άκυρα και, κατά συνέπεια, η συνέχιση της προσωρινής κράτησης των αναιρεσειόντων είναι παράνομη.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας ΔΕΕ Juliane Kokott πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και το άρθρο 185 της Συμφωνίας για την αποχώρηση καθώς και το τρίτο μέρος, τίτλος VII, της Συμφωνίας εμπορίου και συνεργασίας, ιδίως δε το άρθρο 632 της Συμφωνίας αυτής, τα οποία προβλέπουν τη διατήρηση του καθεστώτος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, δεσμεύουν την Ιρλανδία.
Η γενική εισαγγελέας J. Kokott διευκρίνισε ότι, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος από το Ηνωμένο Βασίλειο και η κράτηση του καταζητούμενου προσώπου επιτρέπεται μόνον εφόσον υφίσταται αντίστοιχη υποχρέωση δυνάμει του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει δεσμευτική ισχύ για την Ιρλανδία. Πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 30 Ιανουαρίου 2020, η υποχρέωση αυτή απέρρεε απευθείας από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ [απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών]. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ εξακολούθησε μεν να εφαρμόζεται, πλην όμως, οι επίμαχες υποθέσεις δεν καλύπτονται από τους ως άνω κανόνες, καθόσον ο SD και ο SN δεν είχαν παραδοθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.
Η γενική εισαγγελέας J. Kokott επεσήμανε ότι το πρωτόκολλο αριθ. 21, για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ και τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, ορίζει ότι η Ιρλανδία δεν δεσμεύεται από πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εκτός αν το εν λόγω κράτος μέλος έχει επιλέξει ρητώς να ασκήσει το δικαίωμα προαιρετικής συμμετοχής του όσον αφορά το επίμαχο μέτρο. Η Ιρλανδία δεν έχει επιλέξει να ασκήσει το δικαίωμα αυτό όσον αφορά τις κρίσιμες διατάξεις των δύο ανωτέρω συμφωνιών. Ως εκ τούτου, η γενική εισαγγελέας εξέτασε κατά πόσον, λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, η Ιρλανδία έπρεπε να είχε ασκήσει το δικαίωμα όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προκειμένου αυτές να έχουν εφαρμογή.
Δεδομένου ότι το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του πρωτοκόλλου αριθ. 21 περιορίζεται ρητώς στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το εν λόγω πρωτόκολλο εφαρμόζεται μόνον όσον αφορά μέτρα τα οποία στηρίζονται, ή θα έπρεπε να στηρίζονται, σε αρμοδιότητα απορρέουσα από τον τίτλο V του τρίτου μέρους της ΣΕΕ. Κατ’ αντιδιαστολή, μέτρα τα οποία αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης δεν καλύπτονται από το πρωτόκολλο εφόσον δεν απαιτείται να στηρίζονται σε αυτήν την αρμοδιότητα.
Εξετάζοντας τις δύο προαναφερθείσες συμφωνίες, η γενική εισαγγελέας υπογράμμισε ότι δεν στηρίζονται σε αρμοδιότητες σχετικές με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, αλλά αντιθέτως συνδέονται, αφενός, με την αρμοδιότητα που αφορά τις ρυθμίσεις για αποχώρηση και, αφετέρου, με την αρμοδιότητα σύναψης συμφωνίας σύνδεσης.
Όσον αφορά τη Συμφωνία για την αποχώρηση, η γενική εισαγγελέας J. Kokott τόνισε ότι το να απαιτείται μια συμφωνία για αποχώρηση να στηρίζεται και σε διατάξεις άλλες πλην εκείνης του άρθρου 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ, σε περίπτωση που επηρεάζει κάποιον επιμέρους τομέα, θα κατέληγε να καθίστανται στην πράξη άνευ αντικειμένου η αρμοδιότητα και η διαδικασία τις οποίες προβλέπει το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Το καθεστώς παράδοσης του άρθρου 62, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Συμφωνίας για την αποχώρηση ουδόλως δημιουργεί εκτεταμένες υποχρεώσεις οι οποίες συνιστούν σκοπό διαφορετικό από εκείνον της διασφάλισης της ομαλής διαδικασίας αποχώρησης. Απλώς παρατείνει και τροποποιεί τις ήδη υφιστάμενες υποχρεώσεις για μια περιορισμένη μεταβατική περίοδο, λαμβανομένης υπόψη της αποχώρησης. Επιπλέον, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Συμφωνίας για την αποχώρηση δημιουργεί νέες υποχρεώσεις για την Ιρλανδία, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος υπείχε παρόμοιες υποχρεώσεις δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ πριν τεθεί σε ισχύ η εν λόγω συμφωνία. Κατά συνέπεια, το άρθρο 62, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Συμφωνίας για την αποχώρηση ορθώς έχει ως αποκλειστική νομική βάση το άρθρο 50, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Η αρμοδιότητα αυτή δεν είναι απαραίτητο να συνδυαστεί με οποιαδήποτε αρμοδιότητα σχετική με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Όσον αφορά τη Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας, η γενική εισαγγελέας J. Kokott επεσήμανε ότι συνάπτεται βάσει του άρθρου 217 ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα σύναψης με τρίτες χώρες συμφωνιών που συνιστούν σύνδεση, συνεπαγόμενη αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, κοινές δράσεις και ειδικές διαδικασίες. Βάσει της αρμοδιότητας αυτής η Ευρωπαϊκή Ένωση διασφαλίζει την τήρηση των δεσμεύσεων έναντι τρίτων κρατών σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις Συνθήκες. Η ευρεία έκτασή της δικαιολογείται από τον στόχο δημιουργίας ιδιαίτερων, προνομιακών δεσμών με χώρα μη μέλος, η οποία πρέπει, τουλάχιστον μέχρι ενός ορισμένου βαθμού, να συμμετέχει στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν προκειμένω, η συμμετοχή στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεπάγεται τη συμμετοχή στο καθεστώς παράδοσης που θεσπίζεται για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ. Το καθεστώς αυτό έχει εφαρμογή στην Ιρλανδία. Επιπλέον, η σύναψη συμφωνίας σύνδεσης απαιτεί την ύπαρξη ομοφωνίας στο Συμβούλιο, πράγμα που σημαίνει ότι η Ιρλανδία είχε συμφωνήσει να δεσμευθεί από το καθεστώς παράδοσης που προβλέπεται στη Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας. Λαμβανομένου υπόψη ότι ουδεμία εξαίρεση προβλέπεται για την Ιρλανδία, το δεσμευτικό αποτέλεσμα επί του συγκεκριμένου κράτους μέλους είναι σαφές.
Η γενική εισαγγελέας J. Kokott σημείωσε εν τέλει ότι, τουλάχιστον στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ Ιρλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου, το καθεστώς παράδοσης που θεσπίζει η Συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας δεν γεννά, κατ’ ουσίαν, νέες υποχρεώσεις αλλά απλώς παρατείνει την πλειονότητα των ήδη υφιστάμενων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του προηγούμενου καθεστώτος που θέσπιζε η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και η Συμφωνία για την αποχώρηση.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA