ΑΡΙΘΜΟΣ 319/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας στις ποινικές υποθέσεις” (ΕΕΕ). Υπέρβαση εξουσίας. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Ο θεσμός της “Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας στις ποινικές υποθέσεις” (ΕΕΕ) εισήχθη και διέπεται από τον Νόμο 4489/2017, δια του οποίου εναρμονίσθηκε η Ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ. Προς εναρμόνιση με την παραπάνω Οδηγία, που αποσκοπούσε στην αντικατάσταση του κατακερματισμένου θεσμικού πλαισίου και στην δημιουργία ενός ενιαίου, αποτελεσματικού και ευέλικτου νομικού μέσου για την κτήση αποδείξεων ευρισκόμενων σε ένα άλλο κράτος-μέλος με αφορμή ορισμένη ποινική διαδικασία, ψηφίστηκε ο ως άνω νόμος (Ν. 4489/2017), ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του υιοθέτησε σχεδόν αυτολεξεί τις διατάξεις της Οδηγίας. Το νομικό μέσο αυτό, όπως και το ΕΕΣ, υλοποιεί τη μετάβαση από το μηχανισμό της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής (κατά τον οποίο το κράτος από το οποίο ζητείται η συνδρομή είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να συμμορφωθεί ή μη με την αίτηση του εκζητούντος κράτους), σε εκείνον της αμοιβαίας αναγνώρισης (κατά τον οποίο το κράτος εκτέλεσης αντιμετωπίζει την εντολή έρευνας που προέρχεται από άλλο κράτος, όπως ακριβώς και μια αντίστοιχη εντολή προερχόμενη από αρμόδιες εσωτερικές αρχές) και συμβάλλει στην ταχεία ανάληψη ερευνητικών μέσων, μερικά από τα οποία μπορούν να αφορούν στην παραγωγή, συγκέντρωση και διαβίβαση αποδεικτικών μέσων από το ένα κράτος-μέλος στο άλλο. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, η ΕΕΕ και παράγει νομικά αποτελέσματα χωρίς περαιτέρω ουσιαστική έρευνα ή έλεγχο [Α. Τζαννετής, “Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας”, ΠοινΧρ 2018, σελ. 81-92, Σ. Δασκαλόπουλος, “Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας. Ο νέος θεσμός Δικαστικής Συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, ΠοινΧρ 2018, σελ. 173-176].
Ως ειδικές, οι ρυθμίσεις του παραπάνω Νόμου κατισχύουν των ρυθμίσεων των γενικών διατάξεων των άρθρων 458 επ. του ΚΠΔ, οι οποίες επί διαδικασίας που αφορά σε εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ως Κράτος Εκτέλεσης του “ερευνητικού μέτρου”, μόνον κατ’ αναλογίαν μπορούν να εφαρμοσθούν, για ζητήματα ως προς τα οποία διαπιστούται η ύπαρξη νομοθετικού κενού και μόνον στο μέτρο, που δεν αντίκεινται στις ειδικές ρυθμίσεις του Ν. 4489/2017 και της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ, ως προς τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εκδόσεως και εκτελέσεως μιας ΕΕΕ. Ούτως εχόντων των πραγμάτων επί ΕΕΕ εκ των διατάξεων του άρθρου 459 ΚΠΔ εφαρμοστέα, κατ’ αναλογίαν, τυγχάνει μόνον και αυτοτελώς η διάταξη της 4ης παραγράφου αυτού, δια της οποίας καθιερούται η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, ως προς την επίλυση και απόφαση επί των αυτόθι ζητημάτων, ως και η δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών. Η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 459 παρ. 4 ΚΠΔ επιβάλλεται εν προκειμένω επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.1 Ν.4489/2017 “Για ερευνητικά μέτρα για τα οποία εκδίδεται ΕΕΕ, μπορούν να ασκηθούν ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία και εντός των προθεσμιών που αντίστοιχα τάσσονται”. Με βάση την παραπάνω διάταξη επί αντιρρήσεων κατά ΕΕΕ συνισταμένης σε λήψη απολογίας κατηγορουμένου ή σε λήψη εξηγήσεων από ύποπτο, αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠΔ, θα ήταν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Δεδομένου όμως ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 4489/2017, “Αρμόδια δικαστική αρχή για την αναγνώριση και εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ορίζεται ο εισαγγελέας εφετών στη δικαστική περιφέρεια του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η ΕΕΕ, ο οποίος μεριμνά, κατά περίπτωση, για την εκτέλεσή της”, θα αντέκειτο σε στοιχειώδη δικονομική τάξη να καθίστατο αρμόδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών για έλεγχο αποφάσεων και ενεργειών του Εισαγγελέως Εφετών. Παράλληλα δεν συντρέχει κανένας λόγος διαφοροποίησης των δικαστικών οργάνων που, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 459 ΚΠΔ, είναι αρμόδια για την εν γένει δικαστική συνδρομή, ως προς την όμοια συνδρομή με βάση μια ΕΕΕ. Επομένως, θα δημιουργείτο τόσο συστηματική όσο και αξιολογική δικαιϊκή αντίφαση αν αναγνωριζόταν αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, προς έλεγχο των αποφάσεων και ενεργειών ενός Εισαγγελέως Εφετών, αντίφαση η οποία θεραπεύεται δια της αναλόγου εφαρμογής του άρθρου 459 παρ. 4 ΚΠΔ. Τουναντίον επί ΕΕΕ ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων της 1ης και 3ης παραγράφου του άρθρου 459 Κ.Ποιν.Δ., δεν τίθεται αφενός μεν επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν.4489/2017 (βλ. και άρθρο 7 της Οδηγίας), η διαδικασία διαβίβασης της ΕΕΕ από το Κράτος Έκδοσης προς την Ελλάδα λαμβάνει χώρα µε επικοινωνία μεταξύ δικαστικών αρχών των ενδιαφερομένων κρατών και δεν περιλαμβάνει “πολιτική” φάση, κατά την οποία φορέας µη δικαστικός (Υπουργός Δικαιοσύνης) να δύναται να αρνηθεί την ικανοποίηση του αιτήματος δικαστικής συνδρομής, αφετέρου δε τα οριζόμενα στο άρθρο 459 παρ. 3 ΚΠΔ, αντίκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του Ν.4489/2017 και της συναφούς Οδηγίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 Ν. 4489/2017 “Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει κάθε ΕΕΕ που της διαβιβάζεται και μεριμνά για την εκτέλεσή της σαν να πρόκειται για ερευνητικό μέτρο που διατάχθηκε, όπως προελέχθη, από ελληνική αρμόδια αρχή, εκτός αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συντρέχει λόγος μη αναγνώρισης, μη εκτέλεσης ή αναβολής”, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ιδίου Νόμου “Η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που ρητά ορίζονται από την αρχή έκδοσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, και υπό την προϋπόθεση, ότι οι σχετικές διατυπώσεις και διαδικασίες δεν αντιβαίνουν στο ελληνικό δίκαιο”. Προβλέπεται δηλ. από τις διατάξεις του Ν. 4489/2017, ότι ως Κράτος εκτέλεσης η Ελλάδα οφείλει να εκτελέσει την ΕΕΕ χωρίς διατυπώσεις, αλλά σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες (locus regit actum) ως αν επρόκειτο δηλ. για πράξεις ελληνικής διωκτικής Αρχής. Επομένως, και κατ’ εφαρμογή των άρθρων 96 και 100 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος ή ο ύποπτος, καλούμενος σε απολογία, έχει μεταξύ των άλλων και το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας και στα έγραφα της ανάκρισης. Το εν λόγω δικονομικό δικαίωμα του κατηγορουμένου ή υπόπτου που του αναγνωρίζεται από την εσωτερική νομοθεσία ούτε θίγεται ούτε περιστέλλεται όταν η απολογία αποτελεί αντικείμενο ΕΕΕ. Τούτο προσεπιβεβαιώνεται και εμμέσως από τα οριζόμενα στα άρθρα 26 παρ. 1 εδ. τελευταίο και 2 στοιχ. β του Ν.4489/2017, όπου ρητά ορίζεται, ότι επί απολογίας κατηγορουμένου πραγματοποιουμένης από την αρχή έκδοσης μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης η αρχή εκτέλεσης υποχρεούται μεταξύ των άλλων “να κλητεύσει τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί προς εξέταση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης και να τον ενημερώσει εγκαίρως σχετικά με τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται από την εσωτερική νομοθεσία, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής του”. Τέλος, σε περίπτωση που δεν έχει αποσταλεί από την αρχή έκδοσης το υλικό της δικογραφίας και τα έγραφα της ανάκρισης προκειμένου να τεθούν υπόψη του κατηγορουμένου ή υπόπτου προ της απολογίας του ως αντικειμένου ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης, εφ’ όσον ο κατηγορούμενος δεν αρνείται να απολογηθεί και το ζητήσει, υποχρεούται, μέσω των διαύλων επικοινωνίας που προβλέπονται στο άρθρο 11 παρ. 7 Ν.4489/2017, να ζητήσει από την αρχή έκδοσης την αποστολή του ελλείποντος υλικού της δικογραφίας και των τυχόν ελλειπόντων εγγράφων, προκειμένου ο κατηγορούμενος ή ύποπτος να αποκτήσει πρόσβαση επ’ αυτών. Παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων εκ μέρους της αρχής εκτελέσεως επάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ απόλυτη ακυρότητα της κλήσεως σε απολογία εις εκτέλεση της ΕΕΕ, ακυρότητα, την οποίαν οφείλει να διαγιγνώσκει το Συμβούλιο Εφετών κατά την εκδίκαση της προσφυγής του κατηγορουμένου κατά της εκτέλεσης της ΕΕΕ και εν παραλείψει της οποίας, υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του, ιδρυομένου μετά ταύτα του, υπό του άρθρου 510 παρ. 1 Θ’ ΚΠΔ, λόγου αναιρέσεως.