ΑΠΟΦΑΣΗ
Čolić κατά Κροατίας της 18.11.2021 (αρ. προσφ. 49083/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων υπέστη σωματική βλάβη μετά από επίθεση. Άσκησε αγωγή ενώπιον των αστικών δικαστηρίων για αποζημίωση. Το εγχώριο δικαστήριο δέχτηκε την αγωγή του, αναγνώρισε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επίθεσης και της σωματικής βλάβης που υπέστη και επιδίκασε αποζημίωση. Όμως επέβαλε στον προσφεύγοντα και νικήσαντα διάδικο δικαστική δαπάνη ύψους μεγαλύτερου της αποζημίωσης που του επιδίκασε.
Το Στρασβούργο τόνισε ότι μία υπερβολική δικαστική δαπάνη ενδέχεται να εγείρει ζήτημα βάσει της Σύμβασης όταν δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να δικαιολογούν ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι παρά του ότι ο προσφεύγων απέδειξε ότι υπέστη σωματική βλάβη από άδικη επίθεση εναντίον του από τον εναγόμενο, υποχρεώθηκε να φέρει δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση με τη μορφή της δικαστικής δαπάνης. Έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο είχαν εφαρμόσει τα εθνικά δικαστήρια την εθνική νομοθεσία ήταν εκτός του αποδεκτού περιθωρίου εκτίμησης που επιτρέπεται σε αυτά σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1, γιατί η δίκη καθίσταται άσκοπη και το δικαίωμα του προσφεύγοντα για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη απλώς θεωρητικό.
Αντιστοίχως το ΕΔΔΑ δέχτηκε ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε στον προσφεύγοντα αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο, κατά συνέπεια έκρινε ότι η επιβολή υπέρογκης δικαστικής δαπάνης συνιστούσε παρέμβαση στην περιουσία του, και δέχτηκε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου .
Επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 1.740 για αποζημίωση και ποσό 2.550 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Ljupko Čolić, είναι Κροάτης υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1939 και ζει στο Ζάγκρεμπ.
Η υπόθεση αφορούσε αγωγή για αποζημίωση που άσκησε ο προσφεύγων λόγω σωματικής βλάβης που υπέστη μετά από επίθεση. Το εγχώριο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή αλλά υποχρεώθηκε να καταβάλλει ως δικαστικά έξοδα του εναγόμενου ποσό το οποίο ήταν περίπου διπλάσιο από αυτό που του είχε επιδικαστεί ως αποζημίωση.
Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η δικαστική δαπάνη που επιδικάστηκε στον εναγόμενο παραβίασε τα δικαιώματά του δυνάμει του Άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομολογία, στην παρούσα υπόθεση υπήρξε περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος στο δικαστήριο. Το βασικό ερώτημα ήταν εάν ο περιορισμός ήταν αναλογικός. Η αρνητική απάντηση αιτιολογήθηκε ως εξής.
Η αδικαιολογήτως υπερβολική δικαστική δαπάνη που επιβλήθηκε από το εγχώριο δικαστήριο ενδέχεται να εγείρει ζήτημα βάσει της Σύμβασης κυρίως σε περιπτώσεις στις οποίες ένας διάδικος κατάφερε να κερδίσει τουλάχιστον εν μέρει, με τους λόγους της αστικής αγωγής, αλλά όχι το σύνολο του ποσού που είχε ζητήσει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το πολύ υψηλό κόστος της διαδικασίας μπορεί να «καταναλώσει» ένα μεγάλο μέρος ή ακόμα και το σύνολο της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στο διάδικο. Ελλείψει σοβαρών λόγων που να δικαιολογούν ένα τέτοιο αποτέλεσμα, η δίκη καθίσταται άσκοπη και το δικαίωμα αυτού του διαδίκου για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη απλώς θεωρητικό και απατηλό.
Στην προκειμένη υπόθεση η αξίωση του προσφεύγοντος είχε κριθεί βάσιμη και του είχε επιδικαστεί περίπου το 75% της συνολικής του αξίωσης ως αποζημίωση. Το γεγονός ότι μια πτυχή της αξίωσής του, συγκεκριμένα η καταβολή αποζημίωσης για ηθική βλάβη λόγω της απώλειας κάποιων δραστηριοτήτων από τη ζωή, είχε απορριφθεί πλήρως, δεν άλλαξε το γεγονός ότι είχε ακόμη κατορθώσει να αποδείξει την συντέλεση της εν λόγω πράξης (την επίθεση) και την αιτιώδη συνάφεια με τη ζημία που πραγματικά υπέστη. Περαιτέρω, αυτό που διακυβεύτηκε για αυτόν ήταν μια βάσιμη αξίωση για αποζημίωση που προκλήθηκε από επίθεση στη σωματική του ακεραιότητα από ιδιώτη. Επιπλέον, μόνο το ήμισυ των εξόδων του για τη αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου είχε επιστραφεί. Έτσι, η διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα ο προσφεύγων να διαταχθεί να καταβάλει δικαστικά έξοδα στον εναγόμενο διπλάσια του ποσού που του είχε επιδικαστεί ως αποζημίωση λόγω της σωματικής βλάβης που υπέστη από την επίθεση.
Η κυβέρνηση δεν είχε παρουσιάσει επαρκώς πειστικούς λόγους για να δικαιολογήσει αυτό το αποτέλεσμα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε τα εξής: οι εγγυήσεις πρόσβασης στο δικαστήριο ισχύουν για τις ιδιωτικές διαφορές όπως και για εκείνες κατά του κράτους, δεδομένου ότι και στα δύο είδη διαδικασιών ένας από τους δύο διαδίκους θα μπορούσε να αναγκαστεί να φέρει δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση με τη μορφή των δικαστικών εξόδων, τα οποία θα μπορούσαν τελικά να καταλήξουν σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης του εν λόγω διαδίκου στο δικαστήριο. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι ο εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση ήταν ιδιώτης αποτελεί στοιχείο για την εκτίμηση της αναλογικότητας του περιορισμού του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος στο δικαστήριο. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών κατευθυντήριων γραμμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικός, ενώ ο εναγόμενος δεν είχε επιβαρυνθεί με πρόσθετα έξοδα όταν ο προσφεύγων είχε περιορίσει την αρχική του αξίωση. Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε λάβει επαρκώς υπόψη ότι ο εναγόμενος, ο οποίος είχε αμφισβητήσει την κατηγορία της σωματικής βλάβης ως αβάσιμη, είχε αντιταχθεί μόνο στο ποσό της αποζημίωσης. Αντίθετα, και σε αντίθεση με προηγούμενες υποθέσεις επί του θέματος, το δικαστήριο αυτό είχε θεωρήσει ότι, κατά το αρχικό μέρος της διαδικασίας, ο προσφεύγων είχε «ποσοτικά επιτύχει» μόνο το 25% περίπου του ποσού που ζήτησε παρά του ότι είχε αποδείξει επιτυχώς το γεγονός ότι η ζημία που του προκάλεσε ο εναγόμενος είχε πράγματι επέλθει. Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο είχαν εφαρμόσει τα εθνικά δικαστήρια την εθνική νομοθεσία στην περίπτωση του προσφεύγοντος ήταν εκτός του αποδεκτού περιθωρίου εκτίμησης που επιτρέπεται σε αυτά σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο επίμαχος περιορισμός είχε βλάψει την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος στο δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Η αξίωση του προσφεύγοντος είχε επομένως αποδειχθεί επαρκώς ώστε να χαρακτηρίζεται ως «περιουσιακό στοιχείο» το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Αν και η παρέμβαση αυτή ήταν νόμιμη και επιδίωκε θεμιτό σκοπό, λαμβανομένης υπόψη της σχετικής νομολογίας και των λόγων για τη διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 § 1, το ΕΔΔΑ , έκρινε ότι ήταν δυσανάλογη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε ποσό 1.750 ευρώ ως αποζημίωση και ποσό των 2.550 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).