Άρειος Πάγος 505/2021 Καταγγελία σύμβασης – Η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη λόγων απολύσεως του εργαζόμενου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως, διότι, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή του
Απόφαση 505 / 2021 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τα άρθρο 669 παρ. 2 του ΑΚ, το άρθρο 1 του ν. 2112/1920 και τα άρθρα 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ.
Στην περίπτωση που ο εργοδότης καταχρηστικώς κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ, στην καταβολή του μισθού. Στην περίπτωση αυτή, επί αγωγής του μισθωτού για την καταβολή μισθών υπερημερίας, η αγωγή δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στην σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεσθεί ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων μισθών γιατί λύθηκε με καταγγελία η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ο δε ισχυρισμός του εργαζόμενου ότι η καταγγελία είναι άκυρη γιατί αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι αντένσταση, η οποία μπορεί καθ` υποφορά να προβληθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος, αλλά για άλλους που αιτιολογούν τη γενόμενη καταγγελία, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της καταγγελίας.
Επομένως, η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη λόγων απολύσεως του εργαζόμενου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως, διότι, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή του (ΑΠ 460/2013, 1694/2012). Αν, όμως, ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα (κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, τα οποία αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής του, που στηρίζουν το αντίστοιχο αίτημα (για αναγνώριση της ακυρότητας), χωρίς να είναι δυνατή μεταγενέστερη συμπλήρωση ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας της καταγγελίας με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, διότι έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η βάση της αγωγής (ΑΠ 179/2016,460/2013, 309/2011, 1323/2010, 548/2010, 624/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 7/2014, 7/2006, 4/2005).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και, κατ’ επέκταση, σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, για το παραδεκτό του οποίου πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται οι πλημμέλειες του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 2/2013, 20/2005). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αυτή και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006).
Αριθμός 505/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 22° Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “……….. Α.Ε.”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην ….. Αττικής και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου …….., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Η. Σ. του Φ. , κατοίκου … που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου ……………, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-11-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2815/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1213/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3-7-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ.
Στην περίπτωση που ο εργοδότης καταχρηστικώς κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, περιέρχεται σε υπερημερία και υποχρεούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ, στην καταβολή του μισθού. Στην περίπτωση αυτή, επί αγωγής του μισθωτού για την καταβολή μισθών υπερημερίας, η αγωγή δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στην σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεσθεί ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων μισθών γιατί λύθηκε με καταγγελία η σύμβαση εργασίας, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, ο δε ισχυρισμός του εργαζόμενου ότι η καταγγελία είναι άκυρη γιατί αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι αντένσταση, η οποία μπορεί καθ` υποφορά να προβληθεί με την αγωγή. Ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος, αλλά για άλλους που αιτιολογούν τη γενόμενη καταγγελία, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της καταγγελίας.
Επομένως, η μη απόδειξη των επικαλουμένων από τον εργοδότη λόγων απολύσεως του εργαζόμενου, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εργαζόμενο καταχρηστικής απολύσεως, διότι, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, ο εργαζόμενος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούν καταχρηστική την απόλυσή του (ΑΠ 460/2013, 1694/2012). Αν, όμως, ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα (κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, τα οποία αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής του, που στηρίζουν το αντίστοιχο αίτημα (για αναγνώριση της ακυρότητας), χωρίς να είναι δυνατή μεταγενέστερη συμπλήρωση ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού περί ακυρότητας της καταγγελίας με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, διότι έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η βάση της αγωγής (ΑΠ 179/2016,460/2013, 309/2011, 1323/2010, 548/2010, 624/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 7/2014, 7/2006, 4/2005).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και, κατ’ επέκταση, σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, για το παραδεκτό του οποίου πρέπει να καθορίζεται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται οι πλημμέλειες του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 2/2013, 20/2005). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αυτή και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006).
2. Στη προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση παραδεκτώς επισκοπούμενη (ΚΠολΔ 561 αρ.2) δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα :Ότι ο ενάγων, ο οποίος είναι μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία Ένωση Τεχνικών Ελληνικής Ραδιοφωνίας (Ε.Τ.Ε.P.). προσλήφθηκε από την εταιρεία “………….. ΑΕ”, την 1-6-1998, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του ηχολήπτη On Air Production και εργάστηκε στον ραδιοφωνικό σταθμό ……………., που ανήκει στην άνω εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και συγκεκριμένα στον τομέα της ραδιοφωνίας. Ότι ο ίδιος εργάσθηκε παρέχοντας κανονικά και ευσυνείδητα τις υπηρεσίες του, κατά τους όρους της σύμβασης του, χωρίς να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα, ούτε στην υπηρεσία της εναγομένης ούτε στον ίδιο, αφού ποτέ δεν παραπέμφθηκε ούτε τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Ότι τον Μάιο 2011, όμως, ο τότε διευθυντής του σταθμού Β. Θ. , επικαλούμενος την οικονομική κρίση που είχε πλήξει τη χώρα και την κρίση στην αγορά, πρότεινε στον ενάγοντα αλλαγή στη σχέση εργασίας του και συγκεκριμένα του πρότεινε να υπογράψει αυτός (και άλλοι βέβαια εργαζόμενοι στο σταθμό), ατομική σύμβαση εργασίας με μειωμένες αποδοχές.
Ότι ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει τέτοια σύμβαση, ενόψει του ότι οι προτεινόμενες αποδοχές έθιγαν τα κατώτατα όρια της ισχύουσας ΣΣΕ, ο ίδιος δε βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω και σοβαρών οικογενειακών προβλημάτων (διαζευγμένος με τέκνα για τα οποία κατέβαλε διατροφή και γονείς, τους οποίους ουσιαστικά συντηρούσε, με σοβαρά προβλήματα υγείας, ιδίως η μητέρα του), γεγονότα και καταστάσεις που ήδη είχε κάνει γνωστές στην εναγόμενη. Ότι της ανωτέρω πρόσκλησης για υπογραφή ατομικής σύμβασης με μειωμένες αποδοχές, είχαν προηγηθεί από τα τέλη του έτους 2006 έως και το έτος 2007 προτάσεις από τον τότε γενικό διευθυντή της εναγομένης Β. Θ. , να αποχωρήσει οικειοθελώς λαμβάνοντας κάποιους μισθούς ως κίνητρο. Ότι στη συνέχεια και στις 3-7-2012, η εναγόμενη πρότεινε με τους εκπροσώπους της στους τεχνικούς του ραδιοφωνικού σταθμού την εισαγωγή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας. Ότι οι τελευταίοι δεν συμφώνησαν, οπότε η εναγόμενη προχώρησε σε απολύσεις των τεχνικών Μ. Φ. και Σ. Κ. , ενώ συνεχίζονταν οι πιέσεις στους λοιπούς, και τον ενάγοντα, για υπογραφή ατομικής σύμβασης εργασίας με μειωμένες αποδοχές. Ότι μετά από αυτά και ενόψει του ότι της κατάστασης είχε λάβει γνώση η συνδικαλιστική τους οργάνωση (ΕΤΕΡ), αυτή αποφάσισε και προέβη σε απεργιακές κινητοποιήσεις μια πενθήμερη από 14-7-2012 έως 18-7-2012 και ακολούθως στις 19-7-2012, με αιτήματα την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους (τεχνικών) και την άμεση επαναπρόσληψη των απολυθέντων συναδέλφων τους. Ότι ο ενάγων, που ήταν άλλωστε μέλος της εν λόγω συνδικαλιστικής οργάνωσης, τοποθετήθηκε στην τελευταία κινητοποίηση της οργάνωσης ως προσωπικό ασφαλείας στην πρωινή βάρδια στο ραδιόφωνο, προσήλθε δε κανονικά στη βάρδια του, όμως, ο νέος γενικός διευθυντής του σταθμού Δ. Β. τον πληροφόρησε ότι στη θέση του είχε τοποθετηθεί πλέον από την εναγόμενη άλλος και συγκεκριμένα ο Σ. Γ. και ότι έπρεπε να αποχωρήσει. Ότι ο ενάγων αρνήθηκε και κλήθηκε ο διοικητής του Α.Τ. Παιανίας, οπότε και συνελήφθη για διατάραξη οικιακής ειρήνης για να απολυθεί αργότερα, μετά την απόσυρση της μήνυσης από τον άνω διευθυντή. Ότι την επομένη ο ενάγων, τηρώντας το πρόγραμμα της απεργίας της ΕΤΕΡ, προσήλθε κανονικά ως προσωπικό ασφαλείας στη θέση του, όμως, ο επόπτης ασφαλείας του κτιρίου του αρνήθηκε την είσοδο, ενώ είχε απενεργοποιηθεί και η κάρτα του εισόδου. Ότι ακολούθησε στη συνέχεια, την ίδια ημέρα το απόγευμα, η καταγγελία εκ μέρους της εναγόμενης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος με έγγραφο, το οποίο θυροκολλήθηκε στην οικία του. Ότι από όλα τα παραπάνω, και κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, προκύπτει σαφώς ότι η απόλυση του ενάγοντος έγινε από λόγους εκδίκησης “για την συνόλη συνεπή συμπεριφορά του”, αρνούμενος να δεχθεί την μείωση των αποδοχών του και εν τέλει την βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του, μονομερώς από την πλευρά της εργοδότριας του εναγόμενης. Ότι επομένως, η καταγγελία αυτή είναι καταχρηστική και συνεπώς άκυρη, διότι υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι της καλής πίστης των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του σχετικού δικαιώματος της εναγόμενης. Ότι εξάλλου, ούτε η επίκληση οικονομικοτεχνικών λόγων αναιρεί το άκυρο της καταγγελίας, καθόσον αφενός δεν αποδείχθηκαν τέτοιοι σοβαροί λόγοι που να οδηγούν στην απόλυση του ενάγοντος, ούτε αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη για την απόλυση του έλαβε υπόψη της την προαναφερθείσα κατάσταση του, ενώ δεν αποδείχθηκαν αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία να έγινε η επιλογή του ενάγοντος έναντι άλλων συναδέλφων του, ενόψει της προϋπηρεσίας του, της οικογενειακής κατάστασης του, της ηλικίας και των ειδικών γνώσεων του και της εμπειρίας του. Ότι εφόσον η εναγόμενη αρνείται να δεχθεί την εργασία του ενάγοντος έχει γίνει υπερήμερη εργοδότρια και υποχρεούται στην καταβολή των αιτούμενων μισθών υπερημερίας από την καταγγελία (20-9-2012) έως τις 20-1-2013, ήτοι το ποσό των 8.517,12 ευρώ (4 μήνες Χ 2.129,28 ευρώ μηνιαίως μισθός). Με βάση τα περιστατικά αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση της εναγομένης ήδη αναιρεσείουσας και επικύρωσε την εκεί εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας και επιδίκασε στον ενάγοντα ήδη αναιρεσίβλητο μισθούς υπερημερίας.
3. Με την ανωτέρω κρίση του το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις παραπάνω με αρ.1 αναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού εσφαλμένα υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και περαιτέρω διέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της καταχρηστικότητας της καταγγελίας, οφειλόμενης σε εκδικητικότητα της αναιρείουσας -εναγομένης λόγω της άρνησης του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος να δεχθεί την μείωση των αποδοχών του, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.
Ειδικότερα:
α) δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ποιο όργανο -φυσικό πρόσωπο- της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας διακατέχονταν από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς τον ενάγοντα και αν η προσωπική αυτή εμπάθεια και εκδικητικότητα συνδέεται με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του,
β) ενώ κατά τις παραδοχές η ένδικη από 19-7-2012 καταγγελία οφείλεται σε εκδικητικότητα της εναγομένης “για τη συνόλη συνεπή συμπεριφορά “να αρνηθεί την πρόταση της αναιρεσείουσας περί μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του με ρητή αναφορά στις σχετικές προτάσεις της αναιρείουσας που έλαβαν χώρα τα έτη 2006 – 2007,το μήνα Μάιο του 2011, δηλαδή σε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας από την γενόμενη καταγγελία, δεν παρέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οποιαδήποτε εξήγηση για τους λόγους που η αναφερόμενη διάθεση εκδικητικότητας των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης εκδηλώθηκε με τόση καθυστέρηση
γ) ενώ δέχεται ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε προτάσεις για μειωμένη απασχόληση στο σύνολο των εργαζομένων τεχνικών με το σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης και προέβη σε απολύσεις άλλων συναδέλφων αυτού, αντιφατικώς και ασαφώς προς τα ανωτέρω δέχεται ότι η καταγγελία του αναιρεσιβλήτου οφείλεται σε προσωπικούς λόγους χωρίς ειδικότερη αιτιολογία ως προς αυτούς ενόψει της εν γένει θέσης της αναιρεσείουσας προς όλους τους απασχολούμενους τεχνικούς της. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ είναι βάσιμος.
4. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. α’ ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Νοούνται δε ως “πράγματα” οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 3/1997, 2/1989). Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη μη προταθέντα ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος περί καταχρηστικότητας της ένδικης καταγγελίας λόγω της επιλογής αυτού (ενάγοντα) ως απολυτέου χωρίς αντικειμενικά κριτήρια συναφή με την προσωπική και υπηρεσιακή του κατάσταση έναντι των άλλων συναδέλφων του. Από την επισκόπηση της αγωγής προκύπτει πράγματι ότι ο ενάγων δεν στηρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του σε καταχρηστική συμπεριφορά της εργοδότριας οφειλόμενης στην επιλογή αυτού ως απολυτέου, έναντι άλλων συναδέλφων του, ούτε αναφέρει έναντι ποιών απ’ αυτούς και ως εκ τούτου, το Εφετείο, που ερεύνησε αυτόν, έλαβε υπόψη πράγμα που δεν προτάθηκε. Επομένως, ο κατά το μέρος αυτό τρίτος λόγος της αιτήσεως, από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ,είναι βάσιμος. Περαιτέρω, η με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως ,κατά το δεύτερο μέρος του, λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες αποδίδεται η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως προς τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης ότι “δεν αποδείχθηκαν αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία να έγινε η επιλογή του ενάγοντος έναντι άλλων συναδέλφων του, ενόψει της προϋπηρεσίας του, της οικογενειακής κατάστασης του, της ηλικίας …” είναι απαράδεκτες, διότι, εν όψει των προεκτεθέντων, τα ανωτέρω περιστατικά που δέχεται το Εφετείο δεν ήταν αναγκαία για την παραδοχή ή απόρριψη της αγωγικής βάσης για ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, για λόγους εκδίκησης από το άρθρο 281 ΑΚ, που εφαρμόσθηκε, και ως εκ τούτου δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και είναι αλυσιτελείς. Επομένως, ο κατά το μέρος αυτό, τρίτος λόγος της αιτήσεως, είναι αβάσιμος.
5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 381/2006). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 480/2010). Ειδικότερα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις στοιχεία της αγωγής, που έχει ως αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι η σύμβαση εργασίας, τα γεγονότα που επέφεραν την ακυρότητα της καταγγελίας και η υπερημερία του εναγομένου εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας που πρόσφερε ο ενάγων εργαζόμενος .Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ, ιδρύονται λόγοι αναίρεσης, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθώς και αν παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 963/2006) και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 945/2019, ΑΠ 100/2017, ΑΠ 119/2014). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση στην αγωγή των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι εκτίθενται με επάρκεια ή παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 480/2010, ΑΠ 443/2011). Για να ιδρύεται, πάντως, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του αρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020, 1363/2008, 571/2004).
6. Από την επισκόπηση της ένδικης, από 14-11-2012, αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου προκύπτει ότι αυτός εξέθεσε στο δικόγραφό της ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε την 1-6-1998 μεταξύ αυτού και της εναγομένης, προσλήφθηκε για να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’ αυτή ως ηχολήπτης και εργάσθηκε σ’ αυτή μέχρι τις 20-9-2012,αντί των εκεί αναφερόμενων μηνιαίων αποδοχών του,οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας. Ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική ,ασκήθηκε καθ’ υπέρβαση και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης εργοδότριας λόγω της προηγηθείσας νόμιμης και μη αρεστής συμπεριφοράς τούτου να συναινέσει σε δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας του με υπογραφή νέας ατομικής σύμβασης και ως εκ τούτου για προσωπικούς λόγους. Ζήτησε δε ο ενάγων με την προαναφερθείσα αγωγή του, εκτός των άλλων, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τον απασχολεί με τους ίδιους όρους και να του καταβάλει ποσό 8.517,12 ευρώ ,ως μισθούς υπερημερίας 4 μηνών από την ημερομηνία της απόλυσης του. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και ο συναφής πέμπτος λόγος της αιτήσεως με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο, έκρινε ορισμένη και δεκτική δικαστικής εκτιμήσεως την αγωγή και απέρριψε τους συναφείς λόγους έφεσής της από τον αρ. 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
7.Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 1213/2018 απόφαση του Εφετείου (Μονομελούς) Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.taxheaven.gr/circulars/38199/areios-pagos-505-2021