Η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010, γεννήθηκε δε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης περί ρύθμισης των χρεών του ανακόπτοντος
Δεκτή εν μέρει έγινε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά ανακοπή κατά αναγκαστικής κατάσχεσης, ακυρώνοντας την σχετική κατασχετήρια έκθεση, κατά τα μέρος αυτής που στρεφόταν κατά της κύριας κατοικίας του ανακόπτοντος (ΜΠρΠειρ 2298/2021).
Ειδικότερα, κατόπιν υποβολής αίτησης του ανακόπτοντος, περί υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, ρυθμίστηκαν τα χρέη του ανακόπτοντος με μηνιαίες καταβολές προς τις πιστώτριες τράπεζες, επί μια τετραετία, και διατάχθηκε η εξαίρεση της κύριας κατοικίας του, με την υποχρέωση καταβολής ενός χρηματικού ποσού μηνιαίως για χρονικό διάστημα 15 ετών. Ακολούθως, η απόφαση αυτή μεταρρυθμίστηκε, αναπροσαρμόζοντας το χρηματικό ποσό, το οποίο όφειλε να καταβάλει ο ανακόπτων για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, για χρονικό διάστημα 20 ετών.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις από την εφαρμογή του Ν. 3869/2010, γεννήθηκε δε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης περί ρύθμισης των χρεών του ανακόπτοντος. Συνεπώς, η καθ’ ης η ανακοπή δεσμεύεται από την απόφαση αυτή και αναφορικά με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του ανακόπτοντος. Εφόσον, λοιπόν, δεν έχει ασκήσει τριτανακοπή εκ του άρθρου 773 του ΚΠολΔ ή ανακοπή εκ του αναλογικώς εφαρμοζόμενου άρθρου 152 του ΠτΚ, δεν δύναται να ικανοποιηθεί από τη ρευστοποίηση του εν λόγω ακινήτου.
Αντιθέτως, το δικαστήριο επεσήμανε πως η καθ’ ης δεν κωλύεται να κινηθεί κατά της αποθήκης και της θέσης στάθμευσης, οι οποίες δεν έχουν τεθεί σε διαδικασία εκμετάλλευσης – εκποίησης από τον εκκαθαριστή, με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από τη δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής.
Απόσπασμα απόφασης
Με βάση τα ανωτέρω, σύμφωνα και με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στην οικεία νομική σκέψη, η καθ’ ης η ανακοπή, της οποίας η απαίτηση δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις από την εφαρμογή του ν. 3869/2010, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου (άρθρο 1 παρ. 4 μετά τον ν. 4336/2015), γεννήθηκε δε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση της τελεσίδικης με αρ. ‘ απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, περί ρύθμισης των χρεών του ανακόπτοντος, δεσμεύεται από την τελευταία και αναφορικά με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του τελεταίου, με αποτέλεσμα, εφόσον δεν έχει ασκήσει τριτανακοπή εκ του άρθρου 773 ΚΠολΔ ή ανακοπή εκ του αναλογικώς εφαρμοζόμενου άρθρου 152 ΠτΚ, να μη δύναται να ικανοποιηθεί από τη ρευστοποίηση του εν λόγω ακινήτου. Αντιθέτως, η καθ’ ης δεν κωλύεται να κινηθεί κατά των υπό στ. β) και γ) οριζόντιων ιδιοκτησιών, ήτοι της αποθήκης και της θέσης στάθμευσης, οι οποίες δεν έχουν τεθεί σε διαδικασία εκμετάλλευσης/εκποίησης από τον εκκαθαριστή, αφού, κατά τα αναφερόμενα στην προαναφερόμενη απόφαση, «δεν κρίνονται πρόσφορα προς εκποίηση», με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από τη δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει μερικά δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν. Ως εκ τούτου παρέλκει, κατά το μέρος αυτό, η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του τρίτου λόγου ανακοπής. Κατά τα λοιπά, ως προς την άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να κατάσχει τις δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, υπό στοιχεία ΑΠΟΘΗΚΗ . και θέση στάθμευσης Υ., λεκτέα τα εξής: Όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη με αρ. τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, οι εν λόγω κατασχεθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες, η αξία των οποίων, όπως έχει προσδιοριστεί από τον δικαστικό επιμελητή, ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ και 9.000 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι στο συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, αποτελούν, μαζί με την προαναφερόμενη κύρια κατοικία, τη μοναδική ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντα, βαρύνονται δε με εμπράγματη ασφάλεια και, συγκεκριμένα, με προσημείωση υποθήκης υπέρ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … Ως εκ των ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη και της αξίας τους, δεν κρίνεται ότι η επιβληθείσα από την καθ’ ης αναγκαστική κατάσχεση στα ως άνω δύο (2) ακίνητα επιχειρείται καθ’ υπέρβαση της συμπεριφοράς που επιτάσσουν η καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του εν λόγω δικαιώματος, καθώς δεν υφίσταται εν προκειμένω παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος ανακοπής, κατά το μέρος που βάλλει κατά του δικαιώματος της καθ’ ης να κατάσχει τις ως άνω υπό στοιχεία ΑΠΟΘΗΚΗ . και θέση στάθμευσης Υ. οριζόντιες ιδιοκτησίες, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ακυρωθεί κατά ένα μέρος (περιοριστεί) η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης, ήτοι μόνο κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση στην προπεριγραφόμενη υπό στοιχεία οριζόντια ιδιοκτησία – μεζονέτα, κυριότητας του ανακόπτοντος, περιοριζόμενη έτσι και παραμένουσα καθ’ όλα ισχυρή και έγκυρη, όσον αφορά τα κατασχεμένα υπό στοιχεία ΑΠΟΘΗΚΗ . και θέση στάθμευσης Υ.. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, ανάλογα με την έκταση της νίκης του τελευταίου (άρθρο 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.