Ποια είναι τα τεκμήρια διαβίωσης και πως καλύπτονται – Τον Φεβρουάριο οι οριστικές αποφάσεις
Αντιμέτωποι με την απειλή έξτρα φόρων, την απώλεια κοινωνικών επιδομάτων και φοροαπαλλαγών λόγω των τεκμηρίων διαβίωσης είναι φέτος χιλιάδες φορολογούμενοι, καθώς το μέτρο, μετά την περσινή αναστολή του λόγω πανδημίας, επανέρχεται.
Aν και οι οριστικές αποφάσεις για την τύχη των τεκμηρίων θα ληφθούν τον προσεχή Φεβρουάριο, ανάλογα με την πορεία της πανδημίας και τα στοιχεία που θα έχει στη διάθεσή της η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για τα εισοδήματα του 2021, φαίνεται ότι δεν θα υπάρχουν οι γενικευμένες εξαιρέσεις για μισθωτούς, συνταξιούχους, αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και ιδιοκτήτες ακινήτων. Αυτό σημαίνει ότι όσοι δεν μπορέσουν να δικαιολογήσουν τις τεκμαρτές δαπάνες με τα εισοδήματά τους θα φορολογηθούν με βάση τα τεκμήρια και θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετο φόρο, ενώ θα χάσουν και κοινωνικά επιδόματα που λαμβάνουν. Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία από την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του 2020, στην παγίδα των τεκμηρίων πιάστηκαν 1,8 εκατ. φορολογούμενοι.
Τα τεκμήρια διαβίωσης
Τα τεκμήρια διαβίωσης με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι οι φορολογούμενοι είναι τα εξής:
- Oι κατοικίες: Tο τεκμήριο υπολογίζεται με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της ιδιοκατοικούμενης ή μισθωμένης ή δωρεάν παραχωρούμενης κύριας κατοικίας.
- Tα αυτοκίνητα: Tο τεκμήριο για τα αυτοκίνητα διαμορφώνεται ανάλογα με τα κυβικά εκατοστά και ξεκινάει από τα 4.000 ευρώ για αυτοκίνητα μέχρι 1.200 κ. εκ.
- Tα δίδακτρα που καταβάλλονται για ιδιωτικά σχολεία και εκπαιδευτήρια.
- H δαπάνη για οικιακές βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων, δασκάλους και λοιπό προσωπικό.
- Tα σκάφη αναψυχής: Το τεκμήριο υπολογίζεται με βάση τα μέτρα.
- Oι πισίνες: Tο τεκμήριο υπολογίζεται με βάση την επιφάνειά τους και διαμορφώνεται ανάλογα με το αν είναι εξωτερική ή εσωτερική.
Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογουμένου ορίζεται σε 3.000 ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε 5.000 ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση. Σε περίπτωση κατά την οποία το τεκμαρτό εισόδημα είναι μεγαλύτερο του πραγματικού, γίνεται πρώτα υπολογισμός του φόρου στο πραγματικό εισόδημα και στη συνέχεια υπολογίζεται ο φόρος επί της διαφοράς που προκύπτει ανάμεσα στο δηλούμενο και το τεκμαρτό εισόδημα.
Η φορολογική μεταχείριση του πρόσθετου εισοδήματος που προκύπτει από τα τεκμήρια εξαρτάται από το είδος των εισοδημάτων που δηλώνει ο φορολογούμενος, δηλαδή εάν το μεγαλύτερο μέρος (πάνω από το μισό) του δηλούμενου εισοδήματος προέρχεται από μισθούς, τότε και το πρόσθετο τεκμαρτό εισόδημα φορολογείται ως εισόδημα από μισθούς. Αντίστοιχα, εάν προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε και το πρόσθετο εισόδημα φορολογείται ως επιχειρηματικό κέρδος.
Πώς καλύπτονται τα τεκμήρια
Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος, οι φορολογούμενοι πρέπει να καλύψουν τη διαφορά που προκύπτει, δηλώνοντας στη φορολογική τους δήλωση ποσά τα οποία πρέπει να έχουν πραγματικά εισπραχθεί και για τα οποία φέρουν το βάρος απόδειξης:
1. Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν στο οικείο έτος, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, από τον ίδιο το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη του και τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Τέτοια εισοδήματα αποτελούν η αποζημίωση λόγω απόλυσης από την εργασία, τα κέρδη από αμοιβαία κεφάλαια, οι τόκοι από έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, οι τόκοι από καταθέσεις στις τράπεζες κ.λπ.
2. Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις (π.χ. το εφάπαξ λόγω συνταξιοδότησης, μια αποζημίωση από ασφαλιστική εταιρεία κ.λπ.).
3. Χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ακινήτων, αυτοκινήτων, κινητών πραγμάτων, μετοχών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων κινητών αξιών) στο οικείο έτος. Από το τίμημα πώλησης που εισπράχθηκε αφαιρείται το κόστος απόκτησης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε εντός του ιδίου ή σε κάποιο προηγούμενο έτος για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου.
4. Χρηματικά ποσά συναλλάγματος (ή και ευρώ) που εισήγαγε στην Ελλάδα ο φορολογούμενος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή τους στην αλλοδαπή. Για τα ποσά που εισάγονται, απαιτείται πρωτότυπο παραστατικό που εκδίδει η τράπεζα με το οποίο θα μπορεί να εξακριβωθεί ότι ο φορολογούμενος είναι ο δικαιούχος του εισαγόμενου χρηματικού κεφαλαίου, το ύψος του εισαγόμενου ποσού, το νόμισμα, η ευρωποίησή του και η χώρα προέλευσης.
5. Δάνεια τα οποία έχουν ληφθεί κατά το οικείο έτος και αποδεικνύονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας.
6. Δωρεά ή γονική παροχή χρημάτων, για τις οποίες η οικεία φορολογική δήλωση (δωρεάς ή γονικής παροχής) έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, όταν πρέπει να καλυφθεί δαπάνη για απόκτηση περιουσιακού στοιχείου θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η είσπραξη του σχετικού ποσού έγινε πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης.
7. Ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών. Ένας άλλος τρόπος κάλυψης των τεκμηρίων είναι η ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από τον φόρο κατά τα προηγούμενα έτη. Φυσικά, κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων που επικαλείται ο φορολογούμενος θα πρέπει να αφαιρεθεί και μόνο το υπόλοιπο που προκύπτει μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη τεκμηρίων.
Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό κάθε χρόνο του κεφαλαίου που μπορεί να επικαλεστεί προς ανάλωση ο φορολογούμενος, διενεργούνται τα εξής: Ο φορολογούμενος αθροίζει τα πάσης φύσεως πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί της φορολογίας, καθώς και τα χρηματικά ποσά που προαναφέρθηκαν (από δωρεές, δάνεια, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.) αλλά και οποιοδήποτε άλλο ποσό έχει αποδεδειγμένα εισπραχθεί (π.χ. κέρδη από λαχεία κ.λπ.). Από το άθροισμα των εισοδημάτων αυτών αφαιρούνται οι ετήσιες τεκμαρτές δαπάνες, ανεξάρτητα αν ο φορολογούμενος απαλλάσσεται της εφαρμογής των τεκμηρίων αυτών.
Τα έτη για τα οποία γίνεται επίκληση με σκοπό την ανάλωση θα πρέπει να είναι συνεχόμενα και να φθάνουν μέχρι το προηγούμενο του κρινόμενου έτους. Μπορεί να γίνει επίκληση ανάλωσης κεφαλαίου οσωνδήποτε προηγούμενων ετών χωρίς περιορισμό.