Άρειος Πάγος 355/2020
Αποζημίωση απόλυσης με βάση όρο ατομικής σύμβασης – Έγκυρος ο όρος ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που προβλέπει τη χορήγηση στον εργαζόμενο μεγαλύτερης αποζημίωσης απόλυσης από την οριζόμενη στο νόμο
Απόφαση 355 / 2020
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Καθόλα έγκυρος ο όρος ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που προβλέπει τη χορήγηση στον εργαζόμενο μεγαλύτερης αποζημίωσης απόλυσης από την οριζόμενη στο νόμο. Ουδόλως δε αποκλείεται ο όρος αυτός της σύμβασης να παραπέμπει σε κανονιστική ρύθμιση της κείμενης νομοθεσίας που καθορίζει το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, όπως είναι ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977, που ορίζει ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του εκπαιδευτικού σε ιδιωτικά σχολεία μπορεί να καταγγελθεί από την ιδιοκτήτη του σχολείου με καταβολή αποζημίωσης που ανέρχεται στις αποδοχές ενός μηνός για κάθε έτος υπηρεσίας στο ίδιο σχολείο και μέχρι 25 έτη, συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας του εκπαιδευτικού με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνουΑριθμός 355/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο και Πελαγία Ακάσογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ιταλικού Δημοσίου, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του …… και ………, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Έ. Μ. – Μ. (B.), του Σ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της ……………., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/11/2016 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 959/2017 αγωγή του ίδιου Δικαστηρίου και 1238/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ιταλικό Δημόσιο με την από 14/6/2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 14.6.2019 και με αριθ. κατάθ. ……../546/14.6.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, με αριθ. 1238/5.3.2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που έκρινε επί της από 6.9.2017 και με αριθ. κατάθ. …../504376/2017 έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της με αριθ. 959/21.6.2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά παραδοχή σχετικών λόγων έφεσης, τυπικά και κατ’ ουσία την ως άνω από 6.9.2017 έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη με αριθ. 959/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη την από 8.11.2016 και με αριθ. κατάθ. ………/2066/2016 αγωγή αυτής και, αφού κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε στο σύνολό της την εν λόγω αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, και υποχρέωσε το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ιταλικό Δημόσιο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 69.582,86 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 31.8.2016, για διαφορά στην αποζημίωση καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού αντίγραφο της προσβαλλομένης απόφασης επιδόθηκε στο αναιρεσείον στις 18 Απριλίου 2019, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Μ. – Α. επί αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, η δε αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 14 Ιουνίου 2019, εντός της κατά νόμο προθεσμίας των εξήντα ημερών, λόγω της έδρας του αναιρεσείοντος Ιταλικού Δημοσίου στην αλλοδαπή (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.2, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).Με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παράγρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.12 αριθ. 2 του Ν. 4093/2012 “Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 -2016 – Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 -2016″ (ΦΕΚ Α 222) αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του Ν. 2112/1920 και ορίσθηκε το ύψος της αποζημίωσης του μισθωτού στα εκεί αναφερόμενα ποσά, αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας του μισθωτού στον ίδιο εργοδότη, για την περίπτωση απροειδοποίητης εκ μέρους του εργοδότη καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού. Η διάταξη όμως αυτή δεν έθιξε, αλλά αντιθέτως επανέλαβε την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 2112/1920, ορίζοντας “…,εκτός αν οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση βάσει σύμβασης ή εθίμου”. Ωσαύτως με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι είναι άκυρη κάθε συμφωνία η οποία αντίκειται στο νόμο αυτό, εκτός εάν είναι περισσότερο ευνοϊκή για τον υπάλληλο. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, που ορίζει, ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ’ ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βούλησης, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για την κατάρτιση οποιοσδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007).
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι είναι καθόλα έγκυρος ο όρος ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που προβλέπει τη χορήγηση στον εργαζόμενο μεγαλύτερης αποζημίωσης απόλυσης από την οριζόμενη στο νόμο. Ουδόλως δε αποκλείεται ο όρος αυτός της σύμβασης να παραπέμπει σε κανονιστική ρύθμιση της κείμενης νομοθεσίας που καθορίζει το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, όπως είναι ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977, που ορίζει ότι η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του εκπαιδευτικού σε ιδιωτικά σχολεία μπορεί να καταγγελθεί από την ιδιοκτήτη του σχολείου με καταβολή αποζημίωσης που ανέρχεται στις αποδοχές ενός μηνός για κάθε έτος υπηρεσίας στο ίδιο σχολείο και μέχρι 25 έτη, συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας του εκπαιδευτικού με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Στην περίπτωση αυτή η ως άνω ρύθμιση του νόμου καθίσταται συμβατικός όρος της μεταξύ των μερών καταρτισθείσας σύμβασης και δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, ανεξαρτήτως της σε μεταγενέστερο χρόνο κατάργησης της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης (όπως συνέβη με την κατάργηση του άρθρου 30 του Ν. 682/1977 με το άρθρο πρώτο παράγρ. Ζ του Ν. 4254/2014 – ΦΕΚ Α 85), εκτός διαφορετικής συμφωνίας των μερών. Περαιτέρω, οι από τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ τιθέμενοι κανόνες, – με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, – εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υφίσταται κενό στην ερμηνευόμενη σύμβαση και γενικότερα δικαιοπραξία ή γεννάται αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο των βουλήσεων που δηλώθηκαν. Ειδικότερα παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα ως άνω άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι αναιρετικά ανέλεγκτα επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 1098/2011, ΑΠ 426/2010, ΑΠ 832/2009, ΑΠ 254/2003, ΑΠ 416/1993). Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία ναι μεν μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όμως να προκύπτει και έμμεσα από αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή, ανάλογα, στην ερμηνεία τους (ΑΠ 220/2016). Επομένως η προσφυγή στους πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ προϋποθέτει την ύπαρξη κενούς ή ασάφειας της δικαιοπραξίας, που διαπιστώνεται, έστω και εμμέσως, από τη δικαστήριο της ουσίας και κατά συνέπεια για τη σαφή δήλωση, δηλαδή εκείνη όπου οι χρησιμοποιηθείσες λέξεις μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη δηλωθείσα βούληση των μερών, δεν υφίσταται έδαφος αναζήτησης της αληθινής δηλωθείσας βούλησης των μερών, στο πλαίσιο ερμηνείας του σχετικού συμβατικού όρου (ΟλΑΠ 324/1978, ΑΠ 482/2010, ΑΠ 516/2009, ΑΠ 838/2005). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και επομένως προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας. Η διάταξη αυτή αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει δε από αυτήν ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης [από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ] ιδρύονται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή η έλλειψη νόμιμης βάσης ως προς την εφαρμογή του αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης των μερών, όπως είναι οι προπαρετεθείσες διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα: “H ενάγουσα [ήδη αναιρεσίβλητη] προσέφερε τις υπηρεσίες της στην Ιταλική Σχολή Αθηνών, ως καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – δίδασκε ελληνική γλώσσα και πολιτισμό – από 1.10.1977 δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και από 10.9.1982 δυνάμει συμβάσεως αορίστου χρόνου, έως τις 31.8.2016, οπότε η σύμβασή της λύθηκε, αφού καταγγέλθηκε από το εναγόμενο Ιταλικό Δημόσιο [ήδη αναιρεσείον] στις 14.4.2016, με προειδοποίηση και χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας την 31.8.2016, έλαβε δε, το ποσό των 37.763,01 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, η οποία υπολογίσθηκε και της καταβλήθηκε μειωμένη κατά το ήμισυ – ενόψει της ως άνω έγγραφης και εμπρόθεσμης προειδοποίησής της από το εναγόμενο -, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.12 του νόμου 4093/2012. Ωστόσο κατά το άρθρο 9 παρ.1 της από 27.4.1988 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που η ενάγουσα είχε συνάψει με το Ιταλικό Δημόσιο “σε περίπτωση λύσης της σύμβασης, κατόπιν πρωτοβουλίας του Σχολείου, τα μέρη συμφωνούν να εφαρμόσουν συμβατικώς τον κανόνα της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Ν. 682/1977” , δηλαδή, εφόσον η επίδικη σύμβαση εργασίας καταγγελλόταν από το εναγόμενο, η ενάγουσα θα ελάμβανε αποζημίωση ενός μηνός για κάθε έτος προσφοράς των υπηρεσιών της στην Ιταλική Σχολή Αθηνών και μέχρι τα 25 έτη, υπολογιζομένης και της υπηρεσίας της με τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και επομένως, προκειμένης της από 14.4.2016 καταγγελίας της σύμβασής της, θα έπρεπε να είχε λάβει 25 μηνιαίους μισθούς συν το 1/6 αυτών – η προσαύξηση λόγω της αναλογίας των επιδομάτων εορτών και αδείας -, ήτοι το ποσό των 107.345,87 (3.680,43 ευρώ ο τελευταίος μηνιαίος μισθός της ενάγουσας Χ 25 μήνες = 92.010,75 ευρώ + 15.335,12 ευρώ η προσαύξηση), το γεγονός δε ότι η προδιαληφθείσα διάταξη καταργήθηκε – με την υποπαρ. Ζ άρθρου πρώτου του νόμου 4254/2014, όπως προαναφέρθηκε – δεν συνεπάγεται και την κατάργηση της παραπάνω συμφωνίας των μερών, η οποία ως ευνοϊκότερη από τις εφαρμοσθείσες διατάξεις του νόμου 4093/2012, μόνο με νεώτερη συμφωνία θα μπορούσε να είχε αλλάξει, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της ως ανωτέρω νομολογίας του Αρείου Πάγου (ΑΠ 51/1917 – ενν. ΑΠ 51/2017). Σημειωτέον πως επρόκειτο για παραπομπή σε συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, ως ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης συμβάσεως των διαδίκων – η οποία (διάταξη) αποτέλεσε περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης, όπως και από τον όρο “συμβατικώς” σαφώς προκύπτει – και όχι αορίστως στην εκάστοτε ισχύουσα σχετική ρύθμιση, όσον αφορά δε στην υποπαρ. 4 της παρ. ΙΑ.12. του Ν. 4093/2012 περί προσαρμογής οποιασδήποτε ευνοϊκότερης διάταξης για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης στα προβλεπόμενα από αυτόν το νόμο όρια, επισημαίνεται ότι αναφέρεται σε διατάξεις νομοθετικές ή, ακόμη, σε όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, καθώς και σε άλλες κανονιστικής φύσεως ρυθμίσεις και, πάντως, όχι σε συμβατικούς όρους και συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται ελευθέρως από τα μέρη, ενώ στην υποπαρ. 2 της παρ. ΙΑ 12 του ιδίου νόμου προβλέπεται ρητά η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει τη μεγαλύτερη αποζημίωση που οφείλεται βάσει σύμβασης ή εθίμου”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κατά παραδοχή σχετικών λόγων της από 6.9.2017 έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης εξαφάνισε την αντιθέτως αποφανθείσα με αριθ.959/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε απορρίψει την από 8.11.2016 αγωγή αυτής ως νομικά αβάσιμη με το σκεπτικό ότι ο σχετικός όρος με τον αριθμό 9 παρ.1 της από 27.4.1988 σύμβασης εργασίας είχε καταργηθεί με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 4093/2012, κράτησε την υπόθεση, και δικάζοντας την αγωγή δέχθηκε αυτήν στο σύνολό της ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε το αναιρεσείον Ιταλικό Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τη διαφορά μεταξύ οφειλομένης και καταβληθείσας αποζημίωσης απόλυσης και ειδικότερα το χρηματικό ποσό των 69.582,86 ευρώ (107.345,87 ευρώ οφειλόμενη αποζημίωση – 37.763,01 ευρώ η καταβληθείσα αποζημίωση) με το νόμιμο τόκο από 31.8.2016, ημέρα επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, και μέχρι την εξόφληση. Με τον πρώτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον Ιταλικό Δημόσιο προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της μη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, παρόλο που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέγνωσε (εμμέσως) ασάφεια ως προς το νόημα του ανωτέρω υπό τον αριθμό 9 παρ. 1 όρου της από 27.4.1988 μεταξύ των μερών σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθότι για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση αρύσθηκε επιχείρημα από την περιεχομένη στον όρο αυτό λέξη “συμβατικώς” και συνακόλουθα παραβίασε ευθέως τους ως άνω ερμηνευτικούς κανόνες με τη μη εφαρμογή τους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δεν δέχθηκε, ούτε και εμμέσως, τη συνδρομή κενού ή ασάφειας του ανωτέρω όρου της μεταξύ των μερών από 27.4.1988 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σχετικά με την αναληφθείσα συμβατικά υποχρέωση του αναιρεσείοντος να καταβάλει, σε περίπτωση καταγγελίας από αυτό της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της αναιρεσίβλητης, την αποζημίωση απόλυσης που όριζε η παρ. 5 του άρθρου 30 του Ν. 682/1977, ούτως ώστε να έπρεπε να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Αντιθέτως με σαφήνεια και πλήρεις αιτιολογίες δέχθηκε ότι με τον όρο αυτό σαφώς είχε συμφωνηθεί ως περιεχόμενο της μεταξύ των μερών σύμβασης το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης απόλυσης της αναιρεσίβλητης με παραπομπή σε συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση (άρθ. 30 παρ. 5 του Ν. 682/1997), (εξού και η λέξη “συμβατικώς”), που μόνο με νεώτερη σύμβαση θα μπορούσε να είχε αλλάξει και ότι ο όρος αυτός, ως ευνοϊκότερος, εξακολουθούσε να ισχύει και μετά το Ν. 4093/2012, ο οποίος ρητά επιτρέπει την καταβολή μεγαλύτερης αποζημίωσης, βάσει σύμβασης ή εθίμου. Οι διαλαμβανόμενες δε στον ως άνω αναιρετικό λόγο περαιτέρω αιτιάσεις ότι, για την περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της αναιρεσίβλητης, η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν να ισχύουν τα κατά το χρόνο της καταγγελίας προβλεπόμενα από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία της Ελλάδας και απλά έγινε παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 του Ν. 682/1977, διότι η διάταξη αυτή ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας, όπως συνάγεται από άλλους όρους της από 27.4.1988 ως άνω σύμβασης σχετικά με το ύψος των αποδοχών της αναιρεσίβλητης, το ωράριο διδασκαλίας αυτής, τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές και την παροχή σε αυτήν επιδόματος εξωδιδακτικής απασχόλησης και προετοιμασίας (που δεν προέβλεπε η σύμβαση) και ότι, αντιθέτως, δεν υπήρξε βούληση των μερών εφαρμογής παγίως του προβλεπομένου από το άρθ. 30 παρ.5 του Ν. 682/1977 νομοθετικού καθεστώτος ως προς το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, πλήττουν, υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικής πλημμέλειας, την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως προς το σαφές περιεχόμενο του ανωτέρω όρου και συνακόλουθα ως προς τη μη συνδρομή κενού ή ασάφειας, και επομένως, κατά το μέρος αυτό είναι απαράδεκτες. Στη συνέχεια δε και σε συνάρτηση με τον ανωτέρω λόγο, με τον δεύτερο και τελευταίο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ συνισταμένη σε ανεπάρκεια αιτιολογίας αυτής, καθότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για να καταλήξει στη δικαιοδοτική του κρίση αρκέσθηκε στην μνεία της λέξης “συμβατικώς” από τον επίδικο όρο, χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση περαιτέρω πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, με αναφορά ειδικότερα σε άλλα σημεία της πιο πάνω από 27.4.1988 σύμβασης και τις επικρατούσες συναλλακτικές συνήθειες για την ερμηνεία του ανωτέρω συμβατικού όρου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθότι όπως ήδη προαναφέρθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δεν δέχθηκε, ούτε και εμμέσως, τη συνδρομή κενού ή ασάφειας του ανωτέρω συμβατικού όρου σχετικά με το ύψος της καταβλητέας στην αναιρεσίβλητη αποζημίωσης απόλυσης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από το αναιρεσείον, τον οποίο έκρινε σαφή, με συνέπεια να μην υπάρχει έδαφος αναζήτησης της αληθούς δηλωθείσας βούλησης των μερών στο πλαίσιο ερμηνείας του πιο πάνω συμβατικού όρου, με την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Περαιτέρω προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι διαλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες καθότι, ενώ δέχθηκε ότι ήταν εμπρόθεσμη η προειδοποίηση της αναιρεσίβλητης για την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτής με την τήρηση της προβλεπόμενης από τη σχετική διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ. 12 περ. 1 του Ν. 4093/2012 προθεσμίας των τεσσάρων (4) μηνών και όχι της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 της από 27.4.1988 σύμβασης μεγαλύτερης προθεσμίας προειδοποίησης, δεν δέχθηκε παράλληλα την εφαρμογή των λοιπών ρυθμίσεων του Ν. 4093/2012 ως προς το ύψος της οφειλομένης στην αναιρεσίβλητη αποζημίωσης απόλυσης. Ο λόγος αναίρεσης κατά το μέρος αυτό είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Και τούτο διότι αντικείμενο της ένδικης διαφοράς δεν ήταν οι τυχόν έννομες συνέπειες σε βάρος του αναιρεσείοντος από την παράλειψη αυτού να τηρήσει την συμβατικώς καθορισθείσα προθεσμία προειδοποίησης για την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της αναιρεσίβλητης, αλλά το ύψος της συμβατικά οφειλομένης στην αναιρεσίβλητη αποζημίωσης απόλυσης. Τέλος η μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση της με αριθ. 51/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου που αναφέρεται σε συμβατικούς όρους που παραπέμπουν σε κανονιστικές ρυθμίσεις ορισμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας, των οποίων η ισχύς, ως συμβατικών, διατηρείται και μετά την καθοιονδήποτε τρόπο λήξη της συλλογικής σύμβασης εργασίας, έλαβε χώρα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο πλεοναστικά, ως επιχείρημα από ανάλογη περίπτωση, και δεν επιστηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, εφόσον για την ένδικη οφειλή αρκούσε η διαλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχή περί κατάρτισης συμφωνίας μεταξύ των μερών που προέβλεπε την καταβολή μεγαλύτερης αποζημίωσης απόλυσης από την οριζόμενη στο νόμο, σύμφωνα με την περί τούτου σχετική επιφύλαξη του νόμου, τόσο του προϊσχύσαντος Ν. 2112/1920, όσο και του ισχύοντος Ν. 4093/2012, για οφειλή μεγαλύτερης αποζημίωσης της από το νόμο οριζομένης, βάσει σύμβασης ή εθίμου. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ιταλικό Δημόσιο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14.6.2019 και με αριθ. κατάθ. 5459/546/2019 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 1238/5.3.2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ