Οι 11 διευκρινίσεις της ΑΑΔΕ – Αν διαπιστωθεί ύποπτη πίστωση θα εκδίδεται εντολή ελέγχου για όλους τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού!
Σε μπλεξίματα με την Εφορία κινδυνεύουν εκατομμύρια φορολογούμενοι που έχουν κοινό τραπεζικό λογαριασμό με άλλο πρόσωπο, καθώς, σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου είναι ασαφές το πλαίσιο της διάκρισης του ποσού που αναλογεί σε έκαστο καταθέτη.
Με αφορμή εκατοντάδες προσφυγές που γίνονται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, η ΔΕΔ προέβη σε σχετικές διευκρινίσεις, οι οποίες αφορούν, βασικά στον τρόπο αντιμετώπισης των εμβασμάτων, σε κοινούς λογαριασμούς
Δηλαδή, στην περίπτωση κατάθεσης εμβάσματος σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό, η Εφορία θεωρεί ότι ανήκει ισομερώς, σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού.
Αν όμως, το ποσό για κάποιο δικαιούχο, δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του κινδυνεύει να του καταλογιστεί προσαύξηση περιουσίας, και να κατηγορηθεί για φοροδιαφυγή.
Επίσης στην περίπτωση εμβάσματος σε κοινό λογαριασμό, η Εφορία θα εκδίδει εντολή ελέγχου σε όλα τα πρόσωπα του κοινού λογαριασμού!
Αποφεύγει τις κυρώσεις και τη φορολογία με 33% συν πρόστιμα και προσαυξήσεις, εφόσον αποδείξουν στην Εφορία τον πραγματικό δικαιούχο της πίστωσης και εφόσον φυσικά, δικαιολογείται το ποσό με βάση της δραστηριότητά του.
Οι έλεγχοι των τραπεζικών καταθέσεων αποτελούν προτεραιότητα της ΑΑΔΕ, για τον εντοπισμό περιπτώσεων φοροδιαφυγής, λόγω της ευκολίας με την οποία διεξάγονται (ηλεκτρονικά από το γραφείο), αλλά μπλέκουν οι καταθέτες.
Τι ισχύει για τον έλεγχο των καταθέσεων
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, με αφορμή υπόθεση που εκδίκασε διευκρινίζει τα ακόλουθα:
Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας (αδικαιολόγητες καταθέσεις), η προσαύξηση αυτή δεν υπόκειται σε φορολογία, εφόσον ο φορολογούμενος αποδείξει την πραγματική πηγή αυτής, καθώς επίσης και ότι αυτή είτε έχει υπαχθεί σε νόμιμη φορολογία είτε απαλλάσσεται από το φόρο σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
Στις περιπτώσεις αποστολών εμβασμάτων που πραγματοποιούνται από κοινούς λογαριασμούς πρέπει να γίνεται καταρχήν ισομερής επιμερισμός αυτών μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να εκδίδεται εντολή ελέγχου σε όλα τα πρόσωπα του κοινού λογαριασμού και εφόσον συμμετέχει ανήλικος το βάρος των εξηγήσεων πέφτει στους γονείς του ή στον κηδεμόνα του.
Σε περίπτωση που ο ελεγχόμενος επικαλείται διαφορετική αναλογία των χρηματικών αυτών ποσών οφείλει να αποδείξει με κάθε πρόσφορο μέσο τον ισχυρισμό του.
Επί αμφισβήτησης του ισχυρισμού του ελεγχόμενου από τη φορολογική αρχή η ίδια οφείλει να αιτιολογήσει την αναλογία που αυτή επικαλείται εάν αυτή είναι διαφορετική του ισομερούς επιμερισμού
Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας, στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τλ.), ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση.
Η πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
Ο φορολογούμενος οφείλει κατ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων.
Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει.
Εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.