Aν καταφύγει κανείς στα πρακτικά και τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, και ασχολήθηκε με το θέμα των εικόνων, θα βρεί την σημασία τους. Είναι γνωστό ότι η Δυτική Εκκλησία ακολούθησε μια παράδοση μειωτική για τις εικόνες. Για πρώτη φορά ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄, σε εγκύκλιο του προς τους ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους μέ αφορμή των 12 αιώνων από τη σύγκληση της 7ης Οικ. συνόδου τολμά και διαγράφει τη μειωτική παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και προσπαθεί να οικειοποιηθεί τις παραδόσεις, που διατήρησε και κράτησε η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στην εγκύκλιο τονίζεται η θεολογική και παιδαγωγική αξία των εικόνων και προβάλεται η παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας. Αναγνωρίζεται ότι «ιδιαίτερα η ελληνική Εκκλησία αλλά και οι σλαβικές, στηριζόμενες στα έργα των μεγάλων εικονόφιλων θεολόγων, όπως ο άγιος Νικηφόρος της Κων/λεως και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, προσέλαβαν την προσκύνηση της εικόνας, ως ακέραιο μέρος της λειτουργίας, όπως ακριβώς συνέβαινε με τή λειτουργική τέλεση του λόγου». Αναφέρει δέ ότι υπάρχει « κάποιο ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη θεολογία και την πνευματικότητα των εικόνων της Ανατολης», δηλ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ότι γίνεται μια «εκ νέου ανακάλυψη της Χριστιανικής εικόνας». Οι εκφράσεις αυτές μαρτυρούν την παραμέληση και παραγνώριση της αξίας των εικόνων στη Δύση αλλά και την ανακάλυψη ενός κρυμμένου θησαυρού.
Σήμερα πολλές προτεσταντικές Ομολογίες άνκαι απορρίπτουν φυσικά την τιμητική προσκύνηση χρησιμοποιούν όμως για διδακτικούς και κατηχητικούς σκοπούς τη ζωγραφική των εικόνων. Οι Ορθόδοξοι, κρατήσαμε την παράδοση της Εκκλησίας από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα και οι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, οι οποίες κοσμούν τους ναούς μας αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας και γνώρισμα γνησιότητάς της.
Η αλήθεια της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας είναι αυτό που ονομάζουμε Ορθοδοξία. Χωρίς την Ορθοδοξία δεν υπάρχει αληθινή κοινωνία με τον Θεό, άρα ούτε αληθινή θεολογία. Χωρίς αληθινή πίστη και ζωή δεν υπάρχει σωστή επικοινωνία με τον πλησίον. Χωρίς σωστή θεώρηση του Θεού δεν υπάρχει σωστή θεώρηση της κτίσεως (δημιουργίας). Ασέβεια προς τον Θεό σημαίνει ασέβεια προς τον άνθρωπο, πού είναι εικόνα του Θεού και ασέβεια προς τον φυσικό κόσμο.
Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστης γίνεται ο εορτασμός της νίκης της ορθής πίστεως της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η οποία εκφράζεται με την ορθή αντίληψη για τις εικόνες. Ορθοδοξία είναι η αλήθεια των εικόνων. Στην εικονομαχία οι Πατέρες είδαν το σύνολο των αιρέσεων.
Η εικονομαχία κατά την άποψη των Πατέρων δημιουργήθηκε από επίδραση επί του Χριστιανισμού Ιουδαϊκών και Ισλαμικών αντιλήψεων και χριστιανικών αιρέσεων, κυρίως του Μονοφυσιτισμού και Μανιχαϊσμού. Ιουδαϊσμός και Ισλαμισμός απαγορεύουν την χρήση των εικόνων στους ναούς τους λόγω του κινδύνου της ειδωλολατρίας.
Οι Μονοφυσίτες, υπερτονίζοντας την θεϊκή φύση του Χριστού μέσα στην οποία απορροφήθηκε η ανθρώπινη, θεωρούσαν αδύνατη και ανεπίτρεπτη την περιγραφή σε εικόνα της απερίγραπτης φύσεως του Χριστού. Οι Μανιχαίοι περιφρονώντας κάθε τι υλικό, ως κακό, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί με εικόνες. Ο Χριστός δεν ήταν μια αληθινή ιστορική ύπαρξη, κατά τους Μανιχαίους, αλλά ένα φάντασμα, και αυτοί που τον έβλεπαν, νόμιζαν ότι έβλεπαν τον Χριστό. Η εχθρότητα προς την ύλη τούς οδήγησε στον Δοκητισμό.
H εικονομαχία αμφισβητούσε και καταργούσε τη σωτηρία του ανθρώπου από τόν Χριστό. Αρνείται την θεία Ενανθρώπηση, την θεία οικονομία και τις συνέπειές τους εφ’ όσον αρνείται τη δυνατότητα περιγραφής της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, αλλά και τόν αγιασμό και τη δόξα του σώματος και της ύλης. Γι’ αυτό και οι Πατέρες είδαν στην εικονομαχία μια συμπερίληψη όλων των προηγουμένων αιρέσεων και ανατροπή του Χριστιανισμού.
Οι Πατέρες ερεύνησαν και διαπίστωσαν την θέση της Παράδοσης πάνω στο θέμα των εικόνων. Πλήθος ήταν οι μαρτυρίες από τα συγγράμματα Πατέρων και αγίων που αποδείκνυε ότι η χρήση των εικόνων στην Εκκλησία είναι αρχαιότατη συνήθεια, εναντίον της οποίας καμιά αντίδραση δεν υπήρχε. Ήταν τόσον πολλές οι μαρτυρίες από τήν παράθεση κειμένων πατερικών για την ύπαρξη και χρήση των εικόνων από την εμφάνιση του Χριστιανισμού, ώστε ζητήθηκε από τον Πρόεδρο της Συνόδου Πατριάρχη Κων/λεως Ταράσιο να μήν παρουσιασθούν άλλα κείμενα γιατί προκλήθηκε κορεσμός από την αφθονία τους.
Πρώτος ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει την παράδοση της Εκκλησίας για τις ιερές εικόνες «αποστολική». Οι εικόνες δηλαδή υπάρχουν μέσα στους ναούς προ του Μ. Κων/νου, από την εποχή των Αγίων Αποστόλων. Την παράδοση αυτή επικυρώνουν αρχαιολογικά ευρήματα των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, τα οποία παρουσιάζουν απεικονίσεις του προσώπου του Ιησού Χριστού. Ήταν στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής, όπως φαίνεται στους παλιούς ναούς και στα συγγράμματα των Πατέρων. Και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692) στήριξε αυτήν την παράδοση με τον 82ο κανόνα της και απαγόρευσε να αγιογραφείται πάνω στον σταυρό ο Χριστός ως αμνός (πρόβατο), αλλά με την ανθρώπινη μορφή του. Οι πατέρες και οι πιστοί χριστιανοί για 800 χρόνια ανατράφηκαν μέσα σ’ αυτήν την παράδοση. Η εικονομαχία ήταν μια καινοτομία, που παρουσίαζε τους προηγούμενους Πατέρες και όλη την Εκκλησία να ζει μέσα στην πλάνη.
Το πιο σταθερό στοιχείο στα πρακτικά της 7ης Οἰκ. Συνόδου είναι ο τονισμός της αξίας και ο σεβασμός της Παραδόσεως, η οποία ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Η παράδοση για την Εκκλησία είναι η ζωή της εν Αγίω Πνεύματι. Στις αποφάσεις της η Σύνοδος αναφέρει ότι: «τηρήσαμε την παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας χωρίς να αφαιρέσουμε ούτε να προσθέσουμε κάτι, αλλά όπως διδαχθήκαμε από τους Αποστόλους, κρατούμε τις παραδόσεις που παραλάβαμε, αποδεχόμενοι όλα όσα ακριβώς η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία από την αρχή προφορικά και γραπτά παρέλαβε, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή των εικόνων». Στήν όγδοη καί τελευταία συνεδρία της Συνόδου πάλι διακηρύσσεται ότι:«Εμείς ακολουθούμε τις αποφάσεις της αρχαίας Εκκλησίας. Εμείς αναθεματίζουμε όσους προσθέτουν κάτι ή αφαιρούν από την ορθόδοξη Εκκλησία. Εμείς αναθεματίζουμε την καινούργια διδασκαλία των εικονομάχων.Εμείς αποδεχόμαστε τις σεπτές εικόνες».
Πράγματι τα πρότυπα των εικόνων του Ι. Χριστού και της Θεοτόκου ήσαν πολύ περιωρισμένα κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, λόγω των διωγμών. Πηγή της χριστιανικής εικονογραφίας αποτέλεσαν οι ζωντανές προφορικές αναμνήσεις και πληροφορίες των χαρακτηριστικών της μορφής και της παραστάσεως του Ι. Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων και των άλλων ιερών προσώπων της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας.
Η χριστιανική εικονογραφία αναπτύχθηκε εξ αιτίας της προβολής των μαρτύρων της πίστεως. Η παρουσίαση προσωπικων εικόνων των Μαρτύρων ή και εικονογραφικών συνθέσεων διαφόρων σκηνών του μαρτυρίου κατά τις εορταστικές συνάξεις της επετείου του θανάτου των μαρτύρων έγιναν αφορμή για την καθιέρωση της εκκλησιαστικής εικονογραφίας. Η αναγνώριση του Χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο, ως επίσημης θρησκείας του ελληνορωμαϊκού κράτους και η προστασία της Εκκλησίας από αυτόν, μετέφερε τις εικόνες από τους τόπους προσευχής, πού ήσαν τα σπίτια των χριστιανών (ευκτήριοι οίκοι) στους μεγάλους ναούς. Πολλοί Πατέρες στους λόγους τους μιλούν για ιερούς ναούς, που οι εσωτερικοί τους τοίχοι ήσαν διακοσμημένοι με πολλές εικόνες Αγίων της Εκκλησίας και από παραστάσεις από τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Άγιος Κων/νος στα ανάκτορα είχε εικόνα που παρίστανε τον σταυρό που συνέτριβε κάποιο δράκοντα.
Στην πρωτοχριστιανική περίοδο, στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, προ της εποχής του Μ. Κων/νου υπάρχει η συμβολική τέχνη των Κατακομβών. Οι Κατακόμβες ήσαν υπόγειες στοές όπου κατέφευγαν οι χριστιανοί να προσευχηθούν, να τελέσουν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αλλά και κοιμητήρια στα οποία έθαβαν τους νεκρούς αλλά και τους Μάρτυρες.
Η πρώτη αυτή εικονογραφία είχε συμβολικό χαρακτήρα και ο σκοπός της ήταν καθαρά διδακτικός. Η Κιβωτός του Νώε, ήταν σύμβολο της Εκκλησίας, ο Ιωνάς στο κήτος, ήταν σύμβολο της Αναστάσεως του Χριστού, το ψάρι, ήταν σύμβολο του Ιησού Χριστού, η Άγκυρα, ήταν σύμβολο της ελπίδας, το ψωμί και το κρασί, ήταν σύμβολο του σώματος και αίματος του Χριστού και του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας. Οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω, ο Δανιήλ ανάμεσα στα λιοντάρια, ήταν σύμβολα της σωτηρίας. Η παράσταση του καλού ποιμένα με τα πρόβατα, ήταν σύμβολο του κόσμου του οποίου ποιμένας είναι ο Θεός. Ο καλός ποιμένας, δηλ. ο Σαρκωμένος Θεός, παίρνει πάνω του το χαμένο πρόβατο, την ανθρώπινη φύση και την ενώνει με τη θεϊκή του δόξα. Επίσης το πρόσωπο της Παναγίας είναι από τα πρώτα πρόσωπα που απεικονίστηκαν στις Κατακόμβες. Την βρίσκουμε ως Δεομένη, στον Ευαγγελισμό, στην Γέννηση.
Ο ιστορικός Ευσέβιος πρώτος αναφέρεται σε ύπαρξη ορυχάλκινου ανδριάντα του Ιησού Χριστού, τον οποίον είδε ο ίδιος, στην αυλή του σπιτιού της αιμορροούσας γυναίκας στην πόλη Πανέα ή Καισάρεια του Φιλίππου, την οποία θεράπευσε ο Κύριος. Στη βάση του ανδριάντα υπήρχε ένα σπάνιο βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες. Στο κάτω μέρος του υπήρχε η επιγραφή «Στον Θεό, τον σωτήρα του κόσμου». Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης κατάστρεψε τον ανδριάντα του Ιησού και τοποθέτησε τον δικό του, ο οποίος καταστράφηκε από πτώση κεραυνού.
Πολύ ισχυρή είναι και η εκκλησιαστική παράδοση της αχειροποίητης εικόνας του προσώπου του Χριστού της γνωστής ως «Άγιο Μανδήλιο». Αυτή την έστειλε ο Ιησούς προς τον βασιλέα της Μεσοποταμίας Άβγαρο. Ο βασιλέας έπασχε από ανίατη ασθένεια και παρακάλεσε με επιστολή του τον Χριστό να πάει να τον θεραπεύσει. Ως απάντηση ο Ιησούς έστειλε το μανδήλιό του αφού προηγουμένως σκούπισε το πρόσωπό του. Πάνω στο μανδήλιο αποτυπώθηκε η μορφή του προσώπου του. Η εκκλησιαστική παράδοση γνωρίζει καλά την ύπαρξη της εικόνας στην πόλη Έδεσσα μέχρι της εποχής του Χοσρόη και την συνδέει με ιστορικά γεγονότα.
Γνωστή είναι η παράδοση για τις εικόνες της Θεοτόκου που αποδίδονται στον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Θεόδωρος Αναγνώστης μας πληροφορεῖ ότι η Ευδοκία, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄(408-450) αγόρασε στους Αγίους Τόπους εικόνα της Θεοτόκου, την οποίαν ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και την απέστειλε ως δώρο στην αυτοκράτειρα Πουλχερία. Ο Νικηφόρος ο Κάλλιστος αναφέρει ότι η Πουλχερία δώρησε εικόνα της Θεοτόκου στην Μονή των «Οδηγών», την οποίαν ίδρυσε στην Κων/λη και η οποία ονομάστηκε «Οδηγήτρια». Αυτή η εικόνα πολλές φορές προστάτευσε και διαφύλαξε την Κων/λη καταστράφηκε δε κατά την άλωσή της από τους Τούρκους.
Ο Συμεών ο Μεταφραστής και ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης αναφέρουν και εικόνα του Ιησού Χριστού, την οποίαν ζωγράφησε ο Απόστολος Λουκάς. Μάλλον πρόκειται περί του Ιησού ως βρέφους, το οποίον έχει στην αγκαλιά της η Θεοτόκος. Η φιλοτέχνηση εικόνας της Παναγίας από τον Ευαγγελιστή Λουκά είναι απόδειξη της πολύ μεγάλης άγάπης προς αυτήν. Αυτός είναι ο μόνος ευαγγελιστής που στο ευαγγέλιό του κατέγραψε γεγονότα, τα οποία γνώριζε μόνο η Θεοτόκος (διήγηση Ευαγγελισμού, η ωδή προς τον Θεόν κατά την επίσκεψη στην Ελισάβετ, η απογραφή στην Βηθλεέμ και η γέννηση του Χριστού). Ο Λουκάς δεν ήταν επαγγελματίας ζωγράφος αλλά είχε μάλλον έμφυτο καλλιτεχνικό χάρισμα. Κατά την παράδοση υπήρχαν περισσότερες από μία εικόνες της Θεοτόκου ζωγραφισμένες από τον Λουκά.
Ο ιεροσολυμίτης επίσκοπος Κρήτης Ανδρέας αναφέρει παλιά παράδοση κατά την οποία εκ θαύματος αποτυπώθηκε σε μια κολώνα εικόνα της Θεοτόκου στο ναό της που βρισκόταν στην πόλη Λύδδα της Ιουδαίας. Η αχειροποίητη αυτή εικόνα σωζόταν μέχρι των ημερών του.
Η κατασκευή και χρήση των εικόνων στηρίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη γνώση του Θεού. Ο Θεός είναι αόρατη, ασύληπτη και ακατάληπτη διανοητικά παραγματικότητα. Έρχεται όμως σε επαφή προς τους ανθρώπους με τις άκτιστες θείες ενέργειές του. Ο άνθρωπος με τις καθαρμένες διανοητικές δυνάμεις μπορεί να αποκτήσει άμεση βιωματική εμπειρία, μυστική νοητική ενόραση και άμεση εσωτερική θέα και εποπτεία εικόνων, που βάζει μπροστά στα πνευματικά μάτια ο ίδιος ο Θεός όπως ομόφωνα διδάσκει η Αγία Γραφή και η Ι. Παράδοση. Από τη δημιουργία βλέπουμε την αιώνια δύναμη και θεότητα. Βλέπουμε όχι καθαρά, αλλά αμυδρά τις θείες αλήθειες. Η δημιουργία δείχνει τον δεσπότη και δημιουργό της με αυτά που βλέπομε και γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Οι εικόνες του ορατού κόσμου μας οδηγούν στην θεωρία των αοράτων.
Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που είναι από τους σπουδαιότερους δογματικούς διδασκάλους τονίζει ότι ανκαι είναι αδύνατο να εικονισθεί το ασώματο, αόρατο, απερίγραπτο και ασχημάτιστο του Θεού εν τούτοις είναι δυνατή η συμβολική εξεικόνιση και αυτού του αόρατου Θεού και των ασωμάτων αγγέλων εφ’ όσον αποκαλύφθηκε και Εκείνος και οι άυλοι άγγελοι με μορφή ανθρώπινης εικόνας. Υπάρχουν λοιπόν εικόνες «πού παριστάνουν σχήματα και μορφές και τύπους, καθώς αποτυπώνονται σωματικά τα αόρατα και ασώματα, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι, επειδή αδυνατούμε να βλέπουμε τα ασώματα χωρίς σχήματα, ανάλογα με μας». Εάν λοιπόν επιτρέπεται η χρήση συμβολικών εικόνων του αόρατου Θεού και των ασωμάτων αγγέλων πολύ περισσότερο είναι δικαιολογημένη η εξεικόνιση της ανθρώπινης μορφής του Θεανθρώπου Κυρίου, της Θεοτόκου, των αγίων, όπως και διαφόρων επιγείων γεγονότων και συμβάντων της ιστορίας της σωτηρίας και της Εκκλησίας.
Η ορθόδοξη λατρεία χρησιμοποιεί γενικά τα υλικά στοιχεία για να τελέσει τα μυστήρια (άρτος, κρασί, λάδι,νερό, μύρο κλπ). Τα υλικά αντικείμενα (κρασί, σιτάρι, λάδι, νερό, φωτιά, κεριά, θυμίαμα) συχνά χρησιμοποιούνται ως σύμβολα πνευματικών εννοιών, αντικειμένων, εκδηλώσεων και των αγαθών που προέρχονται από το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Η παραδοχή ή η χρήση του υλικού στοιχείου στη λατρεία και την τέχνη ανταποκρίνεται στο ότι ο άνθρωπος είναι υλικοπνευματική ύπαρξη, οδηγεί δε σε εμβάνθυνση στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, κάνει τα πνευματικά μηνύματα δυνατότερα και πειστικότερα παρά ο απλούς λόγος. Επομένως το υλικό στοιχείο παίζει ευεργετικό ρόλο, εφ’ όσον συντελεί, ώστε η εσωτερική ζωή να εκφράζεται πληρέστερα και τελειότερα. Η ύλη έχει δύναμη και σημασία αναγωγική και αυτό είναι σύμφωνο με τη διπλή φύση του ανθρώπου. «Επειδή είμαι άνθρωπος και έχω σώμα, ποθώ με το σώμα μου να μιλώ και να βλέπω τα άγια» λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Επειδή ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να αποχωριστεί από το σώμα και να έλθει μόνος του στο χώρο της καθαρής θεωρίας, είναι επόμενο να βοηθείται από τα αισθητά πράγματα, από τύπους, σύμβολα και σχήματα τα οποία έχουν αναγωγική δύναμη.«Με τη σωματική θεωρία ερχόμαστε στη πνευματική θεωρία».
Γι’ αυτό παρά το ότι η Π.Δ. απαγόρευσε την ειδωλολατρία δεν εμπόδισε το γεγονός της χρήσης εικόνων και συμβόλων, όπως ήταν η σκηνή του μαρτυρίου, το καταπέτασμα, η κιβωτός της Διαθήκης, η τράπεζα των άρτων, οι λυχνίες, η χρυσή στάμνα, η ράβδος, και τα γλυπτά των Χερουβίμ, όλα κατασκευασμένα από ανθρώπινα χέρια, τα οποία προσκυνούσαν όλοι οι Ισραηλίτες.
Ο κίνδυνος της ειδωλολατρίας με τη χρήση των εικόνων είναι ανύπαρκτος για τους χριστιανούς. Ο Χριστός έσωσε με την ενανθρώπησή του τους ανθρώπους από την πλάνη των ειδώλων, διδάσκοντάς τους την λατρεία και προσκύνηση του αληθινού Θεού. Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία σ’ όλες τις εποχές.
Οι εικόνες δεν έχουν καμιά σχέση με τα είδωλα, και ο σεβασμός προς αυτές δεν έχει λατρευτικό χαρακτήρα.
Ποιά διαφορά έχει το είδωλο από την εικόνα;
Όπως γράφει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης η εικόνα είναι «ομοίωση» με το υπαρκτό, ενώ το είδωλο είναι «ομοίωση» με το ανύπαρκτο. Τα είδωλα είναι δημιούργημα της φαντασίας. Αυτή δημιουργεί ανύπαρκτους Θεούς, τους οποίους φέρνει στη ύπαρξη με τις ειδωλικές απεικονίσεις και οι οποίοι εξαφανίζονται μόλις καταστραφούν τα αγάλματα ή τα ξόανά τους. Το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ανύπαρκτο, είναι φανταστικό είδωλο, δεν είναι πραγματικό πρόσωπο.
Η εικόνα απεικονίζει αυτό που υπάρχει πραγματικά, ενώ το είδωλο δεν έχει αυτή την δυνατότητα, δηλ. δεν απεικονίζει μια πραγματική θεότητα. Ενώ π.χ. η εικόνα του Χριστού απεικονίζει το πρωτότυπο, τον Σαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού, το άγαλμα του Δία τι απεικονίζει; Γι’ αυτό τον λόγο τα είδωλα απαγορεύονταν στην Π.Δ.