Απόφαση 1364 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Παρέμβαση, Διόρθωση εγγραφής σε κτηματολογικό βιβλίο.
Περίληψη:
Αίτηση για διόρθωση πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία ακινήτου που φέρεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας. Παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου για διόρθωση της πρώτης εγγραφής, ώστε το ακίνητο να γραφεί ως ανήκον στο δημόσιο(κοίτη ποταμού.) Νόμιμη η παρέμβαση. Πότε δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμ 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Αναιρεί ΕφΑθ/ΜεταβΕδραΧαλκ 2/2010).
Αριθμός 1364/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Κ. του Κ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευδοξία Τζοβλά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/10/2007 αίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 18/11/2007 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 79/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 2/2010 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 6/12/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 1 παρ.1α και 3, 6 παρ.1-3, και 7, 9, 13,15 του ν.2664/1998, όπως ισχύουν μετά τους ν.3127/2003, 3481/2006 και 3559/2007, προκύπτει ότι όταν πρόκειται για ακίνητο το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος του ακινήτου αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος επί του ακινήτου, και επιπλέον, κατ’ αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (6 του ν. 2664/1998), και όποιος έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστής του πραγματικού κυρίου), μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία θα ζητεί τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί “άγνωστος” να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ίδιου νόμου, η ρυθμιστέα έννομη σχέση που επιτρέπει ο νομοθέτης να εξεταστεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η ορθότητα ή μη της πρώτης εγγραφής στις σχετικές κτηματολογικές εγγραφές οι οποίες αφορούν εγγραφή που έχει καταχωρηθεί σε “άγνωστο ιδιοκτήτη” και εξετάζεται υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, το οποίο ελέγχεται παρεμπιπτόντως, αφού αποτελεί προϋπόθεση για τη ζητούμενη διόρθωση, χωρίς όμως το ζήτημα αυτό, δηλαδή η ύπαρξη ή μη του εν λόγω δικαιώματος, να καλύπτεται από την απόφαση που εκδίδεται επί της εν λόγω αίτησης με ισχύ δεδικασμένου. Τα αυτά ισχύουν και για την κύρια παρέμβαση και, συνεπώς, όποιος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης οφείλει αφενός μεν να εκθέτει ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα και αφετέρου να ζητεί την εγγραφή αυτού του δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή την διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητουμένου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνέπεια των προαναφερθέντων είναι: α) το ότι ο νόμος δεν προβλέπει την απεύθυνση της αίτησης εναντίον οποιουδήποτε, όπως του Ελληνικού Δημοσίου, του Ο.Κ.Χ.Ε. ή του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ή άλλου, εάν δε τυχόν η αίτηση απευθυνθεί εναντίον τρίτου, δεν καθίσταται ο τελευταίος διάδικος από το γεγονός και μόνο τούτο, και β) το ότι δεν απαιτείται να ζητηθεί με την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για την ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι’ αυτό άλλωστε η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 του ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του ν. 3481/2006, αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι και στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν.2664/1998 στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (Ολομ. ΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ. 7-8/2006).
Εν προκειμένω η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδος την από 11-10-2007 αίτησή της με την οποία ζήτησε να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή στο Κτηματολογικό Γραφείο Χαλκίδας, όπου φέρεται υπό τον Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) … ως αγνώστου ιδιοκτήτη, του αναφερόμενου στην αίτηση οικοπέδου, εμβαδού 693,10 τ.μ., που βρίσκεται στο Δ.Δ. Αγ. Νικολάου του Δήμου Ληλαντίων Χαλκίδος και το οποίο είχε περιέλθει σ’αυτήν με το υπ’ αριθμ. …/22-6-1995 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, νομίμως μεταγεγραμμένο. Στη δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που διεξήχθη κατά την εκουσία δικαιοδοσία, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 18-11-2007 κύρια παρέμβασή του, με την οποία, ισχυριζόμενο ότι το εγγραπτέο ακίνητο ανήκει στο ίδιο (Ελληνικό Δημόσιο), ως βρισκόμενο εντός των εκβολών του ποταμού Λήλαντα και έχον επομένως τον χαρακτήρα δημοσίου κτήματος, ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση της αναιρεσείουσας και να διορθωθεί η προαναφερθείσα πρώτη εγγραφή του επιδίκου ως αγνώστου ιδιοκτήτη ώστε να αναγραφεί τούτο ως ιδιοκτησία του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου. Από το περιεχόμενο και το ανωτέρω αίτημα της κύριας παρέμβασης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου προκύπτει ότι πρόκειται για κύρια παρέμβαση του ασκήθηκε στα πλαίσια της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις προρρηθείσες διατάξεις, κατά την οποία (εκούσια δικαιοδοσία) είχε εισαχθεί η αίτηση της αναιρεσίβλητης, και δεν εισήγαγε (η παρέμβαση) διαγνωστική δίκη. Κατά συνέπειαν η κύρια αυτή παρέμβαση είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις ίδιες (προρρηθείσες) διατάξεις, οι οποίες και ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω (και) ως προς την κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος, και το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ως μη νόμιμη την κύρια παρέμβαση και την απέρριψε γι’αυτόν τον λόγο, παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις και υπέπεσε έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα το αναιρεσείον υποστηρίζει με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς του. Και πρέπει, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580§3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική Έδρα Χαλκίδας).
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.