ΑΠΟΦΑΣΗ
Landi κατά Ιταλίας της 07.04.2022 (αρ. προσφ. 10929/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δολοφονία παιδιού από πατέρα. Ενδοοικογενειακή βία σε βάρος συντρόφου και παιδιών. Υποχρέωση των αρχών για άμεση λήψη μέτρων. Δικαίωμα στη ζωή.
Η προσφεύγουσα και τα δύο ανήλικα παιδιά της ήταν θύματα ενδοοικογενειακής βίας από τον σύντροφο της και πατέρα των παιδιών, ο οποίος έπασχε από διπολική διαταραχή και μανιοκατάθλιψη. Είχε ασκήσει αρκετές καταγγελίες περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας ωστόσο οι εισαγγελείς είχαν παραμείνει παθητικοί μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας και η αδράνειά τους είχε επιτρέψει στον σύντροφο της να συνεχίσει να την απειλεί, να την παρενοχλεί και να της επιτίθεται ανεμπόδιστα και ατιμώρητα έως ότου σημειώθηκε το πιο ακραίο περιστατικό βίας, του μαχαιρώματος μέχρι θανάτου του ανήλικου παιδιού τους ηλικίας ενός έτους. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και διακριτική μεταχείριση.
Το Στρασβούργο σημείωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους να προβούν σε άμεση και προληπτική αξιολόγηση του κινδύνου επανάληψης των βίαιων πράξεων που διαπράχθηκαν κατά της προσφεύγουσας και των παιδιών της. Ειδικότερα, οι αρχές είχαν παραμείνει παθητικές μπροστά στο σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας ενώ όφειλαν να αξιολογήσουν τον κίνδυνο ενδοοικογενειακής βίας και να λάβουν τα κατάλληλα και επαρκή μέτρα. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί από τις αρχές, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, από τη στιγμή που υπήρξε καταγγελία. Οι αρχές όχι μόνο δεν αντέδρασαν άμεσα όπως απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά αδράνησαν εντελώς. Επομένως δεν επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια και δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν τη ζωή της προσφεύγουσας και των παιδιών της.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι επίμαχες παραλείψεις, ως επισήμανση οποιασδήποτε διακριτικής συμπεριφοράς εκ μέρους των αρχών. Κατά συνέπεια η καταγγελία που αφορούσε το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 32.000 ευρώ για ψυχική οδύνη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Annalisa Landi, είναι υπήκοος της Ιταλίας, γεννημένη το 1988 και ζει στη Scarperia.
Η προσφεύγουσα ανέφερε ότι είχε συνάψει σχέση με τον σύντροφό της (N.P.) το 2010 χωρίς να γνωρίζει ότι ο τελευταίος έπασχε από διπολική διαταραχή από την ηλικία των 20 ετών. Συγκεκριμένα, εμφάνιζε περιοδικές αλλαγές διάθεσης που συνοδεύονταν από παρορμητικότητα, ευερεθιστότητα και εξαιρετικά βίαιη συμπεριφορά. Υπέφερε επίσης από μανιακή ψυχαναγκαστική διαταραχή. Στο παρελθόν ο Ν.Ρ. ήταν αλκοολικός και του είχε απαγορευτεί να πλησιάσει την προηγούμενη σύντροφό του.
Η προσφεύγουσα και ο N.P. απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, την V. (κορίτσι που γεννήθηκε το 2011) και τον Μ. (αγόρι που γεννήθηκε το 2017).
Μεταξύ Νοεμβρίου 2015 και Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα δέχτηκε τέσσερις επιθέσεις από τον σύντροφό της, στις οποίες επενέβη η αστυνομία της Scarperia . Ο Ν.Ρ. νοσηλεύτηκε πολλές φορές μετά τις εν λόγω επιθέσεις, και του συνταγογραφήθηκε φαρμακευτική αγωγή κατά την έξοδο από το νοσοκομείο τον Φεβρουάριο του 2018. Ο ίδιος είχε πάει να ζήσει με τους γονείς του και τον Απρίλιο 2018 επέστρεψε στο σπίτι της προσφεύγουσας.
Σύμφωνα με την τελευταία, ένας γιατρός είχε συστήσει να παρακολουθήσουν από κοινού σύμβουλο γάμου ως επιπρόσθετη βοήθεια στη θεραπεία του Ν.Ρ.
Στο μεταξύ, η προσφεύγουσα είχε υποβάλει και στη συνέχεια απέσυρε πολλές καταγγελίες. Ωστόσο, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Ν.Ρ. με κατηγορίες για ενδοοικογενειακή βία, αλλά δεν εκδόθηκαν προσωρινά μέτρα για την προστασία της προσφεύγουσας και των παιδιών της κατά τη διάρκεια της έρευνας. Ωστόσο ο πραγματογνώμονας επεσήμανε ότι ο Ν.Ρ. αποτελούσε κίνδυνο για την κοινωνία λόγω της ψυχικής υγείας και ότι θα έπρεπε να παρακολουθεί τακτικό θεραπευτικό πρόγραμμα.
Η τέταρτη επίθεση σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018, όταν ο Ν.Ρ. είχε ενοχληθεί από θόρυβο που προκάλεσε ο γιός του και ενός τηλεφωνήματος που δέχτηκε η προσφεύγουσα. Ο Ν.Ρ. θύμωσε, άρπαξε την κόρη του από τα μαλλιά και την πέταξε στον τοίχο. Στη συνέχεια πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και επιτέθηκε στην προσφεύγουσα, μαχαιρώνοντάς την στο πρόσωπο και στο σώμα. Η τελευταία έπεσε στο πάτωμα μαζί με τον γιο της Μ., ο οποίος βρίσκονταν δίπλα της. Ο Ν.Ρ. στη συνέχεια μαχαίρωσε πολλαπλές φορές τον γιό του προκαλώντας τον θάνατό του.
Τον Οκτώβριο του 2019 ο Ν.Ρ. καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη και υποχρεώθηκε να καταβάλλει 100.000 ευρώ στην κα Landi και στην κόρη της V., οι οποίες είχαν προσχωρήσει στην ποινική διαδικασία για την υποστήριξη της κατηγορίας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους να προβούν σε άμεση και προληπτική αξιολόγηση του κινδύνου επανάληψης των βίαιων πράξεων που διαπράχθηκαν κατά της προσφεύγουσας και των παιδιών της και να επιβάλουν προληπτικά μέτρα για τον μετριασμό του κινδύνου και την προστασία των ενδιαφερομένων, καθώς και την καταδίκη της συμπεριφοράς του Ν.Ρ. Ειδικότερα οι εισαγγελείς είχαν παραμείνει παθητικοί μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας και η αδράνειά τους είχε επιτρέψει στον σύντροφο της προσφεύγουσας να συνεχίσει να την απειλεί, να την παρενοχλεί και να της επιτίθεται ανεμπόδιστα και ατιμώρητα. Οι εθνικές αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν το πραγματικό και το επικείμενο κίνδυνο για τη ζωή της κυρίας Landi και των παιδιών της. Θα έπρεπε επομένως να έχουν αξιολογήσει τον κίνδυνο περαιτέρω άσκησης βίας και να λάβουν τα κατάλληλα και επαρκή μέτρα για την προστασία της προσφεύγουσας και των παιδιών της.
Ωστόσο, είχαν αποτύχει σε αυτή την υποχρέωση, καθώς δεν είχαν αντιδράσει ούτε «άμεσα», όπως απαιτούνταν από τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ούτε οποιαδήποτε άλλη στιγμή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, βασιζόμενο στις πληροφορίες που γνώριζαν οι αρχές κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τον πραγματικό και άμεσο κίνδυνο περαιτέρω βίας κατά της προσφεύγουσας και των παιδιών της, υπό το πρίσμα των καταγγελιών για κλιμάκωση της ενδοοικογενειακής βίας που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα και ενόψει των ζητημάτων ψυχικής υγείας του Ν.Ρ. οι αρχές δεν είχαν επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια. Δεν διεξήγαγαν αξιολόγηση κινδύνου θανατηφόρων επιθέσεων ειδικά σχεδιασμένη για ενδοοικογενειακή βία, και ιδιαίτερα για την κατάσταση που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα και τα παιδιά της, κάτι που θα δικαιολογούσε πρακτικά την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων για την προστασία τους από τέτοιους κινδύνους. Αδιαφορώντας κατάφωρα για την ευρεία γκάμα προστατευτικών μέτρων που θα μπορούσαν να έχουν άμεσα στη διάθεσή τους, οι αρχές οι οποίες θα μπορούσαν να ειδοποιήσουν τις υπηρεσίες της Πρόνοιας και να τοποθετήσουν την προσφεύγουσα και τα παιδιά της σε ένα ίδρυμα κακοποιημένων γυναικών, είχαν επιδείξει ελάχιστη επιμέλεια για την πρόληψη της βίας εναντίον αυτής και των παιδιών της, η οποία είχε οδηγήσει στην απόπειρα ανθρωποκτονίας της προσφεύγουσας και στην ανθρωποκτονία του γιου της Μ. Οι αρχές θα μπορούσαν να είχαν λάβει τα προαναφερθέντα μέτρα σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, ανεξάρτητα από το αν είχε υπάρξει καταγγελία ή οποιαδήποτε αλλαγή στην αντίληψη του θύματος αναφορικά με τον κίνδυνο που βίωνε.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια. Ως εκ τούτου, δεν είχαν εκπληρώσει τη θετική υποχρέωσή τους βάσει του άρθρου 2 να προστατεύσουν την προσφεύγουσα και τη ζωή του γιου της.
Το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 2
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αστυνομικοί είχαν αναφέρει σε πολλές περιπτώσεις στους εισαγγελείς την κατάσταση της προσφεύγουσας, ακόμη και αφού είχε αποσύρει την τελική καταγγελία της και είχαν ζητήσει τη λήψη προστατευτικών μέτρων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι εισαγγελείς είχαν σαφώς αποτύχει στο καθήκον τους να λάβουν προληπτικά μέτρα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν αποτρέψει το τραγικό αποτέλεσμα ή τουλάχιστον να μετριαστεί η ζημιά. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, την προληπτική στάση που υιοθέτησαν οι αστυνομικοί, η αδράνεια των ανακριτικών αρχών στην παρούσα περίπτωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συστημικό ελάττωμα.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε τίποτα στην παρούσα υπόθεση που να υποδηλώνει ότι οι εισαγγελείς που ήταν υπεύθυνοι για την υπόθεση της προσφεύγουσας είχαν ενεργήσει με τρόπο που εισάγει διακρίσεις ή πρόθεση διάκρισης έναντι της ίδιας της προσφεύγουσας. Επισήμανε ότι παραβίαση του άρθρου 14 υπάρχει μόνο όπου εμφανίζονταν γενικές ελλείψεις που απορρέουν από μια σαφή και συστημική αποτυχία των εθνικών αρχών να εκτιμήσουν και να αντιμετωπίσουν τη σοβαρότητα και την έκταση του προβλήματος της ενδοοικογενειακής βίας και των διακρίσεων επί των γυναικών.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελλείψεις για τις οποίες καταγγέλθηκαν στην παρούσα υπόθεση – παρόλο που είχαν προέλθει από σοβαρή αδράνεια εκ μέρους των αρχών και ήταν παράνομες και ασυμβίβαστες με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ – δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι παραπέμπουν σε μεροληπτική στάση εκ μέρους των αρχών. Επομένως, η καταγγελία αυτή ήταν προδήλως αβάσιμη και απορρίφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 και 4 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 32.000 ευρώ για ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του γιού της σε συνδυασμό με ηθική βλάβη λόγω της δικής της κακοποίησης (επιμέλεια echrcaselaw.com).