Ευγενία Τζώρτζη
Πρόσθετη επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών και του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων που έχουν οι επιχειρήσεις στις τράπεζες θα επιφέρει η άνοδος των επιτοκίων που έχει προεξοφληθεί από την ΕΚΤ, αρχής γενομένης από φέτος. Η αύξηση των μηνιαίων δαπανών για όσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχουν οφειλές στις τράπεζες ή στα funds θα αποτελέσει ακόμη ένα χτύπημα στο διαθέσιμο εισόδημα, που έχει ήδη συρρικνωθεί μετά την αύξηση στο ρεύμα, στο κόστος μετακίνησης και στα είδη καθημερινής διαβίωσης, δημιουργώντας ασφυκτικές πιέσεις όχι μόνο στους χαμηλόμισθους αλλά και στα μεσαία νοικοκυριά.
Η άνοδος των επιτοκίων δεν αποτελεί δυνητικό σενάριο. Αποτυπώνεται ήδη στο euribor ενός έτους, δηλαδή του επιτοκίου που ενσωματώνει την πρόβλεψη για την πορεία των επιτοκίων ένα χρόνο από σήμερα. Το euribor διάρκειας ενός έτους, που είναι από το 2016 σε αρνητικό έδαφος, «φλερτάρει» ήδη με μηδενικά επίπεδα και έκλεισε την περασμένη εβδομάδα στο -0,058% από -0,488% ένα χρόνο πριν. Η τάση αυτή πιστοποιεί την άνοδο των επιτοκίων τους προσεχείς μήνες και θα συμπαρασύρει την άνοδο και του euribor 3μήνου, με βάση το οποίο τιμολογείται σχεδόν το σύνολο των στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων.
Το euribor 3μήνου βρίσκεται επίσης σε αρνητικά επίπεδα από το 2015, αλλά η εικόνα αυτή αναμένεται να αναστραφεί μέχρι τα τέλη του έτους και με μεγαλύτερη ένταση από τις αρχές του επόμενου, προεξοφλώντας –με βάση τη σημερινή εικόνα– άνοδο κατά 35 έως 150 μονάδες βάσης εντός του 2023. Η προοπτική αυτή, που ενσωματώνει τις εκτιμήσεις για την αντίδραση της ΕΚΤ στην άνοδο του πληθωρισμού, θα προσθέσει στα ισχύοντα επίπεδα επιτοκίων από 0,35% έως και 1,50%, ενισχύοντας τις πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στη ρευστότητα των επιχειρήσεων που έχουν οφειλές στις τράπεζες.
Στα ισχύοντα επίπεδα επιτοκίων αναμένεται να προστεθεί από 0,35% έως και 1,50%.
Η άνοδος του euribor 3μήνου θα οδηγήσει αυτόματα σε αύξηση της δόσης όλων των δανείων που συνδέονται με κυμαινόμενο επιτόκιο και τα οποία αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Με βάση τον υπολογισμό, για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ η επιβάρυνση λόγω της ανόδου του euribor 3μήνου κατά 0,50% ξεκινάει από 25 ευρώ τον μήνα εάν η διάρκεια του δανείου είναι π.χ. τα 20 έτη, ανεβάζοντας τη δόση από τα 563 ευρώ στα 588 ευρώ τον μήνα. Διπλάσια, και συγκεκριμένα 51 ευρώ, θα είναι η επιβάρυνση για το ίδιο δάνειο στην περίπτωση που το euribor αυξηθεί κατά μία μονάδα, ανεβάζοντας τη δόση του δανείου από τα 563 ευρώ στα 614 ευρώ για την ίδια διάρκεια δανείου, δηλαδή τα 20 έτη. Το παράδειγμα έχει υπολογιστεί με βάση τελικό επιτόκιο 3,04%, που είναι συνάρτηση του σημερινού euribor 3μήνου που είναι αρνητικό –και συγκεκριμένα στο -0,46%–, πάνω στο οποίο προστίθεται το περιθώριο που εισπράττει η τράπεζα.
Η μηνιαία επιβάρυνση είναι συνάρτηση της διάρκειας και της «παλαιότητας» του δανείου, με δεδομένο ότι αρκετά στεγαστικά δάνεια έχουν συμβασιοποιηθεί πριν από την προηγούμενη οικονομική κρίση και πλέον η διάρκεια εξόφλησης έχει συρρικνωθεί π.χ. στα 10 ή 15 χρόνια. Στην περίπτωση αυτή, η επιβάρυνση μπορεί να αποδειχθεί μικρότερη, καθώς τα δάνεια της παλαιάς περιόδου έχουν καλύψει την τοκοφόρο περίοδο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε όλα τα στεγαστικά δάνεια, π.χ. με 20ετή διάρκεια, η πρώτη δεκαετία είναι περίοδος που ο δανειολήπτης πληρώνει κυρίως τόκους και η αποπληρωμή του κεφαλαίου είναι κυρίως τη δεύτερη δεκαετία, με έμφαση κατά την τελευταία πενταετία, όπου οι τόκοι αντιπροσωπεύουν το 10%-15% της οφειλής. Με δεδομένο ότι η πλειονότητα των στεγαστικών δανείων στη χώρα μας είναι συμβάσεις του 2000 έως και του 2010, ο μηχανισμός αυτός αποτελεί δικλείδα ασφαλείας, τουλάχιστον για τα δάνεια αυτής της κατηγορίας, και εφόσον οι δανειολήπτες δεν έχουν επαναδιαπραγματευθεί τις συμβάσεις τους, επιμηκύνοντας τη διάρκεια του δανείου για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, π.χ. τα 35 ή ακόμη και τα 40 χρόνια.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιχειρηματικά δάνεια και κυρίως αυτά των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που είναι είτε ανακυκλούμενες πιστώσεις, είτε κεφάλαια κίνησης, και τα οποία δεν είναι συμβάσεις του απώτερου παρελθόντος. Με βάση τον υπολογισμό, για ένα συμβατικό δάνειο 200.000 ευρώ με 10ετή διάρκεια η αύξηση του euribor κατά 0,50% θα συμπαρασύρει σε αύξηση της δόσης κατά 50 ευρώ έως και 102 ευρώ εάν η άνοδος του επιτοκίου φτάσει τη μία μονάδα, ανεβάζοντας τη δόση για μια μεσαία επιχείρηση από τις 2.235 ευρώ έως και 2.337 ευρώ. Ο υπολογισμός έχει γίνει με βάση ένα σχετικά χαμηλό επιτόκιο της τάξης του 5,54%.