Aπαραίτητη πριν την οποιαδήποτε διαβίβαση δεδομένων η προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων. Για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2472/1997 που αφορούν στην ενημέρωση του υποκειμένου από την τράπεζα και την συγκατάθεσή του για την επεξεργασία και διαβίβαση των δεδομένων του (υποκειμένου) σε τρίτους, η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να ενημερώνει ειδικώς για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κλπ). Συγκατάθεση υπό την έννοια του ν. 2472/97 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι δε τυποποιημένοι όροι που απαντώνται σε κάθε δανειακή σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης αλλά προσχώρησης του καταναλωτή ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκούν προς θεμελίωση της συγκατάθεσης. Νόθος αντικειμενική ευθύνη της τράπεζας. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού ευρώ 5.869.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός απόφασης 3428/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Ελένη Μοτσοβολέα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και από την Γραμματέα Παναγιώτα Στρατικοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 8η Ιανουαρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Δέσποινας Στεφάνου (ΑΜ ΔΣΑ 25974).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) του …, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρος (ΑΜ ΔΣΑ …), 2) της Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία D MAN ΑΕ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ, με έδρα τον ʼγ. Στέφανο Αττικής, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 10-09-2014 αγωγή του (αριθ. καταθ. 1363/2014) κατά της εκκαλούσας και κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “DMAN AE”.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 953/2015 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή κατά ένα μέρος την ως άνω αγωγή ως προς την εκκαλούσα ενώ απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη.
Ήδη η εκκαλούσα με την από 09.09.2015 έφεσή της (αριθ. καταθ. 1795/2015) η οποία προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας και ο πρώτος εφεσίβλητος αυτοπροσώπως, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους. Περαιτέρω, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου της εφέσεως ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝOMO
Η υπό κρίση έφεση της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας «ʼλφα Τράπεζα Α.Ε.» κατά της υπ’ αριθ. 953/2015 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εφεσιβλήτου, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει τριετία από την δημοσίευσή της. Είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Όσον αφορά , όμως την δεύτερη εφεσίβλητη, η εκκαλούσα παραιτήθηκε του δικογράφου της εφέσεως με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, καταχωρηθείσα στα πρακτικά και ως εκ τούτου η έφεση θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς αυτήν (295, 524 ΚΠολΔ).
Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με τον ν.2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών εξεδόθη ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2 ότι: “Για τους σκοπούς τους παρόντος νόμου νοούνται ως : α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων…. β)… γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο. στ)… ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο. η) “εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. θ) “τρίτος”, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ’ του παρόντος νόμου”. Στο άρθρο 4 ότι: “1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, προσφορά, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) … Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας…”. Στο άρθρο 5 ότι : “1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α)… β)… γ)… δ)… ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών…”. Στο άρθρο 10: «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολή του. 2. Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου. 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή τυχαία απώλεια αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. 4. Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικώς εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ’ εντολή του υπεύθυνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν». Στο άρθρο 11 ότι: “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2. … 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς..”. Στο άρθρο 12 ότι: “1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως…”. Στο άρθρο 13 ότι: “1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν…”. Στο άρθρο 15 ότι: “1. Συνιστάται Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή), με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά…”. Στο άρθρο 19 ότι: “1. Η αρχή έχει τις εξής ιδίως αρμοδιότητες: α)… β}… γ)… δ)… ε)… στ)… ζ)… η)… θ)… ι) εκδίδει κανονιστικές πράξεις για τη ρύθμιση ειδικών, τεχνικών και λεπτομερειακών θεμάτων, στα οποία αναφέρεται ο παρών νόμος…”. Στο άρθρο 23 ότι: “Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την ασκουμένη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη…”. Στο άρθρο 24 ότι: “1… 2….3… Για αρχεία που λειτουργούν και επεξεργασίας που εκτελούνται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου οι υπεύθυνοι επεξεργασίας οφείλουν να προβούν στην κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 ενημέρωση των υποκειμένων μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής. Η ενημέρωση, εφόσον αφορά μεγάλο αριθμό υποκειμένων μπορεί να γίνει και δια του τύπου. Στην περίπτωση αυτή τις λεπτομέρειες καθορίζει η Αρχή…”. Στο πλαίσιο της παρεχόμενης από τα άρθρα 19 παρ.1 στοιχ. ι και 24 παρ. 3 αυτού του νόμου ειδικής εξουσιοδοτήσεως, η οποία εναρμονίζεται προς το άρθρο 43 παρ.2 του Συντάγματος, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα (εφεξής: Αρχή) εξέδωσε την 1/1999 κανονιστική πράξη (ΦΕΚ Β’ 555/1999), η οποία, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της ατομικής ενημερώσεως του υποκειμένου των δεδομένων, ορίζει στο άρθρο 3 παρ. 3 εδ. β’ ότι “κατ’ εξαίρεση και ύστερα από άδεια της Αρχής, η οποία παρέχεται είτε για επί μέρους κλάδους ή τομείς δραστηριότητας ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, είτε για συγκεκριμένο κάθε φορά αρχείο ύστερα από αίτηση του υπευθύνου επεξεργασίας, όταν η ενημέρωση αφορά μεγάλο αριθμό υποκειμένων, επιτρέπεται η ενημέρωσή τους δια του τύπου, είτε με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο και σαφή τρόπο, σύμφωνα με τους κώδικες δεοντολογίας του οικείου κλάδου ή τομέα εφόσον υπάρχουν”. Η αόριστη νομική έννοια “του μεγάλου αριθμού υποκειμένων” εξειδικεύεται με την 408/1998 κανονιστική απόφαση της Αρχής (ΦΕΚ Β’ 1250/1998) σύμφωνα με την οποία “υπεύθυνοι επεξεργασίας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και υπόχρεοι σε ενημέρωση σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.3 του Ν.2472/1997 μπορούν να ενημερώνουν δια του τύπου τα υποκείμενα σε επεξεργασία άτομα, όταν ο αριθμός των ατόμων αυτών είναι ίσος ή υπέρτερος των χιλίων (1000)” (άρθρο 1). Οι ως άνω κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής ευρίσκονται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 24 παρ.3 του ν. 2472/1997, η οποία εκφράζει ευρύτερο και πάγιο πνεύμα του νομοθέτη, και ως εκ τούτου η ρυθμιστική της εμβέλεια, όταν πρόκειται για ενημέρωση μεγάλου αριθμού υποκειμένων (τουλάχιστον χιλίων) δεν περιορίζεται μόνο στις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου εκτελούμενες επεξεργασίες, αλλά καλύπτει αναλόγως και τις μεταγενέστερες επεξεργασίες, καθόσον, ενόψει και της ομοιότητας αμφοτέρων των περιπτώσεων, δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στη νομοθετική τους μεταχείριση. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/ 46/ΕΚ, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσεώς τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου. Η ακρίβεια και ενημέρωση (επικαιροποίηση) των δεδομένων βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο οποίος κατά τη συλλογή ή (και) την εν συνεχεία επεξεργασία των δεδομένων, οφείλει, με μέτρο την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του εν λόγω κύκλου δραστηριότητας, να ελέγχει την ακρίβεια των δεδομένων. Ο αποδέκτης και εκτελών την επεξεργασία, κατ’ εντολή και για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας με βάση έγγραφη συμφωνία, βαρύνεται με τις αναφερόμενες στο άρθρο 10 του ν. 2472/1997 υποχρεώσεις (απόρρητο και ασφαλές επεξεργασίας), δεν υπέχει, όμως, και αυτός υποχρέωση για ενημέρωση του υποκειμένου, γιατί δεν καθίσταται αυτομάτως υπεύθυνος επεξεργασίας από μόνο το γεγονός ότι στην ουσία συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αφού για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να τα συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως αναθέσεως για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (π.χ. περαιτέρω διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων κλ.π.). Η διάταξη του άρθρου 11 ν. 2472/1997 είναι σαφής και επιβάλλει ρητά την υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου μόνο στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η ενημέρωση των υποκειμένων, εφόσον ο αριθμός τους είναι μεγάλος (ίσος ή υπέρτερος των χιλίων), μπορεί να γίνει δια του τύπου, με την τήρηση των ειδικότερων όρων και προϋποθέσεων που προβλέπονται στις ως άνω δύο κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής. Η συγκατάθεση του υποκειμένου δεν είναι απαραίτητη για το επιτρεπτό της επεξεργασίας, μεταξύ άλλων εξαιρέσεων, και όταν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας ή του τρίτου, προς τον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα, και υπό τον όρο ότι το συμφέρον αυτό υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του. Η ανωτέρω εξαίρεση μπορεί να συντρέχει εφόσον η επεξεργασία γίνεται για ορισμένες κατηγορίες δεδομένων και για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος ορισμένων αποδεκτών. Ετσι, όταν πρόκειται για δυσμενή δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς (όπως είναι οι διαταγές πληρωμής) και για αποδέκτες που έχουν έννομο συμφέρον να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων (όπως είναι οι τράπεζες), η επεξεργασία, η οποία αποσκοπεί στην εκ μέρους του αποδέκτη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των πιστοληπτών και γίνεται από εταιρίες ή άλλους υπευθύνους επεξεργασίας που έχουν εκπληρώσει τις προβλεπόμενες στον ν.2472/1997 υποχρεώσεις (γνωστοποίηση του αρχείου, ακρίβεια των δεδομένων, ενημέρωση του υποκειμένου κλ.π.), είναι επιτρεπτή και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου. Και τούτο, γιατί α) η επεξεργασία αυτή είναι πράγματι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος των συγκεκριμένων αποδεκτών, για την άσκηση δηλαδή από αυτούς του δικαιώματος οικονομικής ελευθερίας βάσει ορθών και επίκαιρων πληροφοριών σχετικών με την οικονομική φερεγγυότητα των πιστοληπτών και- για την ταυτότητα του λόγου των εγγυητών τους και β) το έννομο τούτο συμφέρον υπερέχει προδήλως του εννόμου συμφέροντος του πιστολήπτη για πληροφοριακό αυτοκαθαρισμό, του, η δε ικανοποίησή του δεν θίγει και πάντως “θίγει” κατά τρόπο ανεκτό τις θεμελιώδεις ελευθερίες του υποκειμένου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν.2472/1977 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα. Για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται, κατ’ ελάχιστο όριο, ποσό 2.000.000 δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 1923/2006, ΕφΑΘ 1437/2014, ΕφΑΘ 2887/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την από 10-9-2014 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, εκθέτει ότι στις 5.11.2008 συνήψε με την πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα την υπ’ αριθμ. … αίτηση – σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας Wind Bonus American Express Classic, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε και εκδόθηκε στο όνομά του η προσδιοριζόμενη κατ’ αριθμό πιστωτική κάρτα Wind Bonus American Express, με τους όρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα όρων συμβάσεως της ως άνω πιστωτικής κάρτας και το οποίο (παράτημα) επισυνάπτεται στη σύμβαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Ότι κατά την κατάρτιση της ως άνω συμβάσεως χορήγησης πιστωτικής κάρτας, η πρώτη εναγομένη συνέλεξε από αυτόν προσωπικά του δεδομένα, που παρατίθενται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι στις αρχές του 2014 και λόγω πρόσκαιρων οικονομικών του δυσκολιών καθυστέρησε στην πληρωμή μερικών μηνιαίων δόσεων της εν λόγω πιστωτικής κάρτας και ότι στις 2.4.2014 και ώρα 12:06 έλαβε τηλεφωνική όχληση στο κινητό του τηλέφωνο από την κ. …, προστηθείσα υπάλληλο της δεύτερης εναγομένης (μη διαδίκου στην έκκλητον δίκη), της οποίας την ύπαρξη ο ίδιος αγνοούσε και η οποία υπάλληλος τον αιφνιδίασε λέγοντάς του ότι καλεί εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης και κατ’ εντολή της πρώτης εναγομένης, του ζήτησε στη συνέχεια να της επιβεβαιώσει την ταυτότητά του λέγοντάς της είτε το ΑΦΜ του είτε τον ΑΔΤ του και στη συνέχεια αφού η ίδια έλεγξε τα στοιχεία του με τα στοιχεία που διατηρούσε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που είχε μπροστά της, θέλησε να τον ενημερώσει για την ληξιπρόθεσμη οφειλή της παραπάνω αναφερθείσας πιστωτικής κάρτας του και απαίτησε να την πληροφορήσει για το πότε σκόπευε να προχωρήσει σε πληρωμή της οφειλής. Ότι η προκλητική, απαράδεκτη και καθόλα παράνομη συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης να καλεί καθημερινά μέσω προστηθέντων υπαλλήλων της για δήθεν ενημέρωσή του περί οφειλών της εν λόγω πιστωτικής του κάρτας, συνεχίστηκε, όπως προκύπτει από την από 20.6.2014 λίστα κλήσεων, που του απέστειλε η δεύτερη εναγομένη κατόπιν αιτήματός του, παρότι ο ίδιος παραπονέθηκε πολλάκις τηλεφωνικώς προειδοποιώντας της να σταματήσει την παράνομη συμπεριφορά της και να διαγράψει τα προσωπικά του δεδομένα από τα αρχεία της. Ότι η πρώτη εναγομένη διαβίβασε τα προσωπικά του δεδομένα μαζί με το οικονομικό δεδομένο για το ύψος της οφειλής της πιστωτικής κάρτας του παρανόμως και χωρίς ουδέποτε να τον ενημερώσει για την επικείμενη διαβίβασή τους αλλά και χωρίς αυτός ουδέποτε να έχει δώσει τη συγκατάθεσή του και η δεύτερη εναγομένη, ως τρίτη και αποδέκτρια των παραπάνω προσωπικών του δεδομένων τα επεξεργάστηκε δια των προστηθέντων υπαλλήλων της αφότου προηγουμένως τα είχε συλλέξει παρανόμως από την πρώτη εναγομένη και στη συνέχεια τα καταχώρησε στο προσωπικό της αρχείο (ηλεκτρονικό υπολογιστή) και ακολούθως τα χρησιμοποίησε χωρίς ουδέποτε να τον ενημερώσει και αυτή για το ότι τα έχει λάβει, για το όνομα του υπευθύνου επεξεργασίας και για το σκοπό της επεξεργασίας τους. Περαιτέρω, ο ενάγων εκθέτει ότι οι παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων δια των προστηθέντων οργάνων τους του έχουν προκαλέσει μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι απόρρητα προσωπικά του δεδομένα έχουν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμία απολύτως ενημέρωσή του, ούτε προγενέστερη ούτε και μεταγενέστερη της διαβιβάσεως των δεδομένων του σε τρίτους. Ότι οι προαναφερόμενες παρανομίες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων προσέβαλαν την προσωπικότητά του και του έχουν προκαλέσει σημαντική ηθική βλάβη, η οποία δεδομένων των περιστάσεων, του ετήσιου τζίρου των δύο εναγομένων, της κοινωνικής του θέσης και των συνθηκών που τελέστηκαν οι ως άνω πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων, ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί έκαστη των εναγομένων να του καταβάλει εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό ως χρηματική ικανορίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά τους νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικασθούν στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δια της εκκαλουμένης ως άνω οριστικής του αποφάσεως έκρινε την αγωγή νόμιμη, περαιτέρω δε μετ’ εκτίμηση αποδείξεων, δέχθηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη μόνο κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της πρώτης εναγομένης, ενώ απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της δεύτερης εναγομένης. Ήδη κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η πρώτη εναγομένη δια της άνω υπό κρίση εφέσεώς της και δια τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει απορριφθεί η αγωγή. Στην κρινόμενη υπόθεση, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, κατά τρόπο που και το Δικαστήριο να δύναται να εκτιμήσει τη νομική και εν συνεχεία ουσιαστική βασιμότητά της και η πρώτη εναγομένη να αμυνθεί κατ’ αυτής, καθόσον ο ενάγων διαλαμβάνει λεπτομερώς στην αγωγή του όλα τα θεμελιωτικά της ένδικης αξιώσεώς του περιστατικά και δη α) την παράνομη πράξη της εκκαλούσας που παραβιάζει τις διατάξεις του ν.2472/1977, β) το είδος της ηθική βλάβης που υπέστη ο ενάγων λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς του από την παράνομη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων από την πρώτη εναγομένη στην δεύτερη εναγόμενη, γ) τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς της εναγόμενης και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων και δ) υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη στον ενάγοντα. Συνακόλουθα, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, ο περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός που η πρώτη εναγομένη προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επανέφερε με τον πρώτο λόγο έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Από την προσήκουσα εκτίμηση της ανωμοτί καταθέσεως του ενάγοντος, της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της δεύτερης των εναγομένων (μη διαδίκου στην έκκλητον δίκη), οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως και από την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία χρησιμεύουν προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) και για την συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), διότι επετράπη το εμμάρτυρον, ως και από τα διδάγματα της κοινής πείρας απεδείχθησαν τα εξής: Στις 5.11.2008 ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος συνήψε με τήν πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα την υπ’ αριθμ. … αίτηση – σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας Wind Bonus American Express Classic, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε και εκδόθηκε στο όνομά του η υπ’ αριθμ. … πιστωτική κάρτα Wind Bonus American Express, με τους όρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα όρων συμβάσεως της ως άνω πιστωτικής κάρτας και το οποίο (παράτημα) επισυνάπτεται στη σύμβαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Κατά την κατάρτιση της ως άνω συμβάσεως χορήγησης πιστωτικής κάρτας, η πρώτη εναγομένη τράπεζα συνέλεξε από αυτόν προσωπικά του δεδομένα, που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της άνω σύμβασης και συγκεκριμένα το ονοματεπώνυμό του, το όνομα πατρός, την οικογενειακή του κατάσταση, την ημερομηνία γέννησής του, την διεύθυνση κατοικίας του, το επάγγελμά του, τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας, τον αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) του, το ετήσιο εισόδημά του καθώς και τους αριθμούς τόσο του σταθερού όσο και του κινητού του τηλεφώνου. Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη τράπεζα ανέθεσε στη δεύτερη εναγομένη, μη μετέχουσα της εκκλήτου δίκης, ανώνυμη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παροχή υπηρεσιών ενημέρωσης οφειλετών εταιρειών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, δυνάμει της από 29-5-2012 σύμβασης παροχής υπηρεσιών, την ενημέρωση μέσω τηλεφώνου των οφειλετών της εναγόμενης Τράπεζας, για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής και ενδεχόμενα την πρόταση των τρόπων αποπληρωμής αυτής για την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη είσπραξη από την τράπεζα. Στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης μεταξύ των εναγομένων και δεδομένου ότι ο ενάγων είχε καταστεί υπερήμερος ως προς την αποπληρωμή της οφειλής του προς την εναγόμενη τράπεζα από την ως άνω σύμβαση πιστωτικής κάρτας, η εναγομένη τράπεζα και ήδη εκκαλούσα διαβίβασε στην εναγομένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής του από την ως άνω πιστωτική κάρτα χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή. Η δεύτερη των εναγομένων προέβη στην επεξεργασία των ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ’ αυτήν από την εκκαλούσα προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος με την καταχώρηση αυτών στο αρχείο της (Η/Υ) για τις ανάγκες εκτέλεσης της σύμβασης και στη χρήση αυτών, με τηλεφωνικές οχλήσεις στο αριθμό τηλεφώνου της οικίας του ενάγοντος «…» και στον αριθμό του φορητού τηλεφώνου του «…», δια των προστηθέντων υπαλλήλων της … και … στις 2-4-2014 (και ώρα 12:06), 10-4-2014 (και ώρα 12:55), 24-4-2014 (και ώρα 12:05), 30-4-2014 (και ώρα 16:28), 3-6-2014 ( και ώρα 16:47), όπως αναγράφεται στο αντίγραφο αποσπάσματος του ηλεκτρονικού αρχείου της δεύτερης εναγόμενης και στην από 20-6-2014 επιστολή της ιδίας προς τον ενάγοντα. Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος και των πληροφοριών από την πρώτη προς την δεύτερη των εναγομένων έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του ενάγοντος και ότι η δεύτερη εναγόμενη επεξεργάστηκε τα εν λόγω στοιχεία χρησιμοποιώντας αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι κάλεσαν τον ενάγοντα στους προαναφερόμενους αριθμούς (σταθερού και κινητού) τηλεφώνου του, κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, για ληξιπρόθεσμη οφειλή προερχόμενη από την εν λόγω πιστωτική κάρτα. Η πρώτη εναγομένη ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρει με λόγο έφεσης ότι ο ενάγων με την υπογραφή της από 3- 11-2008 αιτήσεώς του για την έκδοση της ως άνω πιστωτικής κάρτας συναίνεσε στη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, παραπέμποντας (η πρώτη εναγομένη) στον σχετικό όρο της εν λόγω αιτήσεώς για απόκτηση της προαναφερόμενης κάρτας ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει «…. Παρέχω στην ALPHA BANK τη ρητή συγκατάθεσή μου να επεξεργάζεται σε αρχεία αυτής τα ατομικά μου στοιχεία και αυτά που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού που τηρείται για την παρακολούθηση των συναλλαγών μου με την μέλλουσα να εκδοθεί πιστωτική κάρτα σύμφωνα και με τα ειδικότερα συνομολογηθέντα με τους όρους της συμβάσεως. Επιθυμώ να ενημερώνομαι από την ALPHA BANK και τις συνεργαζόμενες με αυτήν επιχειρήσεις για ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, τα οποία κατά την εύλογη κρίση σας θα με ενδιέφεραν». Από την διατύπωση του ανωτέρω όρου συνάγεται ότι η ενημέρωση εκ μέρους τρίτων συνεργαζομένων με την εκκαλούσα επιχειρήσεων θα γίνεται στα πλαίσια της προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών και όχι για θέματα που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού της πιστωτικής κάρτας, ήτοι η όποια συγκατάθεσή του αφορούσε συγκατάθεση για ενημέρωση εκ μέρους τρίτων συνεργαζομένων εταιρειών για προώθηση αγαθών και υπηρεσιών και όχι συγκατάθεση για διαβίβαση προσωπικών του δεδομένων σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών. Από τον ανωτέρω όρο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εν λόγω εναγομένη- που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης ως υπεύθυνος επεξεργασίας κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη – ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, για τον σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης ) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ’ άρθρον 11 παρ. 1 α,β, γ Ν. 2472/1997. Η πρώτη εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά την συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους προς την δεύτερη εναγομένη. Επιπρόσθετα, στον ανωτέρω όρο της σύμβασης πιστωτικής κάρτας δεν γίνεται καμία αναφορά σε άλλες εταιρείες που θα τηρούν ή στις οποίες θα διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα του πιστούχου – ενάγοντος. Για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγόμενη τράπεζα και την συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγομένη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών , με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κλπ) στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση. ʼλλωστε, ως «συγκατάθεση» υπό την έννοια του Ν. 2472/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης αλλά προσχώρησης του καταναλωτή ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της πρώτης των εναγόμενων (δια των προστηθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ’ αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανά της, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση) των προσωπικών δεδομένων του, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ ( που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών) του πέραν αυτού αιτουμένου ποσού απορριπτομένου ως υπερβολικού καθόσον σκοπός του νομοθέτη δεν είναι ο πλουτισμός του υποκειμένου (εν προκειμένου του ενάγοντος) αλλά η συμμόρφωση των υπεύθυνων επεξεργασίας στις οριζόμενες από τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, 3758/2009, ως τροποποιήθηκε με τον Ν.4038/20012, υποχρεώσεις τους. Πρέπει, δε, να σημειωθεί, ότι ενώ όπως προαναφέρθηκε η υπαιτιότητα της εναγομένης τράπεζας τεκμαίρεται η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά γεγονότα, ως έδει, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Η εκκαλούσα επαναφέρει με συναφή λόγο έφεσης την πρωτοδικως προβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ισχυριζόμενη ότι ο εφεσίβλητος επιδιώκει την επιδίκαση χρηματικών ποσών υπέρ του και σε βάρος της εκκαλούσας γνωρίζοντας ότι δεν τα δικαιούται. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος τείνει να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και αληθη υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε σε όμοια κρίση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης υποχεώνοντας την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, ορθώς τον νόμο ερμήνευσε κι εφάρμοσε και τις αποδείξεις εξετίμησε, γι’αυτό και πρέπει να απορριφθούν οι συναφείς λόγοι εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι, ως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας βαρύνει την ηττηθείσα στην έκκλητον δίκη εκκαλούσα (άρθρα 176, 183 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ) όπως καθορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης.
Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, την δικαστικήν δαπάνην του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17η Αυγούστου 2016 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ