Άρειος Πάγος, Αριθμός 204/2021 (πολ.): Σε περίπτωση που ο οφειλέτης παροχής, προβεί σε άφεση του χρέους, που οφείλει προς αυτόν τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι δεκτικό καταβολής της παροχής, την οποία αυτός (οφειλέτης παροχής) οφείλει προς το δανειστή του, λαμβάνοντας την υπόσχεση αυτού (του δεκτικού καταβολής) ότι, το ποσό του χρέους από το οποίο τον ελευθέρωσε, θα καταβάλει ο ίδιος προς το δανειστή, η υπόσχεση αυτή, ως υπόσχεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 478 ΑΚ, τρίτου προς τον οφειλέτη, ότι θα καταβάλει το χρέος του προς το δανειστή, η οποία, άλλωστε, δεν παρέχει στον τελευταίο, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, οποιοδήποτε δικαίωμα από τη συμφωνία τους αυτή (της άφεσης χρέους), ουδόλως επιφέρει την απόσβεση της οφειλής και την ελευθέρωση του οφειλέτη έναντι του δανειστή, αφού δεν γίνεται καταβολή για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτού.
“Aπό τις διατάξεις των άρθρων 416 και 417 του ΑΚ, με τις οποίες ορίζεται, αντίστοιχα, ότι “η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή” και “η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν”, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 211, 236, 361 και 424 εδ. α’ ΑΚ, συνάγεται ότι, για να έχει, η εκπλήρωση της παροχής που συντελείται με την υλική πράξη της καταβολής, αποσβεστικό αποτέλεσμα της ενοχής και, συνεπώς, την ελευθέρωση του οφειλέτη, πρέπει: α) να είναι προσήκουσα. Δηλαδή να υπάρχει ταυτότητα οφειλόμενης και καταβαλλόμενης παροχής, ώστε ο δανειστής να λαμβάνει ό,τι δικαιούται να αξιώσει από τον οφειλέτη σύμφωνα με το νόμο και τη σύμβαση, χωρίς να αρκεί τμηματική καταβολή (ΑΠ 907/2005) και β) να γίνει: 1) είτε προς το δανειστή προσωπικά ή τον επιτετραμμένο από το δικαστήριο ή το νόμιμο ή δικαστικό αντιπρόσωπο του δανειστή, εφοδιασμένο στην τελευταία περίπτωση με πληρεξούσιο έγγραφο, 2) είτε προς τον έχοντα ειδική εξουσιοδότηση του δανειστή, ρητή ή και σιωπηρή, προκύπτουσα από τη σχέση του δανειστή με τον εξουσιοδοτημένο να λάβει την παροχή, ενεργώντας στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, με τη συγκατάθεση του δανειστή, 3) είτε προς τρίτο δεκτικό καταβολής πρόσωπο, το οποίο προσδιόρισε ο δανειστής, κατόπιν συμβάσεώς του με τον οφειλέτη, παρέχοντας (κληρονομητό) δικαίωμα στον οφειλέτη να καταβάλει με αποσβεστικά αποτελέσματα την παροχή προς τον δεκτικό καταβολής, ο οποίος δεν είναι μονομερώς ανακλητός. Καταβολή που έγινε σε άλλον, εκτός από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη, έστω και αν αυτός τελούσε σε συγγνωστή πλάνη – με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 889, 224, 1654, 1540, 1541, 426 ΑΚ και 822 ΚΠολΔ – εκτός αν ο δανειστής εγκρίνει μια τέτοια καταβολή ή ωφελείται από αυτή, λόγω απόδοσης του ληφθέντος στο δικαιούχο ή κληρονομήσεως του ενός από αυτούς από τον άλλο ή απόσβεσης της υποχρέωσης απόδοσης του καταβληθέντος από τον λαβόντα τρίτο στο δανειστή από άλλη αιτία. Ο οφειλέτης, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής κατά τον προσήκοντα τρόπο (ΑΠ 134/2013, ΑΠ 285/2011, ΑΠ 626/2010). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 421 ΑΚ, αν ο οφειλέτης, για να ικανοποιήσει τον δανειστή, αναλάβει απέναντί του νέα υποχρέωση, αυτή δεν θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από τον ερμηνευτικό της βούλησης των μερών κανόνα, που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η ανάληψη νέας υποχρέωσης από τον οφειλέτη, όπως είναι και η, προς ικανοποίηση του δανειστή, έκδοση ή οπισθογράφηση ή παράδοση επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή, κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής, κατά τα άρθρα 419 και 421 ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής και δεν επιφέρει, πριν από την είσπραξη αυτής, την εξόφληση χρέους, εκτός αν συμφωνήθηκε ή προκύπτει από τις περιστάσεις σαφώς το αντίθετο, δηλαδή ότι έγινε για την απόσβεση της αρχικής οφειλής με τη σύσταση της νέας. Ο οφειλέτης, με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη υποχρέωσης από αυτήν, υπόσχεται στο δανειστή του (λήπτη) ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση νέας. Με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από την επιταγή, δημιουργείται μόνον ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής και, για το λόγο αυτό, δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης, παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής. Άλλωστε, σε αντίθεση με το χαρτονόμισμα, που είναι φορέας αξίας, παρούσας και βέβαιης, η τραπεζική επιταγή, ως αξιόγραφο, είναι φορέας απαίτησης και η αξία της εξαρτάται από την φερεγγυότητα του οφειλέτη. Έτσι, ενώ το χαρτονόμισμα χρησιμεύει για την απόσβεση της ενοχής, κατά τρόπο οριστικό και δε μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή, το αξιόγραφο, όπως είναι και η τραπεζική επιταγή, μπορεί να αποκρουσθεί από τον δανειστή και λαμβάνεται από αυτόν, μόνον εάν αυτός θελήσει, η δε λήψη του δεν θεωρείται ότι γίνεται αντί καταβολής, εκτός εάν προκύπτει από τη συμφωνία των μερών το αντίθετο (ΑΠ 326/2018, ΑΠ 20/2018, ΑΠ 1399/2015). Από το συνδυασμό, δε, των ανωτέρω, προκύπτουν και τα ακόλουθα: Σε περίπτωση που ο οφειλέτης παροχής, προβεί σε άφεση του χρέους, που οφείλει προς αυτόν τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι δεκτικό καταβολής της παροχής, την οποία αυτός (οφειλέτης παροχής) οφείλει προς το δανειστή του, λαμβάνοντας την υπόσχεση αυτού (του δεκτικού καταβολής) ότι, το ποσό του χρέους από το οποίο τον ελευθέρωσε, θα καταβάλει ο ίδιος προς το δανειστή, η υπόσχεση αυτή, ως υπόσχεση, κατά τη διάταξη του άρθρου 478 ΑΚ, τρίτου προς τον οφειλέτη, ότι θα καταβάλει το χρέος του προς το δανειστή, η οποία, άλλωστε, δεν παρέχει στον τελευταίο, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, οποιοδήποτε δικαίωμα από τη συμφωνία τους αυτή (της άφεσης χρέους), ουδόλως επιφέρει την απόσβεση της οφειλής και την ελευθέρωση του οφειλέτη έναντι του δανειστή, αφού δεν γίνεται καταβολή για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτού. Αλλά, και αν ακόμη, στη σύμβαση μεταξύ του οφειλέτη και του κατά τα ανωτέρω απαλλασσόμενου από το προσωπικό του χρέος, δεκτικού καταβολής της παροχής προς τον τρίτο, προβλέπεται ότι ο δανειστής αποκτά δικαίωμα από τη μεταξύ αυτών συμφωνία και υπόσχεση του δεκτικού καταβολής για εκπλήρωση της υποχρέωσης του οφειλέτη για παροχή, και παρέχεται άμεσο δικαίωμα στο δανειστή να απαιτήσει την παροχή και από τον τρίτο που την υποσχέθηκε, οπότε η σύμβαση μεταξύ οφειλέτη και τρίτου έχει χαρακτήρα γνήσιας υπέρ τρίτου σύμβασης, που λειτουργεί ως σωρευτική αναδοχή χρέους και πάλι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 477 ΑΚ, αλλά παράγεται πρόσθετη υποχρέωση του υποσχεθέντος, εκτός αν προκύπτει το αντίθετο. Εάν δημιουργηθεί πρόσθετη υποχρέωση του υποσχεθέντος, ο οφειλέτης θα απαλλαγεί μόνο όταν ο υποσχεθείς καταβάλει προς το δανειστή την παροχή”. (areiospagos.gr)