Με την υπό κρίση αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 212/2020 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αναρεσείοντος κατά της …/19.5.2014 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Με την απόφαση αυτή είχε απορριφθεί ενδικοφανής προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά: 1) του …/23.1.2014 οριστικού φύλλου ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, με την οποία είχε καταλογιστεί σε βάρος του κύριος φόρος, ύψους 641.521,18 ευρώ και πρόσθετος φόρος, ύψους 551.708,21 ευρώ, για τη διαχειριστική περίοδο 1.1. έως 31.12.2009 και 2) της …/23.1.2014 πράξεως προσδιορισμού έκτακτης εισφοράς φυσικών προσώπων (άρθρο 5 του ν. 3833/2010 Α΄40) του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου, με την οποία είχε καταλογιστεί σε βάρος του έκτακτη εισφορά, ύψους 17.037,22 ευρώ και προσαύξηση, λόγω ανακρίβειας, ύψους 13.970,52 ευρώ (ποσοστό 82% επί της κύριας εισφοράς). Με την 172/2018 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας το Δικαστήριο εξετάζοντας τη νομιμότητα συμπληρωματικής πράξεως φορολογίας εισοδήματος, η οποία είχε μεν εκδοθεί εντός της κατ’ άρθρο 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994 προθεσμίας πενταετούς παραγραφής, πλην, όμως, αφορούσε χρήση, της οποίας οι υποθέσεις είχαν υπαχθεί σε περαίωση, αντιμετώπισε το ενώπιον του τεθέν νομικό ζήτημα εάν “το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο κατ’ άρθρο 68 παρ. 2 του Κ.Φ.Ε., το οποίο νομιμοποιεί τον επανέλεγχο περαιωθείσας χρήσεως, ή αποτελεί ελεγκτική ενέργεια, που προϋποθέτει την ύπαρξη συμπληρωματικού στοιχείου”. Επί του ζητήματος αυτού κρίθηκε με την ως άνω απόφαση ότι δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία ούτε το σύνολο των πρωτογενών καταθέσεων του φορολογουμένου, οι οποίες εμφανίζονταν σε πληροφοριακή έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Σ.Δ.Ο.Ε. και στους οικείους πίνακες, ούτε η σχετική πληροφοριακή έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Σ.Δ.Ο.Ε., με την οποία γίνεται η επεξεργασία των στοιχείων που προκύπτουν από τις τραπεζικές καταθέσεις με αντιπαραβολικό έλεγχο με τα βιβλία και στοιχεία, καθώς και με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (σκέψη 21), με την αιτιολογία ότι η έρευνα των πρωτογενών καταθέσεων αποτελούσε βασικό και τακτικό μέσο του φορολογικού ελέγχου της ακρίβειας των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, το οποίο είχε στη διάθεσή του ο έλεγχος κατά τον κρίσιμο χρόνο της περαιώσεως και όφειλε να είχε εφαρμόσει ορθολογικά και επίκαιρα (σκέψη 18). Ενόψει των ανωτέρω, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έρχεται σε αντίθεση με την 172/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με συνέπεια, ο προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπωθείς ισχυρισμός είναι βάσιμος. Περαιτέρω, και ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται βασίμως, δοθέντος ότι, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία επί τη βάσει των οποίων είναι επιτρεπτός ο επανέλεγχος εκ μέρους της φορολογικής αρχής και η έκδοση καταλογιστικής πράξεως (φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς κλπ), εντός της κατ’ άρθρο 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994 πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, επί υποθέσεων χρήσεως που έχουν υπαχθεί σε περαίωση.