ΑΠΟΦΑΣΗ
Dokukiny κατά Ρωσίας της 24.05.2022 (αρ. προσφ. 1223/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες, Yuliya Dokukina και Alina Dokukina, είναι Ρωσίδες υπήκοοι οι οποίες γεννήθηκαν το 1976 και 2005 αντίστοιχα και ζουν στο Lipetsk (Ρωσία). Είναι μητέρα και κόρη. Η τελευταία ήταν τεσσάρων ετών όταν συνέβησαν τα γεγονότα.
Αστυνομικοί τις σταμάτησαν σε ένα πάρκο λίγο πριν τα μεσάνυχτα με τον άντρα και πατέρα τους αντίστοιχα και μια άλλη οικογένεια. Οι δύο πατέρες των οικογενειών οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα για «διατάραξη της δημόσιας τάξης συνοδευόμενη από χρήση άσεμνης γλώσσας σε δημόσιο χώρο». Οι προσφεύγουσες, μητέρα και κόρη, ισχυρίστηκαν ότι κατά τη διάρκεια του συμβάντος δέχθηκαν σωματική βία από τους αστυνομικούς, από την οποία προέκυψαν και οι μώλωπες που έφεραν στο σώμα τους.
Επικαλούμενες το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι τις έσπρωξαν και τις κλώτσησαν ενώ συνέλαβαν τον σύζυγο/πατέρα τους, αντίστοιχα, και ότι δεν διενεργήθηκε αποτελεσματική έρευνα για τις καταγγελίες τους.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου υποστήριξε ότι θα ήταν αναμενόμενο από τις αρχές να έχουν επιστήσει την προσοχή τους στη σοβαρότητα των εικαζόμενων παραβάσεων δεδομένης της ηλικίας της δεύτερης προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι η μέριμνα για την παροχή πρόσθετης προστασίας στο εν λόγω παιδί απουσίαζε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Διαπίστωσε δε, ότι δε διενεργήθηκε αποτελεσματική έρευνα για τις καταγγελίες των προσφευγουσών.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ως προς το διαδικαστικό του σκέλος.
Ακόμη, διαπιστώθηκε ότι η δεύτερη προσφεύγουσα και η μητέρα της, υπέστησαν πράγματι σωματικές βλάβες ως αποτέλεσμα της συνάντησης και επαφής τους με τους αστυνομικούς. Δεν αποδείχθηκε από την κυβέρνηση ότι η χρήση βίας εναντίον τους ήταν απολύτως αναγκαία για τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Λαμβάνοντας υπόψη το υλικό που είχε στην κατοχή του, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τραυματισμοί των προσφευγουσών προήλθαν από τη μεταχείριση στην οποία υποβλήθηκαν από την αστυνομία στις 9 Μαΐου 2010.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης και ως προς το ουσιαστικό του σκέλους.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε σε καθεμία από τις προσφεύγουσες 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 9ης Μαΐου 2010 στο Lipetsk, δύο αστυνομικοί περιπολίας πλησίασαν τις προσφεύγουσες (μητέρα και κόρη, η οποία τότε ήταν 4 ετών), τον κ. D. (σύζυγο και ο πατέρα τους αντίστοιχα) και τους φίλους (Ο.Ζ. και S.Ζ. και το γιο τους, τότε 7 ετών) σε πάρκο το οποίο ήταν έρημο εκείνη την ώρα, υποπτευόμενοι ότι οι ενήλικες είχαν καταναλώσει αλκοόλ, κάτι που οι τελευταίοι αρνήθηκαν. Οι αστυνομικοί κάλεσαν ενισχύσεις. Άλλοι τέσσερις αστυνομικοί έφτασαν με δύο περιπολικά. Μετά από προφορική ανταλλαγή απόψεων, οι δύο άντρες των οικογενειών, που δεν πρόβαλαν αντίσταση, οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα για το διοικητικό αδίκημα της «διατάραξης της δημόσιας τάξης συνοδευόμενη από χρήση άσεμνης γλώσσας σε δημόσιο χώρο» (το οποίο στη συνέχεια αμφισβήτησαν ανεπιτυχώς στο δικαστήριο). Αφέθηκαν ελεύθεροι την επόμενη μέρα. Από τα διοικητικά αρχεία που αφορούσαν την συνοδεία του D. στο αστυνομικό τμήμα δεν προέκυψε κανένας λόγος για τον οποίο κατέστη αδύνατη η σύνταξη πρακτικού επί τόπου.
Στις 11 Μαΐου 2010 ιατροδικαστής κατέγραψε τους ακόλουθους τραυματισμούς που υπέστησαν οι προσφεύγουσες, οι οποίοι πιθανώς να είχαν προκληθεί στις 9 Μαΐου 2010: η πρώτη προσφεύγουσα είχε δύο μώλωπες στο μεσαίο και κάτω μέρος κάθε κνήμης, διαστάσεων 2. Χ 3 εκ. έως 4. Χ 5 εκ. Η δεύτερη προσφεύγουσα είχε μώλωπες στο αριστερό μάγουλο και μώλωπες στο μπροστινό και στο εσωτερικό μέρος του άνω και μεσαίου τμήματος του κάτω δεξιού ποδιού και στην εσωτερική επιφάνεια του δεξιού αστραγάλου, με διαστάσεις από 1 Χ 1,5 εκ. έως 2 Χ 3 εκ.
Στις 13 Μαΐου 2010 η πρώτη προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση ισχυριζόμενη ότι τα τραύματα είχαν προκληθεί από την αστυνομία. Δήλωσε ότι κατά τη σύλληψη του συζύγου της, η κόρη, η οποία κρατούσε τον πατέρα της από το πόδι, είχε σπρωχτεί από έναν από τους αστυνομικούς, είχε πέσει και ένας άλλος αστυνομικός της είχε πατήσει το πόδι. Δύο αστυνομικοί φέρεται να είχαν κλωτσήσει στα πόδια την πρώτη προσφεύγουσα καθώς προσπάθησαν να την σπρώξουν στο περιπολικό για να τη μεταφέρουν στο αστυνομικό τμήμα. Στη συνέχεια είχαν συμφωνήσει να την αφήσουν να παραμείνει, αφού είχε γονατίσει μπροστά τους κατόπιν αιτήματός τους.
Η ανακριτική αρχή διενήργησε προανακριτική έρευνα και έλαβε «εξηγήσεις». Οι αστυνομικοί αρνήθηκαν οποιαδήποτε κατηγορία περί βιαιοπραγίας. Οι «εξηγήσεις» τους περιείχαν πολυάριθμες αντιφάσεις, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά της πρώτης προσφεύγουσας και το κατά πόσον ο χώρος του συμβάντος ήταν αρκετά καλά φωτισμένος ώστε να είναι ορατός στους μάρτυρες (διαχειριστή του πάρκου και εργαζομένους σε καφετέρια, οι οποίοι δήλωσαν ότι είχαν παρατηρήσει τη σκηνή από απόσταση). Οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε χαστουκίσει έναν από αυτούς στο πρόσωπο, αλλά αυτό δεν αναφέρθηκε στις επίσημες αναφορές τους για το περιστατικό, ούτε οδήγησε σε επίσημη καταγγελία. Δεν διαπιστώθηκε ποιος από τους αστυνομικούς είχε πάρει τον D. στο περιπολικό και πού βρίσκονταν οι άλλοι εκείνη τη στιγμή, ή αν τα τραύματα των προσφευγουσών υπήρχαν πριν από το συμβάν και άτομα από την παρέα των οποίων είχαν περάσει εκείνη την ημέρα πιστοποίησαν ότι προϋπήρχαν. Σύμφωνα με τον μάρτυρα Yu.S., η πρώτη προσφεύγουσα φορούσε σορτς το οποίο τελείωνε ακριβώς κάτω από το γόνατο, το οποίο δεν θα κάλυπτε τους μώλωπες που υπήρχαν στα πόδια της. Η δεύτερη προσφεύγουσα και ένα άλλο παιδί που ήταν παρόντες στον τόπο του συμβάντος δεν κατέθεσαν.
Η διαπεριφερειακή μονάδα έρευνας Sovetskiy του Lipetsk απέρριψε τις καταγγελίες των προσφευγουσών ως αβάσιμες. Η απόφαση αυτή κηρύχθηκε άκυρη ως βασισμένη σε ελλιπή έρευνα, όπως και μεταγενέστερες παρόμοιες αποφάσεις. Μία από αυτές τις αποφάσεις κηρύχθηκε αβάσιμη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Pravoberezhniy σε απόφαση της 15 Νοεμβρίου 2010. Ωστόσο, η πιο πρόσφατη απόφαση της 9 Δεκεμβρίου 2010 η οποία δε διέτασσε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των αστυνομικών και η οποία ήταν ουσιαστικά ίδια με την προηγούμενη απόφαση, επικυρώθηκε από το ίδιο δικαστήριο σε απόφαση που επικυρώθηκε στη συνέχεια από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Lipetsk στις 21 Ιουνίου 2011.
Σύμφωνα με μια έκθεση του 2011 σχετικά με ψυχολογική εξέταση της πρώτης προσφεύγουσας, η απάντηση των αρχών στις καταγγελίες της σχετικά με το περιστατικό της είχε προκαλέσει άγχος και κατάθλιψη.
Στις 21 Μαρτίου 2011, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Lipetsk απέρριψε μια καταγγελία που υπέβαλε η πρώτη προσφεύγουσα κατά της ανακριτικής αρχής.
Το περιστατικό αναφέρθηκε στα τοπικά ΜΜΕ.
Επικαλούμενες το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι τις έσπρωξαν και τις κλώτσησαν ενώ συνέλαβαν τον σύζυγο/πατέρα τους, αντίστοιχα, και ότι δεν διενεργήθηκε αποτελεσματική έρευνα για τις καταγγελίες τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά, τα οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε διάφορες μορφές βίας, δικαιούνται κρατικής προστασίας, με τη μορφή αποτελεσματικής αποτροπής, έναντι σοβαρών παραβιάσεων της προσωπικής ακεραιότητας, θα ήταν αναμενόμενο από τις αρχές να έχουν επιστήσει την προσοχή τους στη σοβαρότητα των εικαζόμενων παραβάσεων δεδομένης της ηλικίας της δεύτερης προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι η μέριμνα για την παροχή πρόσθετης προστασίας στο εν λόγω παιδί απουσίαζε σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι δεν διενεργήθηκε αποτελεσματική έρευνα για τις καταγγελίες των προσφευγουσών. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ως προς το διαδικαστικό του σκέλος.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε όλες τις περιπτώσεις όπου ένα άτομο βρίσκεται υπό τον έλεγχο της αστυνομίας ή παρόμοιας αρχής, το βάρος της απόδειξης φέρει η κυβέρνηση ώστε να παράσχει μια ικανοποιητική και πειστική εξήγηση με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων που αποδεικνύουν γεγονότα που θέτουν υπό αμφισβήτηση την εκδοχή των γεγονότων που αναφέρθηκαν από το θύμα. Ωστόσο, η άρνηση της Κυβέρνησης περί της ευθύνης του κράτους για τους τραυματισμούς των προσφευγουσών στην παρούσα υπόθεση βασίστηκε αποκλειστικά στα αποτελέσματα της επιφανειακής προανακριτικής έρευνας, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο, επομένως, διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση παρέλειψε να εκπληρώσει το βάρος της απόδειξης και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την περιγραφή των γεγονότων των προσφευγουσών. Δεδομένου ότι τα μέρη δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της αστυνομίας όταν υπέστησαν σωματική βία, θα έπρεπε να ισχύει το τεκμήριο της ευθύνης του κράτους για τους τραυματισμούς των προσφευγουσών.
Λαμβάνοντας υπόψη το υλικό της δικογραφίας, το Δικαστήριο δεν πείστηκε από το επιχείρημα της Κυβέρνησης που βασίστηκε στο πόρισμα της ανακριτικής αρχής ότι οι έξι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να συντάξουν επί τόπου έκθεση για τέλεση διοικητικού αδικήματος λόγω της συμπεριφοράς της πρώτης προσφεύγουσας και ότι, επομένως, χρειάστηκε να συνοδευτεί ο D. στο αστυνομικό τμήμα με τη βία – μέτρο περιορισμού που προβλέπεται στον Κώδικα Διοικητικών Αδικημάτων εάν δεν μπορεί να συνταχθεί πρακτικό στον τόπο που διαπιστώθηκε η παράβαση (βλέπε Gremina κατά Ρωσίας, αρ. 17054/08, §§ 53-54, 26 Μαΐου 2020). Από τα διοικητικά αρχεία που αφορούσαν τη συνοδεία του D. στο αστυνομικό τμήμα δεν προέκυψε κανένας λόγος για τον οποίο κατέστη αδύνατη η σύνταξη πρακτικού επί τόπου.
Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι, για τη δεύτερη εξ’ αυτών, η οποία ήταν 4 ετών τότε, το να δει τον πατέρα της να απομακρύνεται με τη βία από τους αστυνομικούς ήταν επώδυνο και τραυματικό. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αστυνομία δεν έδωσε σημασία στην παρουσία της και δεν έλαβε υπόψη τα συμφέροντά της, όπως όφειλε, για να αποφασίσει και να εφαρμόσει το μέτρο περιορισμού έναντι του πατέρα της, πολύ περισσότερο επειδή το μέτρο δεν αποδείχθηκε ότι ήταν απαραίτητο. Περιγράφοντας ένα νομικό και διοικητικό πλαίσιο που αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των παιδιών από σωματική βία και ψυχολογικό τραύμα κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση αναφέρθηκε αποκλειστικά στις γενικές αρχές του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, της νομιμότητας, του ανθρωπισμού και της διαφάνειας που ορίζονται στο τμήμα 3 του Αστυνομικού Νόμου (αρ. 1026-Ι της 18 Απριλίου 1991), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Το ΕΔΔΑ ανησύχησε για την απουσία συγκεκριμένων κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών στη ρωσική αστυνομία, τις οποίες οι αστυνομικοί θα γνώριζαν καλά, σχετικά με τον σχεδιασμό και τη διενέργεια συλλήψεων και άλλων αστυνομικών επιχειρήσεων σε καταστάσεις που περιλαμβάνουν την παρουσία παιδιών, προκειμένου να αποφευχθεί ή να ελαχιστοποιηθεί η έκθεσή τους σε βίαιες σκηνές και ο κίνδυνος να πέσουν θύματα σωματικής κακοποίησης, σκόπιμης ή μη.
Στην παρούσα υπόθεση, η δεύτερη προσφεύγουσα και η μητέρα της, υπέστησαν πράγματι σωματικές βλάβες ως αποτέλεσμα της συνάντησης και επαφής τους με τους αστυνομικούς. Δεν έχει αποδειχθεί από την Κυβέρνηση ότι η χρήση βίας εναντίον τους ήταν απολύτως αναγκαία υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ο κ. D. (σύζυγος και πατέρας των προσφευγουσών αντίστοιχα) και ο κ. S.Z. δεν προέβαλαν αντίσταση όταν οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Έχοντας υπόψη την ευπάθεια των ανηλίκων στο πλαίσιο του άρθρου 3 της Σύμβασης, οι έξι αστυνομικοί θα έπρεπε να είναι σε θέση να σχεδιάσουν και να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης με ακεραιότητα και σεβασμό προς τους πολίτες και με ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των ατόμων που ανήκουν σε ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες. Ωστόσο, παρέλειψαν να το πράξουν ελλείψει των σχετικών κανονισμών ή οδηγιών, όπως σημειώνεται ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη το υλικό που είχε στην κατοχή του, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τραυματισμοί των προσφευγουσών προήλθαν από τη μεταχείριση στην οποία υποβλήθηκαν από την αστυνομία στις 9 Μαΐου 2010.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης όσον αφορά την ουσία του, και για τις δύο προσφεύγουσες.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε σε καθεμία από τις προσφεύγουσες 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 70 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).