Επαγωγή κληρονομιαίου ακινήτου. Μεταβίβαση συννομής. Εννοια προσβολής από συννομέα. Λήξη σύμβασης άτυπου χρησιδανείου. Υποχρέωση απόδοσης συννομής ακινήτου.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ
Αριθμός απόφασης 3948/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Χρήστο Παπαδήμα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από το Γραμματέα Βασίλειο Μαργώνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Φεβρουαρίου του 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος … κατοίκου Μαραθώνα Αττικής, ο οποίος εμφανίστηκε στο Δικαστήριο μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο Βαλεντίνή Μέτου.
Της εναγομένης … κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, η οποία εμφανίστηκε στο Δικαστήριο μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο Ζωή Σπανάκη.
Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 4-3-2013 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3501/8-3-2013, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο (αριθμός Γ3/42).
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ, που ορίζει ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, συνάγεται ότι ο κληρονόμος και χωρίς να αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί των κληρονομιαίων πραγμάτων, ακόμη δε και χωρίς να έχει γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και των αντικειμένων αυτής (ΑΠ 1526/2006 ΕλλΔνη 47.1434), θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος ολόκληρη την έννομη σχέση της νομής και τα εξ αυτής δικαιώματα. Τούτο ασφαλώς δεν σημαίνει πως ο κληρονόμος αποκτά αυτομάτως τη φυσική εξουσία πάνω στα πράγματα της κληρονομιάς, αλλά ότι ο νόμος του αναγνωρίζει την ιδιότητα του νομέα με όλες τις έννομες συνέπειες που πηγάζουν από αυτήν, προσπορίζει δηλαδή σε αυτόν τη νομική θέση που είχε ο κληρονομούμενος ως προς το πράγμα, κατοχυρώνοντας του κυρίως τη νομική προστασία που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 984 επ. ΑΚ (ΑΠ 875/2001 ΕλλΔνη 43.759 679/1994 ΕλλΔνη 37,65). Τα ίδια ισχύουν – κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 994 του ίδιου Κώδικα – και επί σύννομης, ήτοι ο συγκληρονόμος θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου σϋννομέας, χωρίς να έχει αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί του πράγματος, Παράλληλα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 785-787, 98L 982. και 1113 ΑΚ, αν ο συγκληρονόμος κατέχει ολόκληρο το κοινό κληρονομιαίο πράγμα, θεωρείται ότι το κατέχει και επ’ ονόματι των λοιπών συγκληρονόμων-συννομέων κατά την ιδανική μερίδα πού ανήκει σε έκαστο, οι οποίοι θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου συννομείς, ασκώντας τη συννομή τους δια του συγκληρονόμου συννομέα και δεν την αποβάλλουν ούτε έναντι του τελευταίου, ο οποίος νέμεται το όλο κοινό πράγμα, πριν εκείνος τους καταστήσει γνωστό ότι νέμεται το πράγμα αποκλειστικά για τον εαυτό του, αλλά μπορούν να αντιτάξουν τη σύννομη τους και κατ’ αυτού, χωρίς να είναι αναγκαίο να επικαλεσθούν άλλη αντιπροσωπευτική – κατ’ άρθρο 980§1 ΑΚ – στην άσκηση της σύννομης έννομη σχέση, όπως εντολή, χρησιδάνειο, μίσθωση κ.α. (ΑΠ 1869/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο νόμος για τη ρύθμιση της προστασίας της σύννομης (άρθρο 994 ΑΚ) διακρίνει την προσβολή που προέρχεται από τρίτο και εκείν που προέρχεται από τους συννομείς όταν η προσβολή προέρχεται από συννομέα, αν τούτη συνίσταται σε αποβολή ολική ή μερική – του άλλου συννομέα, αυτός που προσβλήθηκε έχει την προστασία της νομής (αυτοδύναμη ή δικαστική, ΑΠ 618/1999 ΕλλΔνη 41.131).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ιστορεί ότι ο αποβιώσας στη Βούλα Αττικής τη 10η Μαρτίου του έτους 2012 και εξ αδιαθέτου κληρονομηθείς από τον ίδιο και την εναγόμενη αδερφή του πατέρας τους ήταν κατά το χρόνο του θανάτου του συννομέας κατ’ ιδανικό μέρος 50% εξ αδιαιρέτου ενός ισόγειου διαμερίσματος (αυτοτελούς κατοικίας) σε ένα διώροφο κτίσμα, το οποίο έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου κείμενου στο Δήμο Μοσχάτου Αττικής και που περιγράφεται λεπτομερώς – κατ’ έκταση, θέση και όρια – ώστε ουδεμία απολύτως αμφιβολία να γεννιέται για την ταυτότητα του. Ότι συννομέας του επιδίκου κατά το υπόλοιπο ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου ήταν και εξακολουθεί να είναι ή αδερφή του πατέρα τους-θεία τους …, Ότι από τα τέλη τού έτους 1992 ο πατέρας, τους, δυνάμει σύμβασης χρησιδανείου καταρτισθείσας ατύπως, είχε παραχωρήσει την κατοχή του επιδίκου κατά το ρηθέν ιδανικό ποσοστό του στην εναγομένη. Ότι καίτοι με το θάνατο του πάτερα τους αφενός μεν έληξε η μεταξύ αυτού και της εναγομένης σύμβαση χρησιδανείου και αφετέρου το ιδανικό ποσοστό της σύννομης του μεταβιβάστηκε από κοινού σε αμφότερα τα τέκνα του, καθένα από τα οποία κατέστη σύννομέας του επιδίκου κατ’ ιδανικό μερίδιο 1/4 εξ αδιαιρέτου, η εναγομένη τον απέβαλε παράνομα και άνευ της βουλήσεως του από τη νομή του άνω ιδανικού μέρους του εν λόγω ισόγειου διαμερίσματος, νεμόμενη έκτοτε και μέχρι το χρόνο έγερσης της αγωγής το επίδικο εξ ολοκλήρου και δη με την ανοχή της έτερης συννομέως θείας τους. Προσθέτως, ο ενάγων ιστορεί ότι η αντίδικος του, μολονότι το διαμέρισμα χρήζει επισκευών και συντήρησης λόγω της παλαιότητας της κατασκευής του, σε καμία τέτοια εργασία δεν έχει προβεί όλο το ανωτέρω διάστημα που νέμεται εξ ολοκλήρου το επίδικο με αποτέλεσμα τούτο να έχει υποστεί σοβαρές φθορές στα τοιχώματά του, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης υγρασίας. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αυτά, ο ενάγων ζητά να αναγνωριστεί συννομέας του πιο πάνω διαμερίσματος, αξίας 98.000Ε, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και να διαταχθεί η αποβολή της εναγομένης από τη διακατοχή του επιδίκου κατά το ρηθέν ιδανικό ποσοστό και η εγκατάσταση του ιδίου σε αυτό. Ζητά, επίσης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτόν το συνολικό ποσό των 1500€, που αντιστοιχεί σε προσόδους του επιδίκου, τις οποίες στερήθηκε από το χρόνο της αποβολής του μέχρι το χρόνο έγερσης της αγωγής, κατά τα όσα ειδικότερα ιστορεί στο δικόγραφο, αίτημα, ωστόσο, από το οποίο παραιτήθηκε παραδεκτός με τις προτάσεις του και συνακόλουθα ως προς τούτο η αγωγή θεωρείται μη ασκηθείσα (άρθρο 223 εδάφιο β’ σε συνδυασμό προς το άρθρο 295§1 εδάφιο β’ ΚΠολΔ). Προσέτι, ο ενάγων ζητά να απαγγελθεί σε βάρος της αντιδίκου του χρηματική ποινή ύψους 1.000€ και προσωπική κράτηση έξι (6) μηνών για κάθε μελλοντική παράβασης της παρούσας απόφασης, να κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη, Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 11 περ. α’, 12, 14§2 και 16 αριθμ. 13 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία -(άρθρα 215 επ. ΚΠολΔ) και είναι αρκούντως ορισμένη, δεδομένου ότι στοιχεία της βάσης της κρινόμενης – αγωγής αποβολής από τη συννομή ακινήτου είναι η σύννομη του ενάγοντος κατά το χρόνο της αποβολής, η περιγραφή του επιδίκου – η οποία, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι εν προκειμένω τόσο λεπτομερής, ώστε ουδεμία απολύτως αμφιβολία γεννιέται για την ταυτότητα του – και η αποβολή του συννομέα, ενώ αντίθετα ουδόλως υποχρεούται ο ενάγων να αναφέρει ποιοι είναι οι κύριοι του επιδίκου, ούτε τα ποσοστά τους, ως παντελώς αβάσιμα διατείνεται η εναγομένη, καθώς με την κρινόμενη αγωγή διώκεται η προστασία της σύννομης του ενάγοντος και όχι της συγκυριότητας του. Περαιτέρω, εφόσον ο ενάγων υποστηρίζει ότι η αντίδικος του τον απέβαλε ολικά από τη συννομή του στο επίδικο, έχει σύμφωνα και με την παρατεθείσα προηγουμένως μείζονα πρόταση δικαίωμα να εγείρει την αγωγή αποβολής του άρθρου 987 ΑΚ, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις της εναγομένης, ότι δηλαδή ο εναγόμενος δεν έχει την περί νομής προστασία, αλλά εφαρμοστέες είναι μόνο οι διατάξεις περί κοινωνίας όσον αφορά την προσήκουσα για καθένα των συννομέων χρήση του επιδίκου, τυγχάνουν αβάσιμες και απορριπτέες. Προσέτι, η αγωγή είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 810, 818, 974, 983, 984, 987 ΑΚ, 70, 907, 908§ 1 στοιχείο ζ’ ΚΠολΔ, πλην των αιτημάτων αφενός μεν αποβολής της εναγομένης από το επίδικο και εγκατάστασης σε αυτό του ενάγοντος, καθόσον τούτο δεν αποτελεί νόμιμο αίτημα της αγωγής αποβολής από τη νομή, αλλά συνιστά τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 943 §1 ΚΠολΔ τρόπο εκτέλεσης απόφασης, που διατάσσει την απόδοση ακινήτου, ο οποίος αποτελεί έργο του διενεργούντος την εκτέλεση δικαστικού επιμελητή, χωρίς να απαιτείται – ούτε να επιτρέπεται – να διατάσσεται τούτο από την εκτελούμενη απόφαση και αφετέρου του αιτήματος απειλής σε βάρος της εναγομένης χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για την περίπτωση μη συμμόρφωσης της προς την παρούσα απόφαση, μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης τα οποία προβλέπονται – κατά το άρθρο 947§1 ΚΠολΔ – επί υποχρέωσης προς παράλειψη ή ανοχή πράξης, ή οποίά προϋποθέτει αίτηση παράλειψης ή ανοχής πράξης στηριζόμενη στο ουσιαστικό δίκαιο, ενώ. επί αγωγής αποβολής από τη νομή, κατά την ουσιαστικού περιεχομένου διάταξη του άρθρου 987 ΑΚ, ζητείται μόνο η απόδοση του ακινήτου από εκείνον πού το νέμεται επιλήψιμα. Πρέπει, επομένως, η ένδικη αγωγή κατά τα νόμιμα κύρια αιτήματα της να εξεταστεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της περίληψη της ενεγράφη νόμιμα και εμπρόθεσμα την 4-3-2013 – κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 220§1 ΚΠολΔ – στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου – λόγω της τοποθεσίας του επιδίκου – Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον ενάγοντα πιστοποιητικό αριθμ. …/22-3-2013, το οποίο έχει εκδώσει η Υποθηκοφύλακας Αθηνών και, επιπλέον, καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το αναγκαίο τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων υπέρ τρίτων ποσοστών (βλ. τα παράβολα αγωγόσημου [δικαστικού ενσήμου] αριθμ. 230341, 387023, 404845 και 404846 της σειράς Α’, με τα επικολληθέντα στην πίσω όψη του τελευταίου κινητά ένσημα υπέρ του Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Α.Ν. και Τ.Π.Δ.Α.). Σημειώνεται, τέλος, ότι ζήτημα προσκόμισης από τον ενάγοντα του. πιστοποιητικού των §§1 και 3 του άρθρου 54Α του Ν.4174/2013 (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) δεν τίθεται, διότι με την προκείμενη δίκη διώκεται η αυτοτελής προστασία της σύννομης – ανεξαρτήτως αν ανταποκρίνεται τούτη σε εμπράγματο δικαίωμα – επιπλέον δε ο ενάγων κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή δεν είναι νομέας του επιδίκου, ώστε να είναι υποκείμενο του συγκεκριμένου φόρου κατά τη διάταξη του άρθρου 2§2 περ. ζ’ του Ν.4223/2013, αλλά αντιθέτως αξιώνει να του αποδοθεί η σύννομη του, την οποία έχει απολέσει, έχοντας αποβληθεί από αυτήν παράνομα.
Εξάλλου, κατά την 992 ΑΚ οι αξιώσεις από την αποβολή και τη διατάραξη της νομής παραγράφονται μετά την παρέλευση ενός (1) έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη, ανεξάρτητα από τη γνώση ή την άγνοια του νομέα. Και για την παραγραφή αυτή εφαρμόζονται, πάντως, οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις των άρθρων 247 επ. ΑΚ (ΑΠ 648/1984 ΝοΒ 133.454). Από τη ρηθείσα διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 261, 270, 272, 277 ΑΚ, 215§1, 221§1 στοιχείο γ’ και 262§1 ΚΠολΔ, ευχερώς συνάγεται ότι για το ορισμένο της ένστασης παραγραφής πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος αυτής, ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση, το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής και ό χρόνος επίδοσης της αγωγής, προκειμένου να διαπιστωθεί αν με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο κάι μέχρι την επίδοση της αγωγής, αφ’ ης και μόνο διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος της. Διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή μη αναφοράς των ανωτέρω στοιχείων, ο σχετικός ισχυρισμός τυγχάνει αόριστος, ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης και επομένως απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 611/2006 ΧρΙΔ 2006.693, 1355/1998 ΕλλΔνη 40.287, 653/1996, ΕλλΔνη 39.1612). Περαιτέρω, ο νομέας του πράγματος-εναγόμενος με τη διεκδικητική αγωγή, εφόσον έχει αξίωση κατ’α του κυρίου για απόδοση των δαπανών που έκανε στο πράγμα, έχει και δικαίωμα επίσχεσης του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 325, 326, 329 και 1106 ΑΚ. Δικαιούται, δηλαδή, να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος μέχρι να ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται (ΑΠ 281/2010, ΧρΙΔ 2011.184). Για τη νόμιμη προβολή του παρεχομένου σε αυτόν δικαιώματος επίσχεσης πρέπει να ισχυριστεί, σύμφωνα με τα άρθρα 262, 118§4 και 216§1 ΚΠολΔ, ότι ήταν καλόπιστος νομέας, ότι αυξήθηκε η αξία του πράγματος εξαιτίας των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε, ότι αυτή σώζεται και ειδικότερα, ως προς τις δαπάνες, πρέπει να καθορίζει σαφώς και κατά τρόπο ορισμένο το ύψος της καθεμίας χωριστά, με ειδική ονοματοδοσία του περιεχομένου καθώς και το χρόνο καταβολής τους (ΑΠ 1450/1980, ΝοΒ 29.709, 674/1980, ΝοΒ 28.2010, ΕφΑΘ 5663/1997, Αρμ 2000. 1085). Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι την ως άνω ένσταση μπορεί να προβάλει και ο εναγόμενος με αγωγή αποβολής από τη νομή, καθώς ο περιορισμός του άρθρου 991 ΑΚ δεν αφορά την ένσταση επίσχεσης δαπανών, διότι τούτη αποτελεί αναβλητική ένσταση εωσότού ικανοποιηθεί ο εναγόμενος για τις δαπάνες που του οφείλονται, Επομένως, η ένσταση επίσχεσης προβάλλεται από τον εναγόμενο στη δίκη αυτή, εφόσον δεν αφαίρεσε το επίδικο’ από: τον ενάγοντα ή τους δικαιοπαρόχους του με πρόθεση παράνομα (άρθρα 327, 450§1 ΑΚ, βλ. σε Κων/νο Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, έκδοση 1989 σελ. 173).
Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη, μέ τις προτάσεις που κατέθεσε εμπροθέσμως και νομοτύπως (άρθρα 237 και 269§1 ΚΠολΔ), συνομολογεί ότι συννομέας κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου υπήρξε κατά το χρόνο του θανάτου του ο πατέρας των διαδίκων …. Συνομολογεί, επίσης, ότι από το τέλος του έτους 1992 η ίδια χρησιμοποιεί αποκλειστικά το επίδικο δυνάμει σύμβασης χρησιδανείου, που συνήψε ατύπως με τον πατέρα της. Προσθέτως η εναγομένη, με τις προτάσεις της, προτείνει κατά λέξη “ένσταση παραγραφής ασκήσεως της αγωγής”, δίχως καμία περαιτέρω εξειδίκευση της ιστορικής και νομικής της βάσης. Με το περιεχόμενο αυτό, ωστόσο, η προκείμενη ένσταση παραγραφής ουδέν εκ αναφερθέντων στην παρατεθείσα προηγουμένως μείζονα πρόταση απαραιτήτων κατά το νόμο – για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής – στοιχείων διαλαμβάνει, καθώς η ενισταμένη παραλείπει να αναφέρει στις προτάσεις της το χρόνο αυτής, το χρόνο κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση του καθ’ ου η ένσταση -ενάγοντος εξαιτίας της προσβολής της σύννομης του στο επίδικο, ενώ παράλληλα δεν μνημονεύει ούτε το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής, ούτε αυτόν της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να διαπιστωθεί, αν – με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι την επίδοση της αγωγής, αφ’ ης και μόνο διακόπτεται η παραγραφή – συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής (ένα έτος). Επομένως, η προταθείσα ένσταση παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Προσέτι, η εναγομένη προτείνει ένσταση επίσχεσης δαπανών συντήρησης του επιδίκου, ένσταση η οποία ομοίως πρέπει ?σύμφωνα και με την παρατεθείσα προηγουμένως μείζονα πρόταση να απορριφθεί ως παντελώς αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, δοθέντος ότι η εναγομένη δεν αναφέρει ούτε το ύψος, ούτε το χρόνο πραγματοποίησης από την ίδια των δαπανών συντήρησης του επιδίκου. Πέραν τούτων, ή εναγομένη προτείνει και ένσταση ιδίου δικαιώματος ως συγκυρία του επιδίκου, η οποία ωστόσο τυγχάνει νόμω αβάσιμη, δοθέντος ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 991 ΑΚ ως εναγόμενη με την αγωγή αποβολής από τη νομή δεν δικαιούται να αντιτάξει κατά του ενάγοντος την ως άνω ανατρεπτική ένσταση, που στηρίζεται σε δικαίωμα ιδίας κυριότητας στο επίδικο, εφόσον δεν επικαλείται παράλληλα ότι τούτο έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε άλλη δίκη έναντι του αντιδίκου της (ΑΠ 21 10/2009 ΧρΙΔ 2011.32).
Από την κατάθεση της μάρτυρος, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με την επιμέλεια του ενάγοντος και την άνευ όρκου εξέταση της διαδίκου (εναγομένης), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που ομοίως επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία και χωριστή αξιολόγηση στη συνέχεια, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα απολύτως κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης (ΑΠ 17/2011 ΧρΙΔ 2011.581), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και: α) η συνταχθείσα με την επιμέλεια του ενάγοντος από 23-1-2013 τεχνική έκθεση αυτοψίας του αρχιτέκτονα μηχανικού …, που ως γνωμοδότηση προσώπου έχοντος ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης εκτιμάται – κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ – ελεύθερα από το Δικαστήριο (ΟλΑΠ 484/1981 ΝοΒ 1982.441 και ΑΠ 393/1999 ΕλλΔνη 1999.1720), β) οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις αριθμ. 2001, 2002 και 2003/20.13, οι οποίες είχαν ληφθεί ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων νομής στο Δικαστήριο εκείνο ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους για το επίδικο ακίνητο και δεν δόθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην προκείμενη δίκη (ΑΠ 725/2006 ΕλλΔνη 47. 1012, 472/2004 ΕλλΔνη 2005,368, 343/2000 ΕλλΔνη 41,693), γ), οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους αποφάσεις δικαστηρίων (βλ. τις υπ’ αριθμ. 169/2012 του Δικαστηρίου τούτου και 3216 & 7590/2013 του Ειρηνοδικείου Αθηνών), ανεξάρτητα αν αφορούν τους ίδιους ή άλλους διαδίκους (ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004,245, 125/1987 ΑρχΝ 1987.231) και τα προσκομιζόμενα δικόγραφα των διαδίκων (αιτήσεις, προτάσεις) στις δίκες εκείνες και δ) τα πρακτικά συνεδρίασης αριθμ. 3216/2013 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, πού προσκομίζει η εναγομένη, τα οποία εμπεριέχουν ένορκες καταθέσεις, μαρτύρων, οι οποίες Ομοίως δεν δόθηκαν επίτηδες για νά χρησιμεύσουν στην προκείμενη δίκη (ΕφΘεσσαλ 1026/2006 ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τις ομολογίες, οι οποίες συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων που εμπεριέχονται στις προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται – κατά την κρίση του Δικαστηρίου – τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όπως εκθέτει ο ενάγων και συνομολογεί η εναγομένη με τις προτάσεις της κατά τα άρθρα 261 εδάφιο β’ και 352§1 ΚΠολΔ – οι διάδικοι τυγχάνουν μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και δη κατ’ ισομοιρία του πατέρα τους … και της …, κατοίκου όσο ζούσε Μοσχάτου Αττικής ο οποίος αποβίωσε στη Βούλα στις 10 Μαρτίου του έτους 2012 κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν συννομέας κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οροφοδιαμερίσματος επιφάνειας ογδόντα (80) τετραγωνικών μέτρων, το οποίο αποτελεί το ισόγειο μιας διώροφης οικοδομής, που έχει αναγερθεί σε οικόπεδο έκτασης διακοσίων δεκατριών (213) τετραγωνικών μέτρων, το οποίο κείται επί της οδού … στο Δήμο Μοσχάτου Αττικής, ενώ συννομέας κατά το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου στο ακίνητο αυτό ήταν κατά το χρόνο εκείνο και εξακολουθεί να είναι η … αδερφή του κληρονομουμένου και θεία αντίστοιχα των διαδίκων, ως αμφότεροι συνομολογούν. Προσέτι, οι διάδικοι συνομολογούν ότι το έτος 1992 ο κληρονομούμενος και η εναγομένη συμφώνησαν προφορικά να παραδώσει ο πρώτος στη δεύτερη τη σύννομη του στο επίδικο ακίνητο, ήτοι το ήμισυ εξ αδιαιρέτου, για την προσπόριση σε αυτήν της χρήσης του για αόριστο χρονικό διάστημα. Σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας πράγματι ο κληρονομούμενος παραχώρησε τη χρήση του επιδίκου στην εναγομένη και έτσι, με την παράδοση του, καταρτίστηκε μεταξύ τους σύμβαση χρησιδανείου, η οποία ήταν καθ’ όλα έγκυρη, καθώς, μολονότι αφορούσε ακίνητο, δεν απαιτούνταν να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (άρθρο 810 ΑΚ, ΑΠ 273/ 2007 ΝοΒ 55.1640, 1357/2005 ΕλλΔνη 48.1119). Έκτοτε και μέχρι το θάνατο του, ο κληρονομούμενος χρήστης ασκούσε τη σύννομη του στο επίδικο μέσω της εναγομένης χρησάμενης (άρθρο 980§1 ΑΚ), η οποία είχε απλώς την κατοχή του κατά το ποσοστό που ο αντισυμβαλλόμενος της-πατέράς της ήταν συννομέας, ήτοι κατά το 50% εξ αδιαιρέτου. Με το θάνατο του κληρονομουμένου η σύννομη του επιδίκου κατά το ποσοστό που ανήκε σε αυτόν περιήλθε κατ’ ισομοιρία στα δύο τέκνα του, ενάγοντα και εναγομένη, έκαστο από τα οποία έγινε συννομέας κατά ποσοστό (50/100:2=) 25/100 ή 1/4 εξ αδιαιρέτου. Ο ενάγων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι με το θάνατο του πατέρα τους λύθηκε η ως άνω σύμβαση χρησιδανείου, ισχυρισμός ο οποίος, ωστόσο, είναι νόμω αβάσιμος, δοθέντος ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 818 ΑΚ, με το θάνατο του χρησαμένου λήγει το χρησιδάνειο, ενώ αντίθετα ο θάνατος του χρήστη δεν επιφέρει τη λήξη της σύμβασης του χρησιδανείου, διότι η σχέση αυτή μετακυλίεται στους κληρονόμους του και εξακολουθεί να υπάρχει. Επομένως, η εναγομένη, η οποία κατέστη κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου συννομέας, συνέχισε να ασκεί τη σύννομη του ενάγοντος, που κι αυτή αντίστοιχα ανερχόταν σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, στο επίδικο δυνάμει της ρηθείσας σύμβασης χρησιδανείου, η οποία εξακολούθησε καταρχήν να ισχύει και να δεσμεύει τον ενάγοντα ως κληρονόμο του αρχικού χρήστη. Πάντως, ο ενάγων, τόσο προφορικά στην αρχή, όσο κυρίως στη συνέχεια με την επίδοση στην αντίδικο του στις 23-1 1-2012 (βλ. την έκθεση επίδοσης αριθμός 4098Β 723-11-2012 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …) της από 14-11-2012 εξώδικης διαμαρτυρίας-πρόσκλησης κάλεσε την εναγομένη να του παραδώσει τα κλειδιά του επιδίκου, καθώς και να του αποδώσει τη χρήση του. Η παραπάνω εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση συνιστά εν τοις πράγμασι, καίτοι δεν αναγραφόταν ρητώς σε αυτήν, καταγγελία της συναφθείσας ατύπως το έτος 1992 αορίστου χρόνου σύμβασης χρησιδανείου, έννομη συνέπεια της οποίας ήταν ή λήξη της και η εξ αυτής υποχρέωση της χρησαμένης να αποδώσει στο χρήστη τη σύννομη του επιδίκου κατά το ιδανικό ποσοστό που τούτο του ανήκει, ήτοι κατά τό 1/4 εξ αδιαιρέτου. Η εναγομένη, ωστόσο, αρνήθηκε τότε και εξακολουθεί να αρνείται να του αποδώσει τη χρήση του επιδίκου ακινήτου κατά το ανήκον σε αυτόν ιδανικό μερίδιο και συνεχίζει να παρακρατεί ολόκληρο το διαμέρισμα, αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα τον ενάγοντα από τη σύννομη του. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να αναγνωριστεί συννομέας ο ενάγων του επιδίκου κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει τη σύννομη του. Αντίθετα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρούσα απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι ο ενάγων επικαλείται μεν αλλά ουδόλως αποδεικνύει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σε αυτόν σημαντική ζημία, ούτε επίσης ότι συντρέχουν άλλοι εξαιρετικοί λόγοι, που να επιβάλλουν την προσωρινή εκτέλεση (άρθρο 908§1 εδάφιο α’ ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους, διότι αυτοί είναι συγγενείς εξ αίματος 2ου βαθμού και έτσι αποφεύγεται η τροφοδότηση της όξυνσης των σχέσεων τους, που αναντίρρητα έχει δημιουργήσει ο παρών δικαστικός αγώνας (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τον ενάγοντα συννομέα κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου ενός οροφοδιαμερίσματος επιφάνειας ογδόντα (80) τετραγωνικών μέτρων, το οποίο αποτελεί το ισόγειο μιας διώροφης οικοδομής, ανεγερθείσας επί οικοπέδου έκτασης διακοσίων δεκατριών (213) τετραγωνικών μέτρων, που κείται επί της οδού … στο Δήμο Μοσχάτου Αττικής και το οποίο (οικόπεδο) συνορεύει νότια με ιδιοκτησία … και βόρεια και ανατολικά με οικόπεδα ιδιοκτησίας αγνώστων,
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδώσει στον ενάγοντα τη συννομή του ως άνω ακινήτου.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ όλα τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διάδικων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 17 Ιουνίου 2014.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ