Ο “αυτόματος” τρόπος επιβολής οικονομικών ποινών δεν ισχύει εφόσον ο κατηγορούμενος έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Σε μία ιδιαίτερα σημαντική απόφαση κατέληξε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) ακυρώνοντας πρόστιμο που είχε επιβληθεί σε πολίτη με την κατηγορία πως είχε παραποιήσει φορολογικά στοιχεία.
Η υπόθεση αφορούσε τη νόθευση φορολογικού στοιχείου για την οποία κατηγορήθηκε πολίτης. Εξαιτίας αυτής της παράβασης του επιβλήθηκε πρόστιμο σε ποσό διπλάσιο της αξίας του νοθευμένου στοιχείου.
Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση του 7μελούς Β’ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την επιβολή του προστίμου βάσει διάταξης νόμου του 1997 παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας.
Σημειώνεται ότι, η συγκεκριμένη διάταξη του νόμου ορίζει πως «η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών, η νόθευση αυτών, καθώς και η καταχώρηση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο, συνιστά ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επισύρει πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου ή καταχώρηση, μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη των “χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ».
Είχε εκπληρώσει τις φορολογικές υποχρεώσεις
Ειδικότερα, στην απόφαση που εκδόθηκε με πρόεδρο τον Μ. Πικραμένο και εισηγητή την Μ. Σταματοπούλου αναφέρεται πως «η διάταξη του ν. 2523/1997 δεν μπορεί να οδηγεί σε επιβολή προστίμου κατ’ οιονεί “αυτόματο” τρόπο, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η φορολογική αρχή αφενός βεβαιώνει ότι ο ελεγχόμενος για την νόθευση φορολογικού στοιχείου επιτηδευματίας έχει εκπληρώσει τις απορρέουσες από τις σχετικές διατάξεις φορολογικές του υποχρεώσεις, αφετέρου, δεν τεκμηριώνει κατ’ ελάχιστον, ούτε σε επίπεδο ενδείξεων, ότι η αποδιδόμενη παράβαση επέφερε ή θα μπορούσε να επιφέρει απώλεια φορολογικών εσόδων».
Για το λόγο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφασή του «αναιρεί, δικάζει προσφυγή και ακυρώνει το πρόστιμο».