Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων – Απαίτηση λειτουργικής ανεξαρτησίας – Απαγόρευση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία να απολύσουν τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων ή να του επιβάλουν κυρώσεις επειδή επιτέλεσε τα καθήκοντά του
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 22-06-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης εθνική νομοθεσία κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία μπορεί να απολύσει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων (DPO) ο οποίος είναι μέλος του προσωπικού του μόνο για σπουδαίο λόγο, ακόμη και αν η απόλυση δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΔΕΕ, απαραίτητη προϋπόθεση είναι μια τέτοια νομοθεσία να μην υπονομεύει την επίτευξη των στόχων του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ – GDPR).
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Leistritz είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου η οποία υποχρεούται δυνάμει του γερμανικού δικαίου να ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Η LH εργάστηκε στη Leistritz από τις 15 Ιανουαρίου 2018 ως «προϊσταμένη της υπηρεσίας νομικών υποθέσεων» και από την 1η Φεβρουαρίου 2018 ως υπεύθυνη προστασίας δεδομένων.
Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2018, η Leistritz προέβη σε τακτική καταγγελία της σχέσης εργασίας με την LH με ισχύ από τις 15 Αυγούστου 2018, επικαλούμενη μέτρο αναδιάρθρωσης της εταιρίας, στο πλαίσιο του οποίου η εσωτερική δραστηριότητα παροχής νομικών συμβουλών και η υπηρεσία προστασίας των δεδομένων ανατίθεντο σε εξωτερικό πάροχο υπηρεσιών.
Τα δικαστήρια της ουσίας ενώπιον των οποίων προσέφυγε η LH αμφισβητώντας το κύρος της απόλυσής της έκριναν ότι η απόλυση ήταν άκυρη διότι, βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 38, παράγραφος 2, και του άρθρου 6, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BDSG, η LH, ως υπεύθυνη προστασίας δεδομένων, μπορούσε να απολυθεί μόνο με έκτακτη καταγγελία για σπουδαίο λόγο. Το δε περιγραφέν από τη Leistritz μέτρο αναδιάρθρωσης δεν συνιστά σπουδαίο λόγο.
Το αιτούν δικαστήριο, επιληφθέν της αναιρέσεως (Revision) που άσκησε η Leistritz, παρατήρησε ότι, βάσει του γερμανικού δικαίου, η απόλυση της LH είναι άκυρη, κατ’ εφαρμογήν των ως άνω διατάξεων και του άρθρου 134 του Αστικού Κώδικα. Επισήμανε εντούτοις ότι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 38, παράγραφος 2, και του άρθρου 6, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BDSG εξαρτάται από το κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα το άρθρο 38, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του ΓΚΠΔ δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία η απόλυση του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων υπόκειται σε αυστηρότερες προϋποθέσεις από εκείνες τις οποίες προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης.
Εάν η εθνική ρύθμιση δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως.
Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι αμφιβολίες του οφείλονται ιδίως στην ύπαρξη αποκλίσεων στο πλαίσιο της εθνικής θεωρίας. Αφενός, κατά την κρατούσα γνώμη, η ειδική προστασία από την απόλυση που προβλέπουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 38, παράγραφος 2, και του άρθρου 6, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, του BDSG συνιστά ουσιαστικό κανόνα του εργατικού δικαίου, σε σχέση με τον οποίο η Ένωση δεν διαθέτει νομοθετική αρμοδιότητα, οπότε οι εν λόγω διατάξεις δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 38, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του ΓΚΠΔ. Αφετέρου, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η διασύνδεση της προστασίας αυτής με τη θέση του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων έρχεται σε σύγκρουση με το δίκαιο της Ένωσης και δημιουργεί οικονομική πίεση ούτως ώστε ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στη θέση του άπαξ και οριστεί.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα συναφώς.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 38, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ – GDPR), έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία μπορεί να απολύσει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων ο οποίος είναι μέλος του προσωπικού του μόνο για σπουδαίο λόγο, ακόμη και αν η απόλυση δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι μια τέτοια νομοθεσία δεν υπονομεύει την επίτευξη των στόχων του ως άνω Κανονισμού.
Μεταξύ άλλων, στην απόφαση επισημαίνεται ότι το άρθρο 38, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του ΓΚΠΔ, στο μέτρο που προστατεύει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων από οποιαδήποτε απόφαση με την οποία παύεται ή περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή η οποία στοιχειοθετεί κύρωση, σε περίπτωση που μια τέτοια απόφαση συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του, πρέπει να θεωρείται ότι αποσκοπεί κατά βάση στη διαφύλαξη της λειτουργικής ανεξαρτησίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων και, επομένως, στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διατάξεων του ΓΚΠΔ.
Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν έχει ως σκοπό να ρυθμίσει συνολικά τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ υπεύθυνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία και μελών του προσωπικού του, οι οποίες δεν μπορούν να επηρεαστούν παρά μόνον παρεμπιπτόντως, στο μέτρο που τούτο είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των ως άνω σκοπών.
Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ελεύθερα, στο πλαίσιο της άσκησης της αρμοδιότητας που εξακολουθεί να έχει, ειδικές διατάξεις που να παρέχουν μεγαλύτερη προστασία από την απόλυση του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ, ιδίως δε με το άρθρο 38, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος.
Μια τέτοια αυξημένη προστασία δεν μπορεί να υπονομεύσει την επίτευξη των στόχων του ΓΚΠΔ.
Τούτο όμως θα συνέβαινε αν η εν λόγω προστασία εμπόδιζε πλήρως την απόλυση, εκ μέρους υπεύθυνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία, ενός υπεύθυνου προστασίας δεδομένων ο οποίος δεν διαθέτει πλέον τις επαγγελματικές ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή ο οποίος δεν εκπληρώνει τα καθήκοντα αυτά σύμφωνα με τις διατάξεις του ΓΚΠΔ.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA