ΑΡΙΘΜΟΣ 687/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αμφιβολίες ή αντιρρήσεις του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης. Αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Δεν παρέχεται, βάσει των διατάξεων του άρθρου 562 ΚΠΔ δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής που απαγγέλθηκε αμετακλήτως από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δικαστήριο.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 του ΚΠΔ, όπως ο τελευταίος ισχύει από 01.07.2019 μετά την κύρωση του νέου ΚΠΔ με τον Ν. 4620/2019, «Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύνεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 563 του ΚΠΔ, «Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 562, 563 ΚΠΔ συνάγεται, ότι το δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της εκδίκασης των αντιρρήσεων του καταδικασμένου, περιορίζεται στα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο της εκτελούμενης απόφασης, ενδεικτικά, αναφορικά α) με την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) με το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) με τη διάρκεια της ποινής, όταν ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της ποινής (βλ. άρθρο 554 ΚΠΔ) ή λόγο που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, κατ’ άρθρα 564 – 566 ΚΠΔ. Για να είναι δε παραδεκτές οι αντιρρήσεις αυτές του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, να μην έχει καθ’ ολοκληρία αποτιθεί διότι μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης. Περαιτέρω, η προβλεπόμενη αναίρεση κατά απόφασης που εκδόθηκε από το τριμελές πλημ/κείο του τόπου έκτισης της ποινής, επί αντιρρήσεων του καταδικασμένου σχετικά με την εκτελεστότητα καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 510 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, στους οποίους περιλαμβάνεται οι με στοιχεία Δ’ και Ε’ (έλλειψη της απαιτούμενης κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης αντίστοιχα). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Εξάλλου, υπάρχει η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του ήδη ισχύοντος από 01.07.2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019), «1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή αυτός που επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Η ως άνω γενική αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου ουσιαστικού ποινικού νόμου αποτυπώνεται στις παραγράφους 1 και 2 της ως άνω διάταξης, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα της ποινικής διαδικασίας. Η πρώτη παράγραφος αναφέρεται στο χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει από την τέλεση της πράξης και εξικνείται μέχρι την έκδοση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και κατά το οποίο εφαρμόζεται η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη. Η δεύτερη παράγραφος αναφέρεται στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην αμετάκλητη καταδίκη και μέχρι την ολοσχερή απότιση της ποινής, κατά το οποίο μεταγενέστερος νόμος που χαρακτηρίζει την πράξη ως μη αξιόποινη ή ανέγκλητη. Από την ως ανωτέρω σαφή διατύπωση του άρθρου 2 παρ.1 και παρ.2 ΠΚ συνάγεται, ότι ο νομοθέτης θέλησε να ρυθμίσει μόνον την περίπτωση που μετά το αμετάκλητο, η πράξη χαρακτηριζόταν ανέγκλητη, ηθελημένα δε δεν πρόβλεψε για την κατά τον ίδιο χρόνο θέσπιση επιεικέστερου νόμου. Αφού, συνεπώς, το νομοθετικό κενό είναι ηθελημένο, δεν μπορεί να γίνει ανάλογος εφαρμογή των επιεικέστερων διατάξεων ούτε και επιτρέπεται αυθαίρετη εφαρμογή των αρχών της επιείκειας χωρίς νομικό έρεισμα (ΟλΑΠ 643/1985). Τούτων προβλεπομένων από τον νόμο, κατά το στάδιο της εκτέλεσης της ποινής, αν επέλθει νομοθετική μεταβολή μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, η μεταβολή αυτή τότε ευνοεί τον καταδικασθέντα, όταν ο μεταγενέστερος νόμος χαρακτηρίζει την πράξη ανέγκλητη, οπότε παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε, καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της. Σύμφωνα με αυτά, δεν παρέχεται, βάσει των διατάξεων του άρθρου 562 ΚΠΔ δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής που απαγγέλθηκε αμετακλήτως από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δικαστήριο μετά από έρευνα της κατηγορίας ή δυνατότητα επανακαθορισμού της ποινής αυτής λόγω ηπιότερης αντιμετώπισης του αξιοποίνου της πράξης για την οποία επιβλήθηκε, καθόσον αυτό θα προσέκρουε στο άρθρο 2 Π.Κ. και στο αμετάκλητο και θα οδηγούσε σε κατάλυση του δεδικασμένου, το οποίο συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου, σύμφωνα με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 15 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Ν. Υόρκη της 16.12.1966 (ΔΣΑΠΔ) που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997, «1. Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν». Συγκεκριμένα, όπως καθίσταται σαφές από το περιεχόμενό τους, η διάταξη του πρώτου εδαφίου αναφέρεται στην εφαρμογή από τα συμβαλλόμενα κράτη της αρχής της μη ύπαρξης εγκλήματος και συνακόλουθα ποινής άνευ νόμου, κατά το χρόνο κατά τον οποίο διαπράττεται το έγκλημα (nullum crimen nulla poena sine lege). Στο δεύτερο εδάφιο προβλέπεται η μη αναδρομική εφαρμογή νόμων που προβλέπουν ποινές αυστηρότερες από τις ισχύουσες κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος. Το τρίτο ως άνω εδάφιο δεν αναφέρεται στο στάδιο έκτισης της ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής της, αλλά διακηρύσσει την εφαρμογή του μεταγενέστερου της διάπραξης του εγκλήματος νόμου, ο οποίος προβλέπει ηπιότερη ποινή χωρίς να αναφέρεται στην προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης για την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, που εννοείται, εφόσον αναφέρεται σε στάδιο κατά το οποίο ολοκληρώνεται η διαδικασία με το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης. Βάσει αυτών, ουδόλως επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα κράτη αναπροσδιορισμός της ποινής, εάν ο νόμος καταστεί ηπιότερος μετά το πέρας της δικαστικής διαδρομής, κατά την οποία επιβάλλεται η ποινή, καθόσον αυτό θα προσέκρουε εκτός από την κατάλυση του δεδικασμένου και στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θεσπίζεται στο Σύνταγμα. Επομένως, αντίθετη άποψη περί εφαρμογής ευμενέστερης ποινικής διάταξης μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί στην παραπάνω διάταξη του ΔΣΑΠΔ (ΟλΑΠ 4/2021).