ΑΠΟΦΑΣΗ
Dimici κατά Τουρκία της 05.07.2022 ( αρ. προσφ. 70133/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διαφορές ιδιωτών και κανόνες δημοσίας τάξης. Απαγορευμένες διακρίσεις λόγω φύλου .
Οι προσφεύγοντες είναι ο σύζυγος (ο οποίος απεβίωσε ήδη) και τα 3 παιδιά της Necmiye Dimici που ζουν στην Τουρκία. Η γυναίκα αυτή είναι απόγονος του ιδρυτή ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος. Το καταστατικό του, το οποίο συντάχθηκε τον 16ο αιώνα επί οθωμανικής κυριαρχίας, προέβλεπε διανομή του πλεονάζοντος των κερδών μόνο σε άρρενες απογόνους. Η σύζυγος και μητέρα των προσφευγόντων ως γυναίκα αποκλείστηκε από τα κέρδη. Ο σύζυγος και τα παιδιά της άσκησαν προσφυγή για απαγορευμένη διάκριση και παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η διάκριση την οποία είχε υποστεί η σύζυγος και μητέρα των προσφευγόντων βασίζονταν στις επιθυμίες του ατόμου που έκανε το αρχικό καταστατικό , οι οποίες είχαν προκύψει από κοινωνικούς προβληματισμούς και την άποψη για τις γυναίκες που επικρατούσε όταν το ίδρυμα ιδρύθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα.
Ωστόσο τόνισε ότι το γεγονός ότι η διαφορά αφορούσε σχέση μεταξύ ιδιωτών δεν ήταν από μόνη της τέτοια ώστε να απαλλάσσει το Δημόσιο από την θέσπιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά των διακρίσεων. Επανέλαβε ότι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων οριοθετούνταν από το νόμο και δεν μπορούσε να παρεκκλίνει από τη νομοθεσία, ιδίως από τους κανόνες δημόσιας τάξης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αυτός ο αποκλεισμός δεν ήταν πλέον ευρέως διαδεδομένος στην τουρκική κοινωνία. Κατά συνέπεια, οι αρχές δεν είχαν εκπληρώσει δεόντως την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν την Necmiye Dimici – των οποίων οι κληρονόμοι ήταν οι προσφεύγοντες – κατά των διακρίσεων λόγω φύλου. Ως καταλληλότερη δίκαιη ικανοποίηση για την παραβίαση που διαπιστώθηκε έκρινε ότι θα ήταν η επανάληψη της διαδικασίας.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 14
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι ο Ahmet Dimici (ο οποίος γεννήθηκε το 1932 και απεβίωσε το 2018), καθώς και οι Necla, Emine και Şaban Yıldırım Dimici, Τούρκοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1955, το 1956 και το 1959 αντίστοιχα.
Ζουν σε διάφορες πόλεις της Τουρκίας.
Οι προσφεύγοντες είναι οι κληρονόμοι της Necmiye Dimici (η οποία ήταν σύζυγος του Ahmet Dimici και μητέρα των τριών άλλων προσφευγόντων) των οποίων ο πατέρας ήταν διαχειριστής του Ιδρύματος Örfioğlu (που ιδρύθηκε το 1536 στο Diyarbakır) μέχρι τον θάνατό του το 1982.
Το Ίδρυμα Örfioğlu έχει σήμερα επίσημη ιδιότητα σύμφωνα με το τουρκικό δίκαιο (vakıf) και ανήκει στην κατηγορία ιδρυμάτων «mülhak». Αυτό σημαίνει ότι διοικείται από τους απόγονους του ιδρυτή.
Τα έσοδά του διατίθενται σε διάφορες φιλανθρωπικές δραστηριότητες και το πλεόνασμα καταβάλλεται στους «απόγονους του ιδρυτή» με βάση τον βαθμό συγγένειάς τους στην ευθεία γραμμή. Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, τα περιουσιακά στοιχεία του Ιδρύματος εκτιμήθηκαν, το 2015, σε περίπου 207 εκατ. ευρώ και τα ετήσια έσοδα ήταν περίπου 3,7 εκατ. ευρώ. Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η Necmiye Dimici στερήθηκε εξαιτίας του φύλου της, των ποσών που κατέβαλε το Ίδρυμα στους απογόνους του ιδρυτή του. Τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν να αναγνωρίσoυν την Necmiye Dimici ως νόμιμο δικαιούχο του πλεονάζοντος εισοδήματος, στηρίζοντας τις αποφάσεις τους αποκλειστικά στις διατάξεις του καταστατικού, το οποίο χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, βάση του οποίου μόνο οι άρρενες απόγονοι δικαιούνταν να λαμβάνουν εισόδημα από το Ίδρυμα.
Στηριζόμενοι στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το Άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι υπήρξαν διακρίσεις λόγω φύλου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το άρθρο 14 μαζί με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της σύμβασης
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Necmiye Dimici δεν είχε δικαίωμα επί του πλεονάζοντος εισοδήματος του Ιδρύματος Örfioğlu, παρά το γεγονός ότι, δεδομένου ότι ήταν άμεσος απόγονος του ιδρυτή, ενώ θα είχε αυτό το δικαίωμα αν ήταν άντρας. Δεν υπήρχε λοιπόν καμία αμφιβολία ότι η εκλιπούσα – των οποίων οι προσφεύγοντες ήταν οι κληρονόμοι τη ς– είχε υποστεί διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου.
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να επιβεβαιώσουν την Necmiye Dimici ως νόμιμη δικαιούχο τους πλεονάσματος εισοδήματος λόγω του φύλου της προέρχονταν από τις διατάξεις του καταστατικού. Σημείωσε επίσης ότι η διάκριση την οποία είχε υποστεί δεν βασίζονταν σε καμία άλλη αιτιολόγηση εκτός από τις επιθυμίες του ατόμου που έκανε το αρχικό καταστατικό, οι οποίες είχαν προκύψει από κοινωνικούς προβληματισμούς και την άποψη για τις γυναίκες που επικρατούσε όταν το ίδρυμα ιδρύθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα.
Επιδιώκοντας να δικαιολογήσει την προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, αναφορικά με μια διαφορά που έπρεπε να εξεταστεί ως διαφορά ιδιωτικού δικαίου, οι επιθυμίες του ιδρυτή ήταν εκείνες που έπρεπε να επικρατήσουν, για λόγους ελευθερίας των συμβάσεων και των προνομίων που συνδέονται με τα δικαιώματα περιουσίας και του συνεταιρίζεσθαι.
Ήταν σαφές ότι το να ακολουθήσει κανείς αυτή τη λογική θα ισοδυναμούσε στην άρνηση ύπαρξης θετικών υποχρεώσεων που απαιτούν από τα κράτη να αποτρέπουν, να θέτουν τέλος και να τιμωρούν διακριτικές πρακτικές. Το γεγονός ότι η διαφορά αφορούσε σχέση μεταξύ ιδιωτών δεν ήταν από μόνη της τέτοια ώστε να απαλλάσσει το Δημόσιο από τις υποχρεώσεις του να λάβει ορισμένα απαραίτητα μέτρα με σκοπό την πρόληψη και την τιμωρία των διακρίσεων μεταξύ ιδιωτών, και ειδικότερα τη καθιέρωση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά των διακρίσεων.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ούτε η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων ούτε η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης της περιουσίας ήταν απόλυτο. Αντίθετα, ρυθμίζονταν και οροθετούνταν από το νόμο και δεν μπορούσαν να παρεκκλίνουν από τη νομοθεσία, ιδίως από τους κανόνες δημόσιας τάξης, και πολύ λιγότερο από το σύνταγμα. Αυτή η προσέγγιση υπαγορεύτηκε από την ιεραρχία των κανόνων.
Σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια απλώς είχαν καθορίσει και στη συνέχεια εφάρμοσαν τις επιθυμίες του ιδρυτή όπως εκφράζονται στο καταστατικό του ιδρύματος, χωρίς να επιδιώκεται η εξέτασή τους υπό το πρίσμα των κανόνων της δημόσιας τάξης. Έτσι, φάνηκε να μην έχουν κάνει καμία προσπάθεια να αξιολογήσουν εάν οι επιθυμίες του ιδρυτή ήταν συμβατές με τη Σύμβαση, το Σύνταγμα ή τη νομοθεσία, αν και οι σχετικές διατάξεις έθεταν σαφώς ένα ζήτημα βάσει της αρχής της μη διάκρισης και της αρχής της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Ούτε τα εθνικά δικαστήρια ούτε η κυβέρνηση είχαν επικαλεστεί έστω ένα επιχείρημα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια κατάσταση όπου οι μεροληπτικές επιθυμίες ενός ατόμου που κάνει χρήση των προνομίων που απορρέουν από το δικαίωμα ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να απολαμβάνουν μεγαλύτερης προστασίας από την αρχή της μη διάκρισης και να υπερισχύσουν έναντι όχι μόνο του Συντάγματος αλλά και μίας από τις αρχές στις οποίες βασίστηκε η Σύμβαση.
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι επιθυμίες του ιδρυτή ήταν σύμφωνες με την ισχύουσα νομοθεσία τη στιγμή που εκφράστηκαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί καθοριστικό για την παρούσα υπόθεση. Πράγματι, η νομιμότητα μιας πρακτικής κατά τον χρόνο υιοθέτησής της δεν μπορούσε από μόνη της να εγγυάται οποιαδήποτε εγκυρότητα ή διαχρονικότητα σε σύγκριση με τα τρέχοντα πρότυπα δημόσιας τάξης και της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, ο Νόμος για την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα ήταν συνεπής με αυτή την προσέγγιση. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, η πρακτική του εν λόγω ζητήματος πηγάζει από κοινωνικές και ηθικές προσεγγίσεις και ένα ξεπερασμένο όραμα του ρόλου των γυναικών που δεν ήταν πλέον ευρέως διαδεδομένες στην τουρκική κοινωνία ή, ευρύτερα, στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Κατά συνέπεια, οι αρχές δεν είχαν εκπληρώσει δεόντως την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν την Necmiye Dimici – των οποίων οι κληρονόμοι ήταν οι προσφεύγοντες – κατά των διακρίσεων λόγω φύλου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το χρονικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης
Το Δικαστήριο έκρινε σημαντικό να διευκρινίσει ότι παρόλο που ερμήνευσε τη Σύμβαση υπό το φως των σημερινών συνθηκών δεν αγνοούσε ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των απογόνων ενός ιδρύματος στο θέμα των κληρονομικών δικαιωμάτων θεωρούνταν για πολλά χρόνια ως επιτρεπτό στην Τουρκία. Θεώρησε ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία ήταν αναγκαστικά εγγενής στο δίκαιο της Σύμβασης, απαλλάσσει το Τουρκικό Κράτος από την επανάληψη νομικών πράξεων ή καταστάσεων που προηγούνται της παρούσας απόφασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταλληλότερη μορφή επανόρθωσης για την παραβίαση που διαπιστώθηκε θα ήταν η επανάληψη της διαδικασίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 375 § 1 Κ.Πολ.Δ.
Θεώρησε επίσης περιττό να προβεί σε επιδικάσεις για ηθική βλάβη και έξοδα και δαπάνες, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν υποβάλει αξιώσεις ως προς αυτό (επιμέλεια echrcaselaw.com).