Απόφαση 1306 / 2011 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1306/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπρόεδρο, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπακωνσταντόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Τ. του Κ. και 2) Κ. Τ. του Α., κατοίκων …, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Χαλκιά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-11-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3776/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 3867/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27-9-2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευφημία Λαμπροπούλου ανέγνωσε την από 24-3-2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος δήλωσε ότι διορθώνεται το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και στην τρίτη σελίδα, στη δεύτερη παράγραφο, αντί του εσφαλμένως αναγραφέντος “υπ’ αριθ. 5472/2005 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών” αναγράφεται το ορθό “υπ’ αριθ. 5472/2005 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών”.
Στη συνέχεια ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.11 περ.γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως παρέχεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, όπως αυτός παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ο αναιρεσείων, επικαλούμενος το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο το οποίο αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε και συγκεκριμένα την 5472/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία οι αναιρεσίβλητοι είχαν κηρυχθεί ένοχοι της αξιόποινης πράξεως της εξυβρίσεως σε βάρος του και την οποία αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα για την απόδειξη των ισχυρισμών του ότι κατά το χρόνο τελέσεως της αδικοπραξίας της σωματικής βλάβης από πρόθεση σε βάρος των αναιρεσιβλήτων τελούσε σε νόμιμη άμυνα και ότι οι αναιρεσίβλητοι ήταν συνυπαίτιοι στην τελεσθείσα σε βάρος τους αδικοπραξία, οι οποίοι (ισχυρισμοί) ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, όπως κατά λέξη αναγράφεται σ’ αυτήν, “όλα τα έγγραφα … που οι διάδικοι νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν”, από την πιο πάνω δε αναφορά της προσβαλλομένης αλλά και από το σύνολο των αιτιολογιών της (και ιδίως από το ότι δέχεται ως αποδεδειγμένο το γεγονός ότι προ του τραυματισμού των αναιρεσιβλήτων ο πρώτος από αυτούς είχε απευθύνει ύβρεις κατά του αναιρεσείοντος) προκύπτει, χωρίς να καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι ελήφθη υπόψη και η ανωτέρω απόφαση, την οποία δεν όφειλε το δικαστήριο να μνημονεύσει ειδικά ούτε δεσμευόταν από τις παραδοχές της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 Α.Κ. προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρεώσεως προς αποζημίωση του παθόντος από αδικοπραξία είναι, εκτός από τη ζημία: α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως και υπαιτίως, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη και γ) να υφίσταται πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας. Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια, ο ορισμός της οποίας δίδεται από τη διάταξη του άρθρου 330 Α.Κ., ενώ ο προσδιορισμός του δόλου έχει αφεθεί στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ.1 Π.Κ., κατά την οποία “με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται” (Α.Π. 608/2010). Περαιτέρω κατά το άρθρο 284 Α.Κ. δεν αποτελεί παράνομη πράξη η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 300 παρ.1 εδ.α Α.Κ. αν αυτός που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση αυτής, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) υποχρέωση, κατ’ αρχήν, προς αποζημίωση, β) συμβολή του ζημιωθέντος στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας του και γ) αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του ζημιωθέντος προς την επέλευση ή την έκταση της ζημίας (Α.Π. 370/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι με αυτήν έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής: “Η αδελφή του πρώτου ενάγοντος και θεία του δευτέρου ενάγοντος Ε. Τ. είχε τελέσει νόμιμο γάμο με τον Σ. Κ., αδελφό του εναγομένου, με τον οποίο είχε ιδιαίτερα προβληματική έγγαμη σχέση και γιαυτό ο μεταξύ τους γάμος ήδη έχει πλέον λυθεί με την υπ’ αριθμόν 6960/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμες αντίθετες αγωγές τους που είχαν ως βάσεις διαφορετικά κλονιστικά της έγγαμης σχέσης τους περιστατικά και θεμελίωναν αυτοτελείς λόγους διαζυγίου. Προ της λύσεως του γάμου αυτού όμως και περί τα τέλη του έτους 2000 ο ανωτέρω Σ. Κ., μετά από αλλεπάλληλες διαμάχες και δικαστικές διενέξεις στις οποίες είχε εμπλακεί με την ως άνω πρώην σύζυγό του, είχε υποχρεωθεί με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων να μετοικήσει από τη συζυγική οικία, στην οποία εκτός από αυτόν και τη σύζυγό του διέμεναν και τα δύο ανήλικα τότε ακόμη τέκνα τους Γ. και Μ., 17 και 16 ετών αντιστοίχως. Προ της αποχωρήσεώς του από την οικογενειακή στέγη και πριν από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της σχετικής αποφάσεως προκλήθηκε σοβαρό επεισόδιο μεταξύ των ανωτέρω συζύγων Σ. Κ. και Ε. Τ. και κατόπιν προσκλήσεως της τελευταίας οι δύο αδελφοί της, ήτοι ο πρώτος ενάγων Α. Τ. και ο αδελφός του Ν. Τ. (τρίτος, μη διάδικος στη δίκη αυτή) μετέβησαν την 6-12-2000 στην ως άνω συζυγική οικία, που ήταν στο …, όπου, αφού κατόρθωσαν να εισέλθουν εντός της οικίας παρά τις αντιρρήσεις του Σ. Κ., μετά από εντάσεις, διαπληκτισμούς και λογομαχίες που προηγήθηκαν, καθώς ο Σ. Κ. προέβαλε άρνηση και δεν επιθυμούσε να αποχωρήσει από την ως άνω οικία, επιτέθηκαν (τα αδέλφια της Ε. Τ. κατά του Σ. Κ.) και στη συμπλοκή που επακολούθησε μεταξύ των ανδρών αυτών, τα δύο αδέλφια της Ε. Τ., γρονθοκοπώντας, τραυμάτισαν (με τα χέρια τους) τον Σ. Κ., στον οποίον προκάλεσαν, ενεργώντας από κοινού και σε συνεννόηση μεταξύ τους, θλαστικό τραύμα και εκδορές δεξιάς μετωπιαίας χώρας, οίδημα αριστεράς ζυγωματικής χώρας, εκδορές δεξιάς τραχηλικής χώρας και ραχιαίας επιφανείας ρινός καθώς και θλάση ΑΜΣΣ, πράξεις άλλωστε για τις οποίες και αμφότεροι καταδικάσθηκαν με την υπ’ αριθμ.8576/4-2-2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Την 7-12-2000, δηλαδή την επομένη ημέρα του προαναφερθέντος επεισοδίου, ο εναγόμενος Ι. Κ., έχοντας περιέλθει σε κατάσταση θυμού και οργής, πληροφορηθείς τα ανωτέρω από τον αδελφό του Σ. Κ., που είχε μεταβεί και αυτός, όπως και ο εναγόμενος, στην πατρική τους οικία, ευρισκόμενη πλησίον της οικίας των εναγόντων στο … και απέχουσα περί τα 80-100 περίπου μέτρα, μετέβη στο κατάστημα τεντοποιίας του πρώτου ενάγοντος Α. Τ., το οποίο κείται επί της Λεωφ. …, πλησίον της παραπλεύρως κειμένης οικίας του, έχοντας προαποφασίσει να εκδικηθεί, προκαλώντας και αυτός τραυματισμό στον πρώτο ενάγοντα και σε τυχόν συγγενείς του για τον ξυλοδαρμό που ο τελευταίος προκάλεσε την προηγούμενη ημέρα στον αδελφό του Σ. Κ.. Για τον σκοπό αυτό ο εναγόμενος, -ο οποίος σημειωτέον ήταν ένας καλογυμνασμένος (πρώην ενεργός αθλητής της δισκοβολίας από τους καλλίτερους του αθλήματος με μακρόχρονη εκγύμναση),….- καθώς ξεκίνησε από την πατρική του οικία για να μεταβεί στο κατάστημα του πρώτου ενάγοντος δεν ήταν άοπλος, όπως αβασίμως ο ίδιος υποστηρίζει, αλλ’ αντιθέτως ήταν εφοδιασμένος (εξοπλισμένος) με σιδηρολοστό (σιδερένιο ρόπαλο) μήκους 82 εκατοστών του μέτρου που κρατούσε στα χέρια του και είχε κρυμμένο πίσω από την πλάτη του, καθώς και με ένα μαχαίρι που είχε μαζί του κρυμμένο στην τσέπη του παντελονιού του, όταν έφθασε δε έξω από το κατάστημα του πρώτου ενάγοντος και ο τελευταίος αντιλήφθηκε την παρουσία του, αφού ο εναγόμενος του φώναξε και εξήλθε του καταστήματός του, αρχικά έγινε ανταλλαγή λεκτικών μεταξύ τους διαπληκτισμών και απευθύνθηκαν ύβρεις εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος, οπότε ο εναγόμενος επιτέθηκε κατά του πρώτου ενάγοντος και με τον παραπάνω σιδηρολοστό που κρατούσε στα χέρια του κτύπησε με δύναμη τον ενάγοντα στο κεφάλι και στο σώμα του. Τότε ο πρώτος ενάγων κάλεσε σε βοήθεια φωνάζοντας δυνατά, οπότε προσέτρεξε προς βοήθεια ο υιός του, δεύτερος ενάγων, που ευρίσκετο εντός της όπισθεν του καταστήματος του πρώτου ενάγοντος οικίας τους και ο εναγόμενος, αντιληφθείς την παρουσία του δευτέρου ενάγοντος, εγκατέλειψε τον πρώτο ενάγοντα και τράπηκε σε φυγή, κατευθυνόμενος προς την ευρισκόμενη σε απόσταση περίπου 80-100 μέτων από το κατάστημα του πρώτου ενάγοντος πατρική οικία του. Ο δεύτερος ενάγων τον ακολούθησε καταδιώκοντάς τον και μόλις τον πλησίασε, ο εναγόμενος επιτέθηκε και κατ’ αυτού και τον έπληξε με το ίδιο παραπάνω σιδερένιο ρόπαλο, καταφέρνοντας κτυπήματα στο πρόσωπο και στο κεφάλι του, ενώ με το μαχαίρι που έβγαλε από την τσέπη του τον τραυμάτισε στη μύτη. Εν τω μεταξύ ο πρώτος ενάγων, ο οποίος είχε συνέλθει μερικώς από τα κτυπήματα που είχε δεχθεί από τον εναγόμενο, έσπευσε να συνδράμει τον υιό του, δεύτερο ενάγοντα, ο οποίος ήταν αιμόφυρτος, πεσμένος επί του οδοστρώματος και υφίστατο ήδη την ως άνω επίθεση από τον εναγόμενο. Όταν όμως ο πρώτος ενάγων πλησίασε τον εναγόμενο και επιχείρησε να του αποσπάσει τον σιδηρολοστό που κρατούσε στα χέρια του, δέχθηκε νέα κτυπήματα από τον εναγόμενο με τον σιδηρολοστό στο κεφάλι και σε διάφορα μέρη του σώματός του και επί πλέον ο εναγόμενος με το μαχαίρι που είχε τραυμάτισε τον πρώτο ενάγοντα στον αγκώνα του αριστερού του χεριού. Μετά από τα νέα αυτά κτυπήματα ο πρώτος ενάγων απώλεσε πλήρως τις αισθήσεις του και έπεσε αναίσθητος στο οδόστρωμα της οδού …, όπου ήταν ήδη πεσμένος αιμόφυρτος και ο υιός του, δεύτερος ενάγων, ενώ ο εναγόμενος, ο οποίος αρχικά έσπευσε να εισέλθει εντός της πατρικής οικίας του, στη συνέχεια αποχώρησε από αυτήν και απομακρυνθείς κρύφθηκε σε άγνωστο μέρος, φοβούμενος για τις συνέπειες των πράξεών του και για να αποφύγει τη διαδικασία του αυτοφώρου, αφού αναζητήθηκε μεν αλλά δεν ανευρέθηκε από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Αμφότεροι οι ενάγοντες αμέσως μετά τον ως άνω τραυματισμό τους διακομίσθηκαν με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο Τζάνειο Πειραιώς. Στη συνέχεια, αφού εξετάσθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία της Β’ Χειρουργικής Κλινικής του νοσοκομείου τούτου, διαπιστώθηκε ότι ο μεν πρώτος ενάγων είχε υποστεί απώλεια συνειδήσεως χωρίς περιτραυματική αμνησία, κάκωση κεφαλής με θλαστικά τραύματα τριχωτού κεφαλής και στην αριστερή κροταφική χώρα από αμβλύ όργανο, ισχυρή θλάση και κάκωση αριστερού αντιβραχίου με ρωγμώδες κάταγμα, θλαστικό τραύμα στην ινιακή χώρα, ενώ κατόπιν ακτινολογικού ελέγχου διαπιστώθηκε ότι έφερε και κάταγμα έβδομης πλευράς δεξιά, ο δε δεύτερος ενάγων είχε υποστεί ισχυρή θλάση ρινός με θλαστικά τραύματα από τέμνον όργανο, κάταγμα ρινικών οστών, ενώ έφερε θλαστικά τραύματα και κακώσεις στο τριχωτό της κεφαλής του από αμβλύ όργανο, εκτεταμένα θλαστικά τραύματα στον βρεγματοϊνιακό χώρο, θλάση, εκχύμωση και οίδημα στο αριστερό βλέφαρο και εκδορά αριστερού αγκώνος. Οι ενάγοντες υποβλήθηκαν αμέσως σε χειρουργικές επεμβάσεις και χειρουργική συρραφή όλων των θλαστικών ανοικτών τραυμάτων τους, παρέμειναν δε προς παρακολούθηση στη Μονάδα Βραχείας Νοσηλείας του παραπάνω νοσοκομείου επί ένα περίπου εξάωρο και στη συνέχεια εξήλθαν από το νοσοκομείο αυτό. Ακολούθως την 11-12-2000 οι ενάγοντες εξετάσθηκαν στο ιατρείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών από τον αρμόδιο ιατροδικαστή Φ. Κ., ο οποίος επελήφθη της εξετάσεώς τους κατόπιν σχετικής έγγραφης παραγγελίας του αρμοδίου Αστυνομικού Τμήματος που είχε αναλάβει τη διερεύνηση των συνθηκών του τραυματισμού των εναγόντων. Σύμφωνα δε με τη συνταχθείσα από τον παραπάνω ιατροδικαστή και με αριθμό πρωτ. 8337/11-12-2000 ιατροδικαστική έκθεση, ο μεν πρώτος ενάγων έφερε “θλαστικό τραύμα επί της δεξιάς μετωπιαίας χώρας χειρουργικώς συρραφέν, θλαστικό τραύμα επί της αριστεράς κροταφικής χώρας χειρουργικώς συρραφέν, θλαστικό τραύμα επί της ινιακής χώρας χειρουργικώς συρραφέν, οίδημα πέριξ των θλαστικών τραυμάτων, ισχυρά θλάση επί του αριστερού αγκώνος μετά ρωγμώδους κατάγματος μόλις διακρινομένου, οίδημα και εκχύμωση επί της ωλενίου επιφανείας της αριστεράς άκρας χειρός, ταινιοειδή εκχύμωση επί των ισχίων, ισχυρά θλάση επί του δεξιού ημιθωρακίου”, ήτοι κακώσεις που χαρακτηρίσθηκαν με την ίδια ιατροδικαστική έκθεση ως “βαρεία σωματική βλάβη που προκλήθηκε δια θλώντος αμβλέος οργάνου”, ο δε δεύτερος ενάγων, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 8338/11-12-2000 ιατροδικαστική έκθεση που και αυτή συντάχθηκε από τον ίδιο παραπάνω ιατροδικαστή, έφερε “ισχυρά θλάση ρινός μετά θλαστικού τραύματος χειρουργικώς συρραφέντος και κατάγματος των ρινικών οστών, ενώ προς τούτο έφερε επίδεση και πρόσθιο επιπωματισμό προς επίσχεση ρινορραγίας, εκτεταμένο θλαστικό τραύμα επί της μέσης βρεγματοϊνιακής χώρας μετά οιδήματος χειρουργικώς συρραφέντος, θλάση, εκχύμωση και οίδημα επί του κάτω βλεφάρου του αριστερού οφθαλμού”, δηλαδή κακώσεις που χαρακτηρίσθηκαν από την ίδια ιατροδικαστική έκθεση ως “ελαφρά σωματική βλάβη που προκλήθηκε δια θλώντος-αμβλέος οργάνου”. Αποκλειστικά υπαίτιος για τον άνω τραυματισμό αμφοτέρων των εναγόντων και για τις σωματικές κακώσεις που προκλήθηκαν σ’ αυτούς είναι ο εναγόμενος, ο οποίος εκ προθέσεως προξένησε υπαιτίως σε βάρος τους τις κακώσεις αυτές, αφού ο ίδιος προκάλεσε το όλο επεισόδιο χωρίς να προκληθεί από τους ενάγοντες με τη μετάβασή του έξω από το κατάστημα του πρώτου ενάγοντος τον οποίον κάλεσε να εξέλθει του καταστήματός του με αποκλειστικό σκοπό να του επιτεθεί και να τον τραυματίσει. Η πρόθεση του εναγομένου να τελέσει τις προαναφερόμενες σωματικές κακώσεις σε βάρος των εναγόντων που συνιστούν αδικοπρακτική εκ μέρους του συμπεριφορά (αδικοπραξία) επαληθεύεται πλήρως από το γεγονός ότι κατά τη μετάβασή του στο κατάστημα του πρώτου ενάγοντος έφερε μαζί του σιδερένιο ρόπαλο (σιδηρολοστό) και μαχαίρι, δηλαδή αντικείμενα πρόσφορα για επίθεση, η κατοχή των οποίων δεν δικαιολογείται παρά του εναγομένου και τα οποία χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του τελευταίου, ήτοι το ότι, όπως αβασίμως υποστηρίζει, δέχθηκε συνδυασμένη και προμελετημένη επίθεση από τους ενάγοντες, εκ των οποίων ο πρώτος ενάγων κρατούσε στα χέρια του ένα σιδηρολοστό μήκους 80 εκατοστών, ακολουθούμενος από τον δεύτερο ενάγοντα που είχε στα χέρια του ξύλινο ρόπαλο μήκους 70-80 εκατοστών, το ότι κατόπιν αυτών έτρεξε να σωθεί κατευθυνόμενος προς την πατρική του οικία πλην όμως οι ενάγοντες τον κατεδίωξαν, ο δε δεύτερος ενάγων ως νεότερος τον πρόφθασε πριν εισέλθει στην πατρική του οικία και επιχείρησε να τον χτυπήσει με το ξύλινο ρόπαλο αλλά απέτυχε γιατί ο ίδιος μετακινούμενος καταλλήλως απέφυγε σοβαρό χτύπημα, αμυνόμενος δε και προσπαθώντας να αποφύγει και δεύτερο χτύπημα απώθησε με όλη του τη δύναμη προς τα όπισθεν τον δεύτερο ενάγοντα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να απωλέσει την ισορροπία του και να πέσει με το πρόσωπο στο πίσω μέρος του προφυλακτήρα σταθμευμένου αυτοκινήτου και στη συνέχεια να χτυπήσει το κεφάλι του στη γωνία του πεζοδρομίου, περαιτέρω δε προκειμένου να αποκρούσει άμεση και επικείμενη απειλή της ζωής του, καθώς δέχθηκε επίθεση από τον πρώτο ενάγοντα που επιχείρησε να τον σκοτώσει κατεβάζοντας με δύναμη σιδηρολοστό στο κεφάλι του έξω από το σπίτι του και ενώ φώναζε στη μητέρα του να του ανοίξει την πόρτα, κατόρθωσε και απέφυγε τα χτυπήματα και του πρώτου ενάγοντος και για να τον ανακόψει τον χτύπησε με γροθιές στο πρόσωπο, εξαιτίας των οποίων (γρονθοκοπημάτων) ο πρώτος ενάγων απώλεσε την ισορροπία του και παραπατώντας έπεσε με το κεφάλι του στα μαρμάρινα σκαλοπάτια διπλανής σε σχέση με την πατρική του οικία θύρας. Με βάση όμως τα προαναφερθέντα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πρέπει να απορριφθούν οι αποτελούντες και λόγους εφέσεως ισχυρισμοί του εναγομένου-εκκαλούντος περί του ότι ο ίδιος ήταν σε νόμιμη άμυνα διότι κατά τους αβάσιμους ισχυρισμούς του “ήταν εντελώς άοπλος και ουδεμία πρόθεση είχε να συμπλακεί με τους ενάγοντες αλλά αντιθέτως δέχθηκε αναίτια και απρόκλητη-προμελετημένη ένοπλη επίθεση από αυτούς και αμυνόμενος δεν υπερέβη τα νόμιμα όρια αμύνης”, καθώς ομοίως και οι ισχυρισμοί του περί “συνυπαιτιότητας κατά 90% των εναγόντων, οι οποίοι παράνομα και υπαίτια συνετέλεσαν λόγω συντρέχοντος δικού τους πταίσματος στον τραυματισμό τους”, ενόψει μάλιστα του ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εκ μέρους του εναγομένου οργή και αγανάκτηση από το προαναφερθέν στην αρχή του σκεπτικού επεισόδιο που έλαβε χώρα την προηγούμενη ημέρα και τούτο διότι αφενός μεν αυτό δεν είχε γίνει ενώπιόν του και αφορούσε στον αδελφό του, αφετέρου δε είχε μεσολαβήσει διάστημα πολλών ωρών, που σε κάθε περίπτωση καθιστούν μη εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.3 Π.Κ. και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η πράξη του πρώτου ενάγοντος δεν τελέσθηκε ούτε σε βάρος του ούτε ενώπιόν του την 7-12-2000, ημέρα τελέσεως της αδικοπραξίας του εναγομένου εις βάρος των εναγόντων”. Με αυτές τις παραδοχές το εφετείο, αφού απέρριψε και την ένσταση του αναιρεσείοντος για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατά ένα μέρος της η αγωγή των αναιρεσιβλήτων και είχε υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να τους καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση τα ποσά των 5.720 και 3.450 ευρώ αντίστοιχα, έκανε δεκτή κατά ένα μέρος της την αγωγή και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους για τις πιο πάνω αιτίες τα ποσά των 12.720 και 10.450 ευρώ αντίστοιχα. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 284, 300, 330 και 914 Α.Κ., διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα κρίσιμα ζητήματα: α) της τελέσεως αδικοπραξίας από τον αναιρεσείοντα σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, αφού διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία της, όπως αυτά αναφέρονται στην αρχή αυτής της σκέψεως, β) της μη συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος περιπτώσεως αμύνης και γ) της μη συνδρομής συνυπαιτιότητας των αναιρεσιβλήτων στην τελεσθείσα σε βάρος τους αδικοπραξία.
Συνεπώς οι πρώτος, κατά τα δεύτερο και τρίτο σκέλη του και δεύτερος λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων, επικαλούμενος το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Εξάλλου κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.β Κ.Πολ.Δ. η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, δηλαδή όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι δε και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της υπάρξεως ή μη πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (Ολ.Α.Π. 10/2005, Α.Π. 218/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων, επικαλούμενος το άρθρο 559 αριθ.1 εδ.β Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι οι παραδοχές της παραβιάζουν τα διδάγματα της κοινής πείρας αφού εσφαλμένα τα ερμηνεύουν διότι, αφού δέχεται ότι οι αναιρεσίβλητοι τον κυνήγησαν τουλάχιστον 80 μέτρα και αυτός έτρεχε να φθάσει στην πατρική του κατοικία, θα έπρεπε εύλογα, κατά λογική συνέπεια και βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να δεχθεί ότι αυτός, για να τρέχει εναγωνίως να σωθεί, δεν ήταν ένοπλος αλλά άοπλος και ένοπλοι ήταν οι αναιρεσίβλητοι και συνεπώς θα έπρεπε να δεχθεί ότι αυτός δεν τραυμάτισε υπαίτια και εκ προθέσεως τους αναιρεσιβλήτους αλλά αμυνόμενος στην ένοπλη επίθεση που δέχθηκε από αυτούς και ότι έτσι θα έπρεπε να υπαγάγει αυτά τα ορθά παραπάνω πορίσματα των διδαγμάτων της κοινής πείρας στο άρθρο 284 Α.Κ. περί αμύνης του και όχι θετικά αλλά αρνητικά στο άρθρο 914 Α.Κ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι η επικαλούμενη παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας δεν αφορά την ερμηνεία κανόνων δικαίου, ήτοι των διατάξεων των άρθρων 284 και 914 Α.Κ. τις οποίες επικαλείται ο αναιρεσείων, ή την υπαγωγή αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στους πιο πάνω κανόνες δικαίου (στα άρθρα 284 και 914 Α.Κ.), αλλά εσφαλμένη χρησιμοποίηση διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη διαπίστωση της υπάρξεως ή μη πραγματικών περιστατικών, η οποία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή αυτής της σκέψεως, δεν θεμελιώνει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.β Κ.Πολ.Δ. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-9-2009 αίτηση για αναίρεση της 3867/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουλίου 2011.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2011.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ