Με το άρθρο 3 της τροπολογίας που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο προστασίας του πολίτη, προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση διατήρηση της αρμοδιότητας της Ελληνικής Αστυνομίας για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, καθώς και την επικύρωση αντιγράφων μιας σειράς εγγράφων στις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος είναι κρατούμενος και όπου απαιτείται να προσκομισθεί έγγραφο των Υπηρεσιών ή αντίγραφό τους ή έγγραφο που βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής κρατουμένου των υπηρεσιών αυτών σε έδαφος άλλου κράτους.
Αιτιολογική
Άρθρο 3: Με την αξιολογούμενη ρύθμιση οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας επιφορτίζονται με τη διαδικασία βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής και την επικύρωση αντιγράφων μόνο στις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος είναι κρατούμενος των υπηρεσιών αυτών ή απαιτείται να προσκομισθεί έγγραφο των Υπηρεσιών ή αντίγραφό τους ή έγγραφο με το οποίο βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής κρατουμένου των υπηρεσιών αυτών σε έδαφος άλλου κράτους.
Άρθρο 3: Με την εφαρμογή του άρθρου 22 του ν. 4937/2022 (Α’ 106) που τροποποίησε τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 11 του ν. 2690/1999 (Α’ 45), οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας έπαυσαν να βεβαιώνουν το γνήσιο υπογραφής κάθε ενδιαφερομένου και να επικυρώνουν αντίγραφα μιας σειράς εγγράφων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξυπηρετηθούν πλέον, για τις προαναφερόμενες διαδικασίες, οι κρατούμενοι σε υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας από τα οικεία όργανά της και να χρειάζεται να απευθύνονται σε όργανα άλλων διοικητικών αρχών και τα Κ.Ε.Π..
Προτεινόμενη διάταξη
Άρθρο 3
Περιπτώσεις κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητας των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων -Τροποποίηση άρθρου 11 ν. 2690/1999
Στο άρθρο 11 του ν. 2690/1999 (Α’ 45) προστίθεται παρ. 4 ως προς τις περιπτώσεις που οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας παραμένουν αρμόδιες για τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου και την επικύρωση αντιγράφων εγγράφων και το άρθρο 11 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 11
Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής – Επικύρωση των αντιγράφων
1. Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου γίνεται, από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή από τα Κ.Ε.Π., εκτός από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει του δελτίου ταυτότητας ή των αντίστοιχων εγγράφων που προβλέπονταιστο άρθρο 3. Δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου, όταν προσέρχεται αυτοπροσώπως για υποθέσεις του στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα ή τα Κ.Ε.Π., προσκομίζοντας το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα πρωτότυπα έγγραφα. Στις περιπτώσεις που ο νόμος απαιτεί βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου, αρκεί η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή η εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του ενδιαφερομένου, εφόσον το έγγραφο διακινείται ηλεκτρονικά.
2. α. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται στο Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα Δικαστήρια όλων των βαθμών, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α’ 314), καθώς και στα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α..
β. Δεν υφίσταται πλέον η υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων, με την επιφύλαξη της περ. δ’ και των εγγράφων που προσκομίζονται για δικαστική χρήση, που έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α’ ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων αυτών από τους ενδιαφερομένους για το σύνολο των συναλλαγών τους με τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α’. Αντί πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α’, ευκρινή φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που εκδόθηκαν από τις υπηρεσίες και τους φορείς αυτούς ή των ακριβών αντιγράφων τους. Ομοίως, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά ευκρινή φωτοαντίγραφα από αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, καθώς και ευκρινή φωτοαντίγραφα από τα πρωτότυπα όσων ιδιωτικών εγγράφων φέρουν θεώρηση από υπηρεσίες και φορείς της περ. α’. Ομοίως, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά ευκρινή φωτοαντίγραφα από αντίγραφα εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές και έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο. Οι υπηρεσίες και οι φορείς στους
οποίους κατατίθενται φωτοαντίγραφα, κατά τα ανωτέρω, υποχρεούνται να διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο προκειμένου να εξακριβώσουν την ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονται σε αυτά, σε τουλάχιστον (5%) των φωτοαντιγράφων που υποβλήθηκαν κατά το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ιδίως ζητώντας τη συνδρομή των υπηρεσιών ή των φορέων που εξέδωσαν τα πρωτότυπα. Τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου εν συνεχεία κοινοποιούνται στην καθ’ ύλην αρμόδια οργανική μονάδα του Υπουργείου Εσωτερικών. Εάν διαπιστωθεί κατά τον υποχρεωτικό ή άλλο έλεγχο ότι υποβλήθηκαν αλλοιωμένα φωτοαντίγραφα, εκτός από τις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α’ 75) και που επιβάλλονται στον ενδιαφερόμενο, εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται αυστηρότερα από άλλη ποινική διάταξη, η διοικητική ή άλλη πράξη, για την έκδοση της οποίας υποβλήθηκαν τα φωτοαντίγραφα αυτά, ανακαλείται αμέσως.
γ. Οι διοικητικές αρχές και τα Κ.Ε.Π., εκτός από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής (όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 2690/1999 (Α’ 45), που το εξέδωσε, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος. Αντίγραφα των ανωτέρω επικυρώνονται και από δικηγόρους ή συμβολαιογράφους, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση των λειτουργημάτων τους. Ομοίως, οι διοικητικές αρχές και τα Κ.Ε.Π., εκτός από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων ή εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές, τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος.
δ. Η απαίτηση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων, που έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α’, όταν προβλέπεται ρητά από την κείμενη νομοθεσία, καταργείται με την παρέλευση τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Εντός του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του κάθε φορά αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζεται, κατά περίπτωση, η διατήρηση της απαίτησης υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων σε διαδικασίες, εφόσον το επιβάλλουν εξαιρετικοί λόγοι, που αναφέρονται ρητώς σε αυτήν.
ε. Για τα αντίγραφα των φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) που έχουν προέλθει από πρωτότυπο ΦΕΚ σε έντυπη μορφή ή από ΦΕΚ σε ηλεκτρονική μορφή που έχει καταχωριστεί στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, ισχύουν ανάλογα οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού. Η προθεσμία της παρ. δ’ του άρθρου 1 του ν. 4250/2014, όσον αφορά τα ΦΕΚ, ισχύει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
στ. Με την επιφύλαξη της περ. δ’, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται κάθε ειδική ή γενική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις αυτού.
3. Τα ηλεκτρονικά έγγραφα υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 13 έως 15 του ν. 4727/2020 (Α’ 184).
4. Οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας υπάγονται στην περ. γ’ της παρ. 2 αποκλειστικά και μόνο αν: α) ο ενδιαφερόμενος είναι κρατούμενος των υπηρεσιών αυτών ή β) απαιτείται να προσκομισθεί έγγραφο των Υπηρεσιών ή αντίγραφό τους ή έγγραφο με το οποίο βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής κρατουμένου των υπηρεσιών αυτών σε έδαφος άλλου κράτους. Με διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας καθορίζονται ο τρόπος, η διαδικασία, το αρμόδιο προσωπικό και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας».
Αθήνα,25 Ιουλίου 2022