Το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου υπαγορεύει την παραμονή του κοντά στον πατέρα του, ο οποίος στάθηκε δίπλα του από την γέννησή του φροντίζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για όλα τα θέματα που το αφορούν (εκπαίδευση, διαμονή, υγεία, διατροφή, συναισθηματική υποστήριξη), σε αντίθεση με την μητέρα που ήταν απούσα
Με πρόσφατη απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών ανέθεσε αποκλειστικά την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στον ενάγοντα πατέρα του, κάνοντας δεκτή την αγωγή του τελευταίου (ΜΠρΠατρών 384/2022).
Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι το συμφέρον του ανήλικου επιβάλλει, όπως η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανατεθεί οριστικά πλέον στον ενάγοντα πατέρα του, ο οποίος έχει τα ανάλογα προσόντα ν’ ανταποκριθεί στο λειτουργικό αυτό καθήκον.
Αρχικά, το δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα που υπέβαλλε η εναγομένη με τις προτάσεις της περί καθορισμού αυτεπαγγέλτως των ημερών και ωρών επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο της.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς παρά μόνο ύστερα από αίτηση (αγωγή, ανταγωγή κ.λπ.) από το πρόσωπο που είναι ικανό και νομιμοποιείται γι’ αυτό, ενώ σε περίπτωση έλλειψης αίτησης η απόφαση που εκδίδεται είναι άκυρη, στο δε άρθρο 111 ΚΠολΔ προβλέπεται η αρχή της προδικασίας, η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό του αντικειμένου της δίκης, ώστε να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός του αντιδίκου και να είναι αυτός σε θέση να προετοιμάσει την άμυνα του κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Στην έννοια δε αυτή της προδικασίας υπάγεται η έγγραφη αποτύπωση στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας, ώστε δεν μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά με τις προτάσεις αυτοτελές αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας και σε περίπτωση που τυχόν υποβληθεί με τον τρόπο αυτό έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτης ανεξαρτήτως βλάβης.
Ακολούθως, το δικαστήριο έκρινε ότι το συμφέρον του ως άνω ανηλίκου, όχι μόνο το ψυχικό, αλλά και το σύνολο της διαμορφώσεως της παιδικής του προσωπικότητας, υπαγορεύει την παραμονή του κοντά στον ενάγοντα πατέρα του, ο οποίος στάθηκε δίπλα του από την γέννησή του μέχρι σήμερα, φροντίζοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για όλα τα θέματα που το αφορούν (εκπαίδευση, διαμονή, υγεία, διατροφή, συναισθηματική υποστήριξη κ.λπ.).
Αντιθέτως, η εναγομένη μητέρα του ήταν απούσα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι και σήμερα, επιδεικνύοντας μία συμπεριφορά που προκαλεί στο τέκνο της ανασφάλεια και φόβο.
Περαιτέρω, το δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο ενάγων πατέρας τρέφει αισθήματα αγάπης για το ανήλικο τέκνο του, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανός και άξιος να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, ενώ και το τέκνο του είναι συναισθηματικά δεμένο μαζί του.
Επιπρόσθετα, δέχθηκε ότι οι γονείς αλλά και η αδερφή του ενάγοντος καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που ασκεί την επιμέλεια και την φροντίδα του προσώπου της ο ενάγων τυγχάνουν συνοδοιπόροι του και πολύτιμοι βοηθοί του στην ανατροφή του τέκνου του έχοντας δημιουργήσει άπαντες ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον προσπαθώντας να αναπληρώσουν την απουσία της εναγομένης.
Απόσπασμα απόφασης
Με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1514 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων γίνεται από το δικαστήριο, ενώ ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται ενδεικτικά («ιδίως»), οι περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της, ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Ένας τρόπος (λειτουργικής) κατανομής της γονικής μέριμνας συνιστά η ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπολοίπων (διοίκηση, περιουσία, εκπροσώπηση) στην από κοινού άσκηση.
Αν η άσκηση της γονικής μέριμνας μοιραστεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασης τους, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια αποφασίζει μόνος του για τα καθημερινά θέματα του τέκνου, δεν μπορεί, όμως, κατ’ άρθρο 1519 ΑΚ να αποφασίζει μόνος του για θέματα που επηρεάζουν καίρια τη ζωή του τέκνου, ήτοι για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για σημαντικά ζητήματα της υγείας του, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση των γονέων, διότι η κρίση για σημαντικά ζητήματα παραμένει στο πυρήνα της γονικής μέριμνας, που εν προκειμένω ανήκει και στους δύο.
Ωστόσο, ως προς τα τελευταία αυτά ζητήματα, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση, αν ο γονέας που δεν ασκεί την επιμέλεια αδυνατεί για νομικούς ή πραγματικούς λόγους να συμπράξει ακόμα και ως προς τα καίρια αυτά ζητήματα, τότε και ανατίθενται αποκλειστικά στον έτερο γονέα (άρθρ. 1519 εδ. β’ σε συνδυασμό με άρθρο 1510 τελ. εδάφιο).
Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα, το οποίο (βέλτιστο συμφέρον) εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεων του με καθέναν από αυτούς, Ο όρος «βέλτιστο συμφέρον» κατ’ ουσίαν, αποδίδει την ισχύουσα έννοια του «συμφέροντος του τέκνου», ο οποίος, όπως έχει εξειδικευθεί από τη νομολογία, δεν είναι δεκτικός διαβαθμίσεων και συνεπώς η εν λόγω ρύθμιση δεν εισάγει ουσιαστική/εννοιολογική διαφοροποίηση, αλλά μόνο λεκτική/ορολογική.
Ως συμφέρον του τέκνου νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και, γενικότερα, κάθε είδους συμφέρον το οποίο αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας παρέχονται για πρώτη φορά από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 ΑΚ, η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωση του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από τον νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς ωστόσο, να δεσμεύουν το δικαστήριο ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτηση τους στο σύνολο τους.
Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το βέλτιστο συμφέρον του συγκεκριμένου ανηλίκου τέκνου με κριτήρια αξιολογικά, τα οποία αντλούνται, μεταξύ άλλων, και από τα πορίσματα της ψυχολογίας (ΜονΠρωτΘεσ 16113/2021 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.