Ελευθερία εγκατάστασης – Οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος – Ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Υποχρέωση προσφοράς των προγραμμάτων σπουδών στην επίσημη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους – Προάσπιση και προώθηση της επίσημης γλώσσας κράτους μέλους
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 7-09-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η υποχρέωση παροχής προγραμμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους μπορεί να συνάδει με την ελευθερία εγκατάστασης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Είκοσι μέλη του λεττονικού Κοινοβουλίου υπέβαλαν αίτηση ενώπιον του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Λεττονία). Με την αίτηση αυτή ζήτησαν να ελεγχθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, και το άρθρο 56, παράγραφος 3, του λεττονικού νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και το σημείο 49 των μεταβατικών διατάξεων του νόμου αυτού συνάδουν προς το λεττονικό Σύνταγμα, και ιδίως προς τα άρθρα 1, 105 και 112 του Συντάγματος.
Οι αιτούντες της κύριας δίκης ισχυρίστηκαν συναφώς ότι οι διατάξεις του εθνικού νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θίγουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν στα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να προάγουν και να αναπτύσσουν την επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Λεττονίας, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις δυνατότητες των ιδρυμάτων αυτών να προσφέρουν προγράμματα σπουδών σε ξένη γλώσσα, θίγουν την αυτονομία τους καθώς και την ακαδημαϊκή ελευθερία του διδακτικού προσωπικού και των φοιτητών τους.
Εξάλλου, περιορίζεται και το δικαίωμα των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να ασκούν εμπορική δραστηριότητα και να παρέχουν, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με την άδεια που έχουν λάβει.
Επιπλέον, κατά τους αιτούντες, οι ίδιες διατάξεις αντιβαίνουν στην αρχή της νομιμότητας, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 1 του λεττονικού Συντάγματος, καθότι τα πρόσωπα που συνέστησαν ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επέδειξαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι θα μπορούσαν να αποκομίσουν κέρδος από τη λειτουργία των ιδρυμάτων των οποίων είναι ιδιοκτήτες.
Επομένως, δημιουργώντας κωλύματα για την είσοδο στην αγορά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εμποδίζοντας τους υπηκόους και τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών να παρέχουν υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ξένη γλώσσα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, και το άρθρο 56, παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και το σημείο 49 των μεταβατικών διατάξεων του εν λόγω νόμου θίγουν την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, που κατοχυρώνονται αντιστοίχως στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, καθώς και την επιχειρηματική ελευθερία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη.
Το λεττονικό Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι οι διατάξεις αυτές είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 1, 105 και 112 του λεττονικού Συντάγματος, καθόσον δεν συνιστούν περιορισμό των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι επίμαχες διατάξεις δεν περιορίζουν τα δικαιώματα των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθότι το δικαίωμα στην εκπαίδευση καλύπτει μόνον την προστασία των δικαιωμάτων των σπουδαστών. Οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν ούτε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν διασφαλίζει κανένα δικαίωμα των ιδιωτών να αποκομίζουν κέρδη.
Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα ως άνω δικαιώματα περιορίζονται, ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από τον νόμο και αποσκοπεί στην επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού, υπό το πρίσμα του οποίου ο περιορισμός είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας.
Το λεττονικό Κοινοβούλιο εκτίμησε επιπλέον ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιορίζει την εξουσία των κρατών μελών να θεσπίζουν τους αναγκαίους κανόνες στον τομέα της εκπαίδευσης για την προστασία των συνταγματικών αξιών τους. Επομένως, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν υποχρεούται να διασφαλίζει ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να παρέχεται σε γλώσσα διαφορετική από την επίσημη γλώσσα της.
Τέλος, το άρθρο 56 παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προβλέπει ειδικές διατάξεις για τη λειτουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις γλώσσες της Ένωσης και δεν αποκλίνει από τον σκοπό της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού χώρου εκπαίδευσης.
Στις 11 Ιουνίου 2020 το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) εξέδωσε απόφαση με την οποία αποφάσισε να χωρίσει την εξέταση της υπόθεσης της κύριας δίκης που είχε επιληφθεί σε δύο μέρη.
Αφενός, εκτιμώντας ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, και το άρθρο 56 παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και το σημείο 49 των μεταβατικών διατάξεων του νόμου αυτού ρυθμίζουν έναν τομέα ο οποίος, δυνάμει του άρθρου 165 ΣΛΕΕ, υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και ότι δεν είναι εξάλλου ευκταίο η ενδεχόμενη προδικαστική παραπομπή ενώπιον του Δικαστηρίου να αφήνει εκκρεμές το ζήτημα αν οι εν λόγω διατάξεις του λεττονικού δικαίου είναι σύμφωνες προς το λεττονικό Σύνταγμα, το αιτούν δικαστήριο αποφάνθηκε επί της συμβατότητας των εν λόγω διατάξεων προς τα άρθρα 112 και 113.
Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι σύμφωνο προς το λεττονικό Σύνταγμα. Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι, αντιθέτως, το άρθρο 56, παράγραφος 3, του νόμου αυτού και το σημείο 49 των μεταβατικών διατάξεών του, στο μέτρο που οι μεταβατικές αυτές διατάξεις εφαρμόζονται στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στο διδακτικό προσωπικό τους και στους σπουδαστές, δεν είναι σύμφωνα προς τα άρθρα 112 και 113 του λεττονικού Συντάγματος.
Αφετέρου, όσον αφορά τη συμβατότητα του άρθρου 5, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, και του άρθρου 56, παράγραφος 3, του νόμου για τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και του σημείου 49 των μεταβατικών διατάξεων του νόμου αυτού προς τα άρθρα 1 και 105 του λεττονικού Συντάγματος, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης της κύριας δίκης. Συναφώς, εκτίμησε ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 105 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκατάστασης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και ότι είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της εν λόγω θεμελιώδους ελευθερίας.
Το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι, μολονότι προκύπτει, αφενός, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ ότι η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών, μια από τις εκφάνσεις της οποίας είναι η επίσημη γλώσσα, και, αφετέρου, από το άρθρο 165 ΣΛΕΕ ότι το περιεχόμενο και η οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η ελευθερία εγκατάστασης ισχύει και στους τομείς για τους οποίους τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια.
Το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τη χρήση της επίσημης γλώσσας του κράτους μέλους, προβλέποντας παράλληλα ορισμένες εξαιρέσεις από την εν λόγω υποχρέωση, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ.
Το αιτούν δικαστήριο υπενθύμισε επιπλέον ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε δύο ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ήτοι στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών Επιστημών της Ρίγας και στην Ανώτατη Νομική Σχολή της Ρίγας, που εξακολουθούν να διέπονται από ειδικούς νόμους.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα συναφώς.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία καταρχήν επιβάλλει στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την υποχρέωση διδασκαλίας αποκλειστικά στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους αυτού, εφόσον η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από λόγους που συνδέονται με την προστασία της εθνικής ταυτότητας του κράτους μέλους, ήτοι εφόσον είναι αναγκαία και αναλογική προς την προστασία του θεμιτώς επιδιωκόμενου σκοπού.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA