Πώς τα κυμαινόμενα τιμολόγια έγιναν φθηνότερα από τα προϊόντα με σταθερές χρεώσεις
Τα προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας με σταθερά τιμολόγια για χρονική διάρκεια από ένα έως και δύο έτη κυριαρχούσαν στις επιλογές των οικιακών καταναλωτών πριν το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης.
Όσο το ενεργειακό κόστος διατηρούταν σε χαμηλά επίπεδα οι όμιλοι παραγωγής και προμήθειας ρεύματος κάνοντας χρήσης εργαλείων αντιστάθμισης κινδύνων μπορούσαν να καλύψουν τις δαπάνες τους για τη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων προϊόντων. Έτσι, οι σταθερές χρεώσεις ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις κυμαινόμενες. Τα νοικοκυριά απολάμβαναν σταθερότητα και ασφάλεια ως προς τις δαπάνες τους για τους λογαριασμούς ρεύματος.
Η εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου και της χρηματιστηριακής ηλεκτρικής ενέργειας περιόρισε αυτή τη δυνατότητα, ενώ την ίδια στιγμή οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις κυβερνήσεων στις αγορές, οδήγησε τους παρόχους στην κατάργηση ή στον περιορισμό διάθεσης προϊόντων με σταθερά τιμολόγια. Και όσοι το κάνουν, διαμορφώνουν σημαντικά υψηλές χρεώσεις.
Τα παραπάνω επισημαίνονται σε ειδικό report των φορέων που καταρτίζουν κάθε μήνα τον ευρωπαϊκό δείκτη τιμών ενέργειας για οικιακούς καταναλωτούς HEPI. Μέσα από αυτήν την έκθεση αποτυπώνεται για τον μήνα Αύγουστο το ύψος μόνο των κυμαινόμενων τιμολογίων ρεύματος σε 14 χώρες της Ευρώπης.
Οι κρατικές παρεμβάσεις
Όπως προκύπτει από την έρευνα, μεγάλο μέρος των καταναλωτών μετακινείται στα προϊόντα με κυμαινόμενες ανταγωνιστικές χρεώσεις, παρά το γεγονός της αβέβαιης μεταβολής τους ακόμη και στο άμεσο μέλλον.
Σύμφωνα με τον HEPI ένας ακόμη λόγος είναι και οι έκτακτες κυβερνητικές πολιτικές για την ανακούφιση των νοικοκυριών από τους φουσκωμένους λογαριασμούς. Οι παρεμβάσεις των κρατών εστιάζονται στα κυμαινόμενα τιμολόγια με αποτέλεσμα οι εταιρείες να περιορίζουν τη διάθεση σταθερών τιμολογίων.
Μάλιστα στο ειδικό report του HEPI γίνεται αναφορά στην περίπτωση της Ελλάδας. Στη χώρα μας τόσο οι επιδοτήσεις των λογαριασμών όσο και η διαφορετική επί χρόνια στάση των καταναλωτών που επέλεγαν κυρίως τα κυμαινόμενα προϊόντα είχαν ως αποτέλεσμα οι τιμές των τελευταίων να είναι πια χαμηλότερες έναντι των σταθερών.
Τα ευρήματα
Τα ευρήματα της έρευνας του HEPI για το ύψος των κυμαινόμενων τιμολογίων ρεύματος στις 14 χώρες της Ε.Ε. ανέδειξαν πως η Ελλάδα έχει την τρίτη στην Ε.Ε. χαμηλότερη τιμή.
Σύμφωνα με τα ευρήματα η Αθήνα έχει μέσο όρο τιμών ρεύματος (για συμβάσεις με κυμαινόμενες χρεώσεις) λίγο πάνω από τα 24 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα (0,2412 ευρώ). Οι οικιακές καταναλωτές της πόλης απολαμβάνουν την τρίτη φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια, με τους κατοίκους της Στοκχόλμης (0,2391) και του Λουξεμβούργου (0,2141 ευρώ ανά κιλοβατώρα) να ακολουθούν συμπληρώνοντας τη λίστα των 14 χωρών. Η Αθήνα είναι πολύ κάτω από το μέσο όρο των κυμαινόμενων τιμολογίων των κρατών, ο οποίος διαμορφώνεται πάνω από τα 34 λεπτά του ευρώ ή 0,3452 ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Οι πόλεις με τις υψηλότερες τιμές είναι η Κοπενχάγη (0,546 ευρώ ανά κιλοβατώρα), το Άμστερνταμ (0,5086 ευρώ), οι Βρυξέλλες (0,5071 ευρώ), η Ρώμη (0,4043 ευρώ) κ.ο.κ.
Οι διαφορές
Οι καθιερωμένες μηνιαίες μετρήσεις του HEPI περιλαμβάνουν στο καλάθι της έρευνας και τα σταθερά τιμολόγια. Οι μετρήσεις γίνονται σε 33 πόλεις της Ε.Ε. Με βάση, λοιπόν, το μέσο όρο των κυμαινόμενων και σταθερών τιμολογίων ρεύματος, η Αθήνα βρίσκεται και πάλι στις φθηνότερες πρωτεύουσες. Καταλαμβάνει τη 16η θέση με μέση τιμή τα 0,2919 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Για τις 33 πόλεις η μέση τιμή είναι στα 0,3081 ευρώ.
Στα προαναφερόμενα στοιχεία, των 14 χωρών της Ε.Ε., αναφέρθηκε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο της 86ης ΔΕΘ. Επιχειρηματολόγησε έναντι της κριτικής που ασκείται από την αντιπολίτευση ως προς το ύψος των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Ο Μητσοτάκης παρουσίασε τον σχετικό πίνακα που δείχνει πως η Ελλάδα έχει την τρίτη χαμηλότερη τιμή κιλοβατώρας στην Ε.Ε.