Η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού και όχι κατά το χρόνο που διατυπώθηκε. Επομένως Γ.Ο.Σ. που διατυπώθηκαν υπό την ισχύ του ν. 1961/1991 κρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, εφόσον υπό την ισχύ του γίνεται η χρήση αυτών. Σε περίπτωση αποδοχής με σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με σταθερό επιτόκιο από τράπεζα σε πελάτη της δυνατότητας προεξόφλησης από το δανειολήπτη του δανείου, υπό τον όρο καταβολής πρόσθετης παροχής (αποζημίωσης) στο δανειστή, το ύψος της παροχής αυτής θα κριθεί με βάση την αρχή της εύλογης αποζημιώσεως, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί το ύψος της πραγματικής ζημίας, θετικής ή αποθετικής, που υφίσταται ο δανειστής από την πρόωρη εξόφληση. Το επιτρεπτό δε και νόμιμο της πρόσθετης αυτής παροχής του δανειολήπτη, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του ποσού του δανείου, υπολογίζεται με βάση το κόστος του δανεισμού που έχει ο δανειστής (Τράπεζα) για το συγκεκριμένο κεφάλαιο και το αναμενόμενο κέρδος που έχει από τη χορήγηση του δανείου στο συγκεκριμένο καταναλωτή. Οι ενδεχόμενες ζημίες και τα διαφυγόντα κέρδη του δανειστή θα οφείλονται στη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων κατά την πρόωρη εξόφληση, αν με τις συνθήκες που επικρατούν κατ’ αυτήν το κεφάλαιο δεν θα μπορεί να χορηγηθεί με επιτόκιο στο ίδιο ύψος με αυτό του πρόωρα ληγμένου δανείου. Κριτήρια υπολογισμού της απώλειας του δανειστή, αν αυτός είναι Τράπεζα από την εξόφληση μέχρι την κανονική λήξη του δανείου, είναι ο χρόνος που απομένει από την προεξόφληση μέχρι την κανονική λήξη του δανείου, το ύψος των επιτοκίων κατά τη σύναψη και τη λήξη του δανείου και το λειτουργικό κόστος και το κόστος του πιστωτικού κινδύνου από τα οποία απαλλάσσεται η Τράπεζα με την προεξόφληση του δανείου.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός: 15/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α’ Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Γεώργιο Σαραντινό, Δημήτριο Λοβέρδο, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Αχιλλέα Νταφούλη, Δημήτριο Κιτρίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Μιχαήλ Δέτση, Ρένα Ασημακοπούλου – Εισηγήτρια, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Εμμανουήλ Καλούβη, Αθανάσιο Θεμέλη, Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Γεώργιο Πετράκη, Ειρήνη Αθανασίου, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Των καλούντων – αναιρεσειόντων: 1. … και 2. …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Κουτσοχήνα.
Της καθής η κλήση -αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, λόγω συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως, που είχε την έδρα της στην Αθήνα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσικρικά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 24 Νοεμβρίου 2003 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι οριστικές αποφάσεις: 21367/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 737/2005 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 25 Αυγούστου 2005 αίτησή τους.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1495/2006 απόφαση του Ζ’ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά τον πρώτο λόγος αυτής. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 10 Οκτωβρίου 2006 κλήση των ήδη αναιρεσειόντων, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου για συζήτηση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους και ζήτησαν: ο μεν των αναιρεσειόντων την παραδοχή του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσίβλητης την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμου.
Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά, που προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 10-10-2006 κλήση των αναιρεσειόντων νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔικ λόγος της από 25-8-2005 αίτησης των ….και ….. κατά της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ” για αναίρεση της με αριθ. 737/2005 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραπέμφθηκε σε αυτή με την με αριθ. 1495/2006 απόφασης του Ζ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου γιατί κρίθηκε ότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔικ).
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά, ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές”. Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται, ότι “ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”. Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία.
Η ανωτέρω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο “υπέρμετρη διατάραξη” της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για “σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών”. Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου “υπέρμετρη διατάραξη” θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) και συνεπώς σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει, ο όρος “υπέρμετρη διατάραξη” να εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει “ουσιώδη ή σημαντική” διατάραξη. Η ανάγκη αυτή εναρμονισμένης δηλαδή προς την οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο “διατάραξη” και μετά την απάλειψη του όρου “υπέρμετρη” στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β’ του ν. 2741/1999 και συνεπώς και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου Γ.Ο.Σ. είναι, η με αυτόν “ουσιώδης ή σημαντική” διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (Ολ. ΑΠ 6/2006). Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η υπό το στοιχείο ια’, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, όπως και η υπό στοιχ. ε, κατά την οποία καταχρηστικοί είναι και οι όροι που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης, χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο. Η σωρευτική, εφαρμογή από το δικαστήριο των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, επιβάλλεται δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου “της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή” είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν ενδείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επί μέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά την λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δε λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας. Τέλος, ενόψει του ότι οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, ενσωματώνουν κατ’ ανάγκη και το πνεύμα του άρθρου 19 ΕισΝΑΚ, που ορίζει ότι η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις προγενέστερες από την εισαγωγή του ΑΚ. Από τη συναγόμενη από τη διάταξη αυτή γενική αρχή διαχρονικού δικαίου προκύπτει ότι η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού και όχι κατά το χρόνο που διατυπώθηκε. Επομένως Γ.Ο.Σ. που διατυπώθηκαν υπό την ισχύ του ν. 1961/1991 κρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, εφόσον υπό την ισχύ του γίνεται η χρήση αυτών. Συγκεκριμένα σε περίπτωση αποδοχής με σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με σταθερό επιτόκιο από τράπεζα σε πελάτη της δυνατότητας προεξόφλησης από το δανειολήπτη του δανείου, υπό τον όρο καταβολής πρόσθετης παροχής (αποζημίωσης) στο δανειστή, το ύψος της παροχής αυτής θα κριθεί με βάση την αρχή της εύλογης αποζημιώσεως, η οποία δεν μπορεί, σύμφωνα με τα άρθρα 281, 288 και 178 ΑΚ να υπερβεί το ύψος της πραγματικής ζημίας, θετικής ή αποθετικής, που υφίσταται ο δανειστής από την πρόωρη εξόφληση. Το επιτρεπτό δε και νόμιμο της πρόσθετης αυτής παροχής του δανειολήπτη, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του ποσού του δανείου, υπολογίζεται με βάση το κόστος του δανεισμού που έχει ο δανειστής (Τράπεζα) για το συγκεκριμένο κεφάλαιο και το αναμενόμενο κέρδος που έχει από τη χορήγηση του δανείου στο συγκεκριμένο καταναλωτή. Οι ενδεχόμενες ζημίες και τα διαφυγόντα κέρδη του δανειστή θα οφείλονται στη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων κατά την πρόωρη εξόφληση, αν με τις συνθήκες που επικρατούν κατ’ αυτήν το κεφάλαιο δεν θα μπορεί να χορηγηθεί με επιτόκιο στο ίδιο ύψος με αυτό του πρόωρα ληγμένου δανείου. Κατά συνέπεια κριτήρια υπολογισμού της απώλειας του δανειστή, αν αυτός είναι Τράπεζα από την εξόφληση μέχρι την κανονική λήξη του δανείου, είναι ο χρόνος που απομένει από την προεξόφληση μέχρι την κανονική λήξη του δανείου, το ύψος των επιτοκίων κατά τη σύναψη και τη λήξη του δανείου και το λειτουργικό κόστος και το κόστος του πιστωτικού κινδύνου από τα οποία απαλλάσσεται η Τράπεζα με την προεξόφληση του δανείου. Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Οι ανακόπτοντες και ήδη αναιρεσείοντες με το με αριθμό ….. δανειστικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Στυλιανής Καΐση κατήρτισαν με την καθ’ ης η ανακοπή “Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ”, την οποία διαδέχθηκε μετά από συγχώνευση η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ), σύμβαση τοκοχρεωλυτικού ενυπόθηκου δανείου, ύψους 10.000.000 δραχμών, με επιτόκιο 20,5%, εξοφλητέο σε δέκα πέντε (15) έτη και σε είκοσι οκτώ (28) ισόποσες εξαμηνιαίες τοτοχρεωλυτικές δόσεις, η πρώτη εκ των οποίων ήταν καταβλητέα στις 15-4-1994 και η τελευταία στις 15-4-2008. Στους όρους της συμβάσεως αυτής περιλαμβάνεται και ο με αριθ. 5 όρος του δανειστικού συμβολαίου, σύμφωνα με τον οποίο: “Ο οφειλέτης δικαιούται να καταβάλει σε μείωση του κεφαλαίου του δανείου οποιοδήποτε ποσό εφόσον δεν υπάρχει καθυστέρηση εξυπηρέτησής του δανείου, αλλά μόνο στις παραπάνω οριζόμενες ημερομηνίες καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Στην περίπτωση αυτή υποχρεούται ο οφειλέτης να καταβάλει στη δανείστρια για αποζημίωσή της και ποσό ίσο με τον τόκο μιας εξαμηνίας του καταβαλλόμενου κεφαλαίου, διαφορετικά η δανείστρια δικαιούται να αποκρούσει την προσφορά….”. Ο όρος αυτός του ανωτέρω δανειστικού συμβολαίου επιτρέπει στους δανειολήπτες – ανακόπτοντες να αποδώσουν (επιστρέψουν) όλο ή μέρος του τοκοχρεωλυτικού δανείου που έλαβαν από τη δανείστρια τράπεζα και πριν από την ταγμένη προθεσμία αποδόσεως κάθε τοκοχρεωλυτικής δόσεως, υπό την προϋπόθεση, εκείνοι (δανειολήπτες) να καταβάλουν στη δανείστρια τράπεζα ως αποζημίωση για την πρόωρη εξόφληση του δανείου ποσό ίσο με τους τόκους έξι (6) μηνών επί του κεφαλαίου που προώρως θα καταβληθεί προς εξόφληση αυτού (άρθρα 361, 324 παρ. 2 και 807 ΑΚ). Ο ανωτέρω όρος είναι απολύτως σαφής, ορισμένος και εντός των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της δανείστριας τράπεζας να αποζημιωθεί για την αντιπαροχή που θα απολέσει, δηλ. τους τόκους, εξαιτίας της πρόωρης αποδόσεως του δανείου εκ μέρους των δανειοληπτών – ανακοπτόντων, οι οποίοι με τη λήψη του δανείου θα έχουν ήδη ωφεληθεί ως προς το σκοπό για τον οποίο το έλαβαν. Εξάλλου και οι κατά τα άνω συμφωνηθέντες ως αποζημίωση προεξοφλητικοί τόκοι, εξαιτίας της προώρου λύσεως της συμβάσεως είναι εντός των ορίων του νόμου, δεν είναι δηλ. υπερβολικοί, γεγονός που δεν αμφισβητούν και οι ανακόπτοντες, οι οποίοι πλήττουν μόνον το κύρος του συμφωνηθέντος αυτού όρου και συγκεκριμένα το δικαίωμα να ζητήσει η Τράπεζα, με την πρόωρη απόδοση εκ μέρους αυτών του κεφαλαίου, (πράγμα που αποδέχθηκαν) και τόκους προεξοφλήσεως, διότι το δάνειο ήταν έντοκο και αποδοτέο σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, εντός δέκα πέντε (15) ετών. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε αβάσιμο τον τρίτο λόγο της ανακοπής των αναιρεσειόντων, με τον οποίο αυτοί, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της, ισχυρίσθηκαν ότι είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο προδιατυπώμενος από την αναιρεσίβλητη γενικός όρος, με αριθμό 5 της σύμβασης χορήγησης ενυπόθηκου τοκοχρεωλυτικού δανείου, όπως αυτός κατ’ αντιγραφή, κατά τα ανωτέρω παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Την καταχρηστικότητα δε αυτή τη στήριξαν σε παραβίαση, τόσο της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, με την επίκληση ότι ο σχετικός όρος έχει ως συνέπεια τη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας εις βάρος τους, όσο και της διάταξης της παραγράφου 7 περιπτ. ια’ του ιδίου νόμου, διότι αφήνει χωρίς σπουδαίο λόγο το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα γι’ αυτούς ως καταναλωτές, παραβιάζει δε και την αρχή της διαφάνειας. Το Εφετείο απέρριψε, ως αβάσιμο το λόγο αυτό της ανακοπής γιατί έκρινε ότι δεν είναι καταχρηστικός ο πιο πάνω με αριθ. 5 όρος του δανειστικού συμβολαίου. Στη συνέχεια δε εξαφάνισε την πρωτόδικη 21367/2004 απόφαση και απέρριψε την ανακοπή κατά της επισπευδομένης εις βάρος των αναιρεσειόντων αναγκαστικής εκτέλεσης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευυθέως ή εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 στοιχ. ια του ν. 2251/1994. Και τούτο διότι ο πιο πάνω όρος του δανειστικού συμβολαίου (αριθ. 5) δεν είναι καταχρηστικός, καθ’ όσον 1) δεν αφήνει το τίμημα και συγκεκριμένα το ποσό του τόκου που πρέπει να καταβληθεί από τους αναιρεσείοντες στην αναιρεσίβλητη στην περίπτωση που αυτοί καταβάλουν, σε μείωση ή ολοσχερή απόσβεση του κεφαλαίου, μέρος ή το όλο του οφειλόμενου κατά το χρόνο της καταβολής κεφαλαίου, αόριστο χωρίς λόγο, αλλά επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τους αναιρεσείοντες, αφού το ποσό του τόκου ίσου με τον τόκο μιας εξαμηνίας του καταβαλλομένου κεφαλαίου είναι το (Τ = Κεφ. Χ επιτ. (20,5%) Χ 6 μην. : 12 μην.) και μπορεί να υπολογισθεί με τις αριθμητικές αυτές πράξεις, που αναφέρονται στη σύμβαση και είναι εύκολες για τους αναιρεσείοντες. 2) Δεν παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, αφού το περιεχόμενο του όρου αυτού είναι διατυπωμένο με τόση σαφήνεια, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του βούλησης και απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει από τη χρονική στιγμή της κατάρτισης της σύμβασης στην πραγματική τους έκταση, τα δικαιώματά του και τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σχέση της συμφωνούμενης παροχής και αντιπαροχής και το ύψος της επιβαρύνσεώς του σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου. Και 3) δεν έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αφού κατά την 13-4-1993 που έγινε η σύναψη του επίδικου τοκοχρεωλυτικού δανείου, τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανέρχονταν κατά το Π.Δ./ΤΕ 2137/2-10-1992 (Α’ ΦΕΚ/111/29-6-1993) σε 37% το δικαιοπρακτικό και 39% το υπερημερίας και κατά την 15-4-1998, που έγινε η προεξόφληση του υπολειπομένου ποσού του δανείου, τα επιτόκια αυτά (εξωτραπεζικά) ανέρχονταν κατά το Π.Σ.Ν Π1/30-3-1998 (Α’ ΦΕΚ 74/8-4-1998) σε 21% το δικαιοπρακτικό και σε 23% το υπερημερίας. Ήτοι το επιτόκιο 20,5% που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ήταν, κατά τον χρόνο σύναψης του δανείου (37% – 20,50) 16,50 μικρότερο του δικαιοπρακτικού και (39% – 20,50%) 18,50 μικρότερο του υπερημερίας, και κατά το χρόνο (15-4-1998) εξόφλησης του δανείου (21 – 20,50) 0,50 μικρότερο του δικαιοπρακτικού τόκου και (23 – 20,50) 2,50% μικρότερο του τόκου υπερημερίας. Από δε το χρόνο προεξόφλησης του δανείου την 15-4-1998 μέχρι τη συμφωνηθείσα λήξη αυτού την 15-4-2008 εναπόμεινε χρονικό διάστημα 10 ετών, ήτοι 20 εξαμηνιαίων δόσεων. Πρέπει ακόμη να ληφθεί υπόψη, για την ύπαρξη ή όχι ουσιώδους ή σημαντικής διατάραξης ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, ότι, ενώ επιτρέπεται με τον επίδικο γενικό όρο στους αναιρεσείοντες η πρόωρη, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο εξόφληση του δανείου, θεωρείται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστική ή μονομερής από την αναιρεσίβλητη Τράπεζα χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο τροποποίηση ή λύση της σύμβασης δανείου (άρθρο 2 ποαρ. 7 αρ. ε.ν. 2251/1994). Με βάση τα κριτήρια αυτά ο υπολογισμός του ποσού των 2.870,08 ευρώ που συμφωνήθηκε και ζητείται από την αναιρεσίβλητη Τράπεζα ως πρόσθετη παροχή των αναιρεσειόντων για την πρόωρη εξόφληση του δανείου, έγινε αντικειμενικά, δίκαια και με μαθηματικές αρχές, και σύμφωνα με την προαναφερόμενη πιστωτική μεταβολή των συνθηκών στην αγορά χρήματος. Δηλαδή τη μείωση των επιτοκίων, ένεκα της οποίας η αναιρεσίβλητη Τράπεζα περιήλθε σε δυσμενέστερη θέση με την πρόωρη εξόφληση του δανείου και την επιστροφή πρόωρα του υπολειπόμενου μέρους του κεφαλαίου, το οποίο μπορεί να διαθέσει, για το υπόλοιπο, μέχρι τη συμφωνηθείσα λήξη του δανείου χρονικό διάστημα με χαμηλότερο επιτόκιο χορηγήσεων από αυτό που είχε εξασφαλίσει με την αρχική σύμβαση δανείου.
Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη γνώμη όμως των από τα μέλη του Δικαστηρίου Νικολάου Κασσαβέτη, Μαρίου – Φωτίου Χατζηπανταζή, Μίμη Γραμματικούδη και Λεωνίδα Ζερβομπεάκου ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι βάσιμος και έπρεπε να γίνει δεκτός, διότι ο ανωτέρω όρος του δανειστικού συμβολαίου παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, αφού δεν επιτρέπει στον δανειολήπτη να αντιληφθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό την αιτία της επιβαρύνσεώς του και συγκεκριμένα, αν η τελευταία αφορά πράγματι ζημία της τράπεζας και με ποια κριτήρια υπολογίζεται αυτή ή αν αποτελεί είδος επιτιμίου μεταμέλειας, δηλαδή αν επικρέμεται ως είδος ποινής, η οποία μάλιστα δεν επιτρέπεται να μειωθεί στο προσήκον μέτρο για την περίπτωση που ο δανειολήπτης θα ασκήσει το δικαίωμά του της πρόωρης εξοφλήσεως του δανείου. Επίσης, ο προαναφερόμενος όρος έχει ως αποτέλεσμα την ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος των πελατών της τράπεζας, ήτοι των θεωρουμένων ως “καταναλωτών” δανειοληπτών. Ειδικότερα, από τη φύση της η σύμβαση δανείου από την τράπεζα προς τον πελάτη της αποσκοπεί στην παροχή του δανείσματος σ’ αυτόν με αντίτιμο την απόληψη τόκου από μέρους της τράπεζας, που, ως αντιπαροχή του πελάτη προς την τράπεζα, τελεί σε σχέση αλληλουχίας προς την παροχή του ποσού του δανείσματος. Όμως η σχέση αυτή εκλείπει, όταν επιστρέφεται το εν λόγω ποσό, η δε τράπεζα έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από την επιστροφή του κεφαλαίου, δανείζοντάς το σε άλλον πελάτη και ωφελούμενη από την απόληψη τόκου από το νέο πελάτη, ενώ παράλληλα απαλλάσσεται και από τα έξοδα παρακολουθήσεως της λειτουργίας της δανειστικής συμβάσεως με τον πελάτη, που επέστρεψε το δάνειο. Έτσι, η παράλληλη είσπραξη αποζημιώσεως ίσης με το ποσό των τόκων ενός εξαμήνου από τον πελάτη, που προεξόφλησε το δάνειο, επιφέρει χωρίς εύλογη αιτία ωφέλεια της τράπεζας σε βάρος του τελευταίου, τουλάχιστο για όσο χρόνο και κατά το μέρος που δεν αποδεικνύεται ότι η τράπεζα δεν ήταν σε θέση να εκτοκίσει το ποσό, που της επιστράφηκε, σε άλλο πελάτη ή να το εκτοκίσει με δυσμενέστερους όρους. Αντίθετα, ο δανειολήπτης, χωρίς να απολαμβάνει ωφέλεια από τη χρήση του ποσού, που επέστρεψε, επιβαρύνεται με το ποσό των τόκων ενός εξαμήνου, μολονότι με την επιστροφή του ποσού αυτού παρέσχε τη δυνατότητα στην τράπεζα και μάλιστα αδαπάνως γι’ αυτή, να επωφεληθεί με το νέο εκτοκισμό του.
Μετά από αυτά και εν όψει του ότι με την παραπεμπτική απόφαση δεν έχουν κριθεί όλοι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Α2 (πρώην Ζ’) πολιτικό τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει ως προς τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια πρώτο λόγο της από 25-8-2005 αίτησης των …..και ….. για αναίρεση της με αριθ. 737/2005 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2007.