Απόφαση 214 / 2020 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Όπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις του ν. 1387/1983 έτσι όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, μεταξύ των διατυπώσεων, που πρέπει να τηρηθούν, για το νομότυπο ομαδικών απολύσεων, είναι και
1) η υποβολή του σχετικού πρακτικού διαβούλευσης, που έγινε μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, στον αρμόδιο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας και
β) η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη των συμβάσεων να γίνει μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας , μέσα στην οποία, τα ως άνω δημόσια όργανα, έχουν το δικαίωμα να εκδώσουν απόφαση, με την οποία, είτε θα παρατείνουν την εικοσαήμερη προθεσμία διαβουλεύσεων είτε να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν τις προτεινόμενες από τον εργοδότη ομαδικές απολύσεις.
Αυτό ισχύει και για την περίπτωση, κατά την οποία οι προτεινόμενες ομαδικές απολύσεις προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, καθόσον ο νόμος δεν διακρίνει.
Μόνο σε μια περίπτωση, δεν έχει εφαρμογή η ως άνω διαδικασία ομαδικών απολύσεων: Όταν οι απολύσεις αυτές γίνονται “λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης”. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί, λ.χ., στην περίπτωση πτωχεύσεως ή λύσεως της επιχειρήσεως, με δικαστική απόφαση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως δε όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι πιο πάνω υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο.
Επομένως, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι από τις διατάξεις του ισχύοντος (εθνικού) δικαίου δεν προβλέπεται η προηγούμενη έκδοση δικαστικής αποφάσεως στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. (ΑΠ 1541/2011, ΑΠ 1681/2007).
Άρειος Πάγος 214/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Καρυστηναίου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, και Σοφία Τζουμερκιώτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 20η Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Τ. του Ε., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημήτριου Κριτσάνου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “……………………………….”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αχιλλέα Αργυρίου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν η 503/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 266/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-1-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (ΑΠ 58/2015).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1387/1983, που φέρει τον τίτλο “έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν.2 874/2000 και εκδόθηκε για να προσαρμοστεί το ελληνικό δίκαιο προς την 75/129 Οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ “περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις”, τέτοιες απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν στο πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τους 6 εργαζόμενους, αν πρόκειται για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20-150 άτομα και ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι 30 άτομα, αν πρόκειται για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 2γ’ του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε πριν από την κατάργηση του εδ. γ’ από το ν. 2736/1999, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης μετά από πρωτόδικη δικαστική απόφαση.
Με τα άρθρα 3 και 4 του ίδιου νόμου προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, να προσέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους.
Το άρθρο 5 του ίδιου νόμου ορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 5 του ν. 1387/1983, ορίζονται τα εξής: “1. Η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3. 2. Εάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. 3. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, μπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Πριν από την έκδοση της παραπάνω απόφασης ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας, που εδρεύει σε κάθε νομό, ή του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, αντίστοιχα. Τα γνωμοδοτικά αυτά όργανα, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να καλούν και να ακούουν τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων και τον ενδιαφερόμενο εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επί μέρους τεχνικά θέματα.4.0 εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Εάν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται στην έκταση που δέχτηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις. 5. Σε ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1,2,3 και 4 του παρόντος”.
Στο άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ανωτέρω ν. 2736/1999 παρ. 5 που είχε ως εξής: “Η διαδικασία ομαδικών απολύσεων του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης”, ενώ με το άρθρο 16 παρ. 6 του τελευταίου αυτού νόμου καταργήθηκε η παρ. 2γ’ του άρθρου 2 του ν. 1387/1983. Στη συνέχεια η πιο πάνω παρ. 5, που είχε προστεθεί με το άρθρο 15 του ν. 2736/1999, τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2874/2000 ως εξής: “Σε ομαδικές απολύσεις, που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής απόφασης, δεν εφαρμόζονται οι παρ. 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου”.
Με τον πιο πάνω ν. 1387/1983 έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 75/129/ΕΟΚ, η οποία τροποποιήθηκε με τη νεότερη Οδηγία 92/56/ΕΟΚ και στη συνέχεια η Οδηγία 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 20.7.1998 κωδικοποίησε σε ένα ενιαίο κείμενο το περιεχόμενο των δύο προηγούμενων Οδηγιών, οι δε τροποποιήσεις που επέφερε η τελευταία μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η κοινοτική Οδηγία βασίζει την προστατευτική της παρέμβαση στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων στη θέσπιση τριών βασικών εργοδοτικών υποχρεώσεων: α) την υποχρέωση διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του προσωπικού, β) την υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης αυτών και γ) την παράλληλη υποχρέωση ενημέρωσης της δημόσιας αρχής σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις σε συνδυασμό με την υποχρέωση αναμονής του εργοδότη για κάποιο ολιγόχρονο χρονικό διάστημα (30 ημερών) πριν από την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων. Επιπλέον, από τις ως άνω διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου προβλέπεται και η παρέμβαση της δημόσιας αρχής μετά από την περάτωση της διαδικασίας των διαβουλεύσεων, με την πρόβλεψη της δυνατότητας του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνουν τις σχεδιαζόμενες απολύσεις.
Όπως σαφώς προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, μεταξύ των διατυπώσεων, που πρέπει να τηρηθούν, για το νομότυπο ομαδικών απολύσεων, είναι και
1) η υποβολή του σχετικού πρακτικού διαβούλευσης, που έγινε μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, στον αρμόδιο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας και
β) η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη των συμβάσεων να γίνει μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας , μέσα στην οποία, τα ως άνω δημόσια όργανα, έχουν το δικαίωμα να εκδώσουν απόφαση, με την οποία, είτε θα παρατείνουν την εικοσαήμερη προθεσμία διαβουλεύσεων είτε να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν τις προτεινόμενες από τον εργοδότη ομαδικές απολύσεις.
Αυτό ισχύει και για την περίπτωση, κατά την οποία οι προτεινόμενες ομαδικές απολύσεις προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, καθόσον ο νόμος δεν διακρίνει.
Μόνο σε μια περίπτωση, δεν έχει εφαρμογή η ως άνω διαδικασία ομαδικών απολύσεων: Όταν οι απολύσεις αυτές γίνονται “λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης”. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί, λ.χ., στην περίπτωση πτωχεύσεως ή λύσεως της επιχειρήσεως, με δικαστική απόφαση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως δε όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι πιο πάνω υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο.
Επομένως, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι από τις διατάξεις του ισχύοντος (εθνικού) δικαίου δεν προβλέπεται η προηγούμενη έκδοση δικαστικής αποφάσεως στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. (ΑΠ 1541/2011, ΑΠ 1681/2007).
Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 1387/1983 ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση του νόμου αυτού είναι άκυρες.
Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 10-1-2014 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εκθέτει ότι προσελήφθη από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη νομίμως εκπροσωπούμενη, την 1-10-2002 δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως ψήστης στην επιχείρηση εστιατορίου που διατηρούσε αυτή (εναγόμενη) στην πόλη της … Ότι περί τα μέσα του έτους 2013 η εναγόμενη – αναιρεσίβλητη επικαλούμενη μείωση του κύκλου των εργασιών της αποφάσισε να προβεί σε μείωση του χρόνου απασχόλησης των εργαζομένων της με μείωση των αποδοχών τους σε ποσοστό 20%, πρότεινε δε σ’αυτήν (ενάγουσα – αναιρεσείουσα) και στους λοιπούς εργαζομένους της επιχείρησής της τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή όρους εργασίας, ενημερώνοντάς τους ότι σε περίπτωση μη αποδοχής εκ μέρους των των όρων αυτών θα προέβαινε σε καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεων. Ακολούθως ότι, επειδή η ενάγουσα δεν απεδέχθη τους προτεινόμενους νέους όρους παροχής της εργασίας της η εναγομένη προέβη την 11-10-2013 στην καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, το αυτό δε έπραξε την αυτή ημερομηνία (11-10-2013) και για εννέα ακόμα εργαζομένους της συναδέλφους της ενάγουσας, οι οποίοι ομοίως δεν απεδέχθησαν τους ως άνω νέους όρους εργασίας, τις εργασιακές συμβάσεις των οποίων ομοίως κατήγγειλε. Ζητούσε δε με την αγωγή της αυτή να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 11.140 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλει τα αναφερόμενα στην αγωγή επί μέρους ποσά λόγω διαφοράς οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή αναγνώρισε την ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας – αναιρεσείουσας λόγω μη τηρήσεως των όρων και της διαδικασίας που προβλέπονται από τον Ν.1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων, υποχρέωσε την εναγομένη (αναιρεσίβλητη) να καταβάλει στην ενάγουσα (αναιρεσείουσα) για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 4.452,80 ευρώ, απέρριψε δε ως αβάσιμη την αγωγή κατά τα λοιπά της αιτήματα. Επί ασκηθείσης εφέσεως κατά της αποφάσεως αυτής εκ μέρους της εναγομένης – αναιρεσίβλητης και αντεφέσεως δια των προτάσεων από την ενάγουσα εξεδόθη η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, η οποία αφού απέρριψε την αντέφεση, δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κράτησε την υπόθεση δίκασε κατ’ουσίαν και απέρριψε την ένδικη αγωγή.
Συγκεκριμένα το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας και της εφεσίβλητης στις 9-10-2002 η τελευταία προσλήφθηκε από την εκκαλούσα για να παρέχει την εργασία της ως ψήστης στο κατάστημα της με πενθήμερη εργασία και απασχόληση 20 ωρών εβδομαδιαίως και με ωρομίσθια αμοιβή. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων της εκκαλούσας ως προς τη λειτουργία των καταστημάτων της η εκκαλούσα προέβη στη λήξη της λειτουργίας δύο καταστημάτων της με αντίστοιχη μείωση του αριθμού των εργαζομένων της από 140 σε 47 εργαζομένους κατά το έτος 2013. Στη συνέχεια η εκκαλούσα κάλεσε τους εργαζομένους της σε συνάντηση στις 5-9-2013, κατά την οποία τους πρότεινε τη μείωση της αμοιβής τους κατά ποσοστό 15% προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν τα καταστήματά της και να διατηρηθούν οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας. Η παραπάνω πρόταση και ειδικότερα το κείμενο της νέας σύμβασης εργασίας διανεμήθηκε σε όλους τους εργαζομένους και στην εφεσίβλητη με την υπενθύμιση της αποδοχής ή μη μέχρι την 9-9-2013, οπότε σε περίπτωση μη αποδοχής του η εκκαλούσα θα προέβαινε στην καταγγελία των εργασιακών σχέσεων. Κατόπιν των παραπάνω η εφεσίβλητη καθώς και 13 εργαζόμενοι στην επιχείρηση της εκκαλούσας που δεν αποδέχθηκαν την προτεινόμενη τροποποιητική σύμβαση εργασίας απολύθηκαν από την εκκαλούσα μετά από έγγραφη καταγγελία και καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης. Οι προαναφερόμενες καταγγελίες των εργασιακών σχέσεων αποδεικνύεται ότι έγιναν με μόνο κριτήριο τη μη αποδοχή της προτεινόμενης τροποιητικής σύμβασης εργασίας.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξαν ομαδικές απολύσεις κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά χρήση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησής του, δεδομένου ότι η τροποποιητική συμφωνία με τη μείωση του ωρομισθίου στο ποσό των 4,90 ευρώ, δεν ήταν κατώτερο της ισχύουσας κατά τον ανωτέρω χρόνο ΕΓΣΣΕ , ήτοι οι προτεινόμενοι νέοι όροι εργασίας δεν αντίκεινται σε διατάξεις νόμου δημόσιας τάξης ή σε κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διατάξεων που εξομοιώνονται με σ.σ.ε. και να δικαιολογούνται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Ενόψει των παραπάνω, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε καταχρηστικότητα στην καταγγελία της εργασιακής σχέσης της εφεσίβλητης η δε απόλυση της δεν υπάγονταν στις απαγορευτικές διατάξεις του νόμου περί ομαδικών απολύσεων, έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων που έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη την αγωγή κατά το μέρος αυτό και επιδίκασε μισθούς υπερημερίας και πρέπει, αφού γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως κατ’ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό η υπόθεση (άρθρο 535 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί ο περί αντιθέτου λόγος αντέφεσης που ασκήθηκε από την εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ως ουσία αβάσιμος και να απορριφθεί η αγωγή ως ουσία αβάσιμη……” Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Ν.1387/1983 “έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις και της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129 ΕΟΚ “περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών της Κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις”, καθόσον η αναιρεσίβλητη εταιρεία ως εργοδότρια ουδόλως ετήρησε την προβλεπόμενη από τον ως άνω νόμο διαδικασία και τις οριζόμενες από αυτόν διατυπώσεις στην ερευνώμενη περίπτωση των ομαδικών απολύσεων όπως είχε υποχρέωση, κατά τα προεκτεθέντα.
Συγκεκριμένα, δεν τήρησε την υποχρέωση ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εργαζόμενους, με συνέπεια να μη ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους, δεν γνωστοποίησε, όπως είχε υποχρέωση εγγράφως στους εκπροσώπους των εργαζομένων τους λόγους για τους οποίους σχεδιάζει να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις, τον αριθμό εκείνων που επιθυμεί να απολύσει κατά φύλο και ηλικία καθώς και τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί και δεν υπέβαλε ασφαλώς αντίγραφο των εγγράφων αυτών στον Νομάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας. Λόγω της παραλείψεως, των ανωτέρω ενεργειών δεν συνετάγη σχετικό πρακτικό στο οποίο να διατυπώνεται το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων το οποίο έπρεπε να υπογραφεί και από τα δύο μέρη και να υποβληθεί από την εργοδότρια στον Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας και σε περίπτωση υπάρξεως ή μη υπάρξεως συμφωνίας των μερών να πραγματοποιηθούν οι ομαδικές απολύσεις κατά την οριζόμενη στο άρθρο 5 του Ν.1387/1983 διαδικασία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή (αρθ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ), να καταδικασθεί δε η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (αρθ.176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’αριθ.266/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ